Στην είσοδο του Μoυσείου Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ο Νάκης Παναγιωτίδης και η Fleurette Καραδόντη κοιτάζουν τη θέση στην οποία θα τοποθετηθεί −στον εξωτερικό χώρο του μουσείου− το έργο του με νέον «ΑΓΩΝ/ΔΟΞΑ», με τα γράμματα κρεμασμένα ανάποδα και με ό,τι συμβολίζουν οι λέξεις και η ανάποδη ανάγνωσή τους σήμερα. Το ίδιο έργο έχει τοποθετηθεί στα μουσεία της Βέρνης και της Καράρα και έχει γίνει σύνθημα των πόλεων. Το νέον είναι ένα από τα πολλά υλικά που χρησιμοποιεί για να διαμορφώσει τις δικές του εννοιολογικές συντεταγμένες ο καλλιτέχνης.
Με οδηγό τον πειραματισμό, τα ανορθόδοξα υλικά και τις ασυνήθιστες τεχνικές, ο Νάκης Παναγιωτίδης είναι γνωστός για τις φωτογραφικές απεικονίσεις βιομηχανικών και θαλασσινών τοπίων μεγάλου μεγέθους, τις εικόνες-κείμενα, τα τρισδιάστατα γλυπτά αντικείμενα και τις εγκαταστάσεις που πραγματεύονται φιλοσοφικά υπαρξιακά ερωτήματα από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Τα σχέδια και οι κατασκευές του λειτουργούν με αμφιλεγόμενο τρόπο, ενώ η αδιαφορία του για την τεχνική αποτελεί μια στρατηγική επιλογή: για εκείνον η τεχνική αποτελεί εμπόδιο σε οποιοδήποτε όραμα υπερβαίνει καθιερωμένες συμβάσεις και προσδοκίες.
«Στην περίπτωσή μου υπήρχε πάντα το εξής “πρόβλημα”: δεν ήθελα και δεν με ενδιέφερε και δεν με ενδιαφέρει μέχρι σήμερα να ενταχθώ πουθενά. Είμαι ελευθεριακός και επαναστατικός και δεν θέλω να καθορίζομαι από την προηγούμενη δουλειά μου. Εν μέρει το έχω καταφέρει».
Λίγες μέρες μας χωρίζουν από την αναδρομική του έκθεση στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή με τίτλο «Shut your Eyes and See», που ανοίγει για το κοινό στις 27 Νοεμβρίου 2024 και θα διαρκέσει έως τις 2 Μαρτίου 2025. Είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε όλες τις πτυχές του πολύπλευρου έργου ενός καλλιτέχνη της διασποράς που, όπως θα μου πει αργότερα, το όνειρό του πάντα ήταν να κάνει τρεις μεγάλες εκθέσεις, στην Αθήνα που τον γέννησε, στη Βέρνη που τον υιοθέτησε, μόνιμο τόπο κατοικίας του από τη δεκαετία του 1970, και στο Τορίνο που τον έκανε καλλιτέχνη, εκεί που θα γίνει η επόμενη έκθεσή του.
Αν και στη Βέρνη κυκλοφορεί με το ποδήλατό του και μέσα σε μια μέρα μπορεί να επισκεφτεί τα εργαστήρια όλων των συνεργατών του, το χάος της Αθήνας το κοιτάζει με διαρκώς ανανεωμένο ενδιαφέρον. Οι σπουδές του στην αρχιτεκτονική τον κάνουν να βλέπει την πόλη με άλλο μάτι, με απροσδόκητη σύνδεση, και σε ένα κείμενό του εξηγεί: «Η αρχιτεκτονική ξεκίνησε από την Ελλάδα, κι εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα [...]. Η φύση είναι αυτή που διαμορφώνει την αρχιτεκτονική: η γραμμή του ορίζοντα πάνω από τη θάλασσα, η ακτογραμμή, οι κάθετες γραμμές των βουνών, τα νησιά, αλλά πάνω απ’ όλα η επίδραση του φωτός, το οποίο, δημιουργώντας τις γωνίες της σκιάς, κατασκευάζει τις φόρμες, σκιαγραφεί τον χώρο, σχεδιάζει τις αναλογίες, αναδεικνύει τη διαφορά μεταξύ πληρότητας και κενού, δίνοντας έτσι σχήμα σε αυτό που μας δωρίζει η ίδια η φύση.
Από αυτό το σπουδαίο παιχνίδι των αλληλεπιδράσεων γεννιέται το μεγαλειώδες που αιωρείται ανάμεσα σε τάξη και αταξία, ανάγκη και τυχαιότητα. Η εγγύτητα είναι το προσκήνιο, η λεπτομέρεια· η απόσταση είναι η προοπτική, η διάσταση του όλου. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δουλειά μου κάθε χρώμα της χρωματικής κλίμακας εφαρμόζεται με ριζοσπαστική ένταση, ανάλογη της αντίθεσης άσπρο-μαύρο. Το σκοτάδι γεννιέται από το φως».
Η τέχνη του, που προσδιορίζεται από τα δίπολα, φανερώνεται και σε ένα άλλο έργο του μπροστά μας, το οποίο γράφει «Αυτό που βλέπεις είναι μια ιδέα» και μαρτυρά αλληλεπίδραση τάξης και χάους, γεωμετρίας και φύσης, κανονικότητας και απροσδιοριστίας, ότι καμιά ιδέα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη.
Με καταγωγή από Κωνσταντινοπολίτες εμπόρους αλεύρων, ο Νάκης Παναγιωτίδης είναι βέρος Κυψελιώτης, γεννημένος στη γειτονιά που ήταν τότε καλλιτεχνικό στέκι και τόπος κατοικίας πολλών ηθοποιών και τραγουδιστών, οι οποίοι, χάρη στον μποέμ πατέρα του, βρίσκονταν συχνά στο σπίτι τους. «Θυμάμαι τον Μαρούδα, τον Ορέστη Μακρή», λέει, «αλλά περισσότερο από όλα θυμάμαι τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Είχε γύρω στους εικοσιπέντε “σινεμάδες”, όπως τους λέγαμε, σε μια ακτίνα ενός χιλιομέτρου.
Έχω δει ολόκληρο έργο από την κλειδαρότρυπα του Αττικόν», θυμάται. Παθιασμένος ως έφηβος με τον αθλητισμό και το θέατρο, αγάπη που του εμφύσησε ο αδελφός του, γοητευόταν από τα παρασκήνια, τα σπετσάτα με τα ζωγραφισμένα σκηνικά, και αυτή η αγάπη ίσως να αποτελεί και μια πρώτη βάση της δουλειάς του, τη μεταμόρφωση των ευτελών υλικών σε καλλιτεχνικά έργα.
Αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Τορίνο «γιατί είχα ακούσει ότι εκεί η σχολή είχε τμήμα σχεδιασμού αυτοκινήτου. Με το που έφτασα βρήκα έναν άλλο κόσμο». Εκεί συνδέθηκε με τη σκηνή των νέων καλλιτεχνών, έγινε φίλος με τον αρχιτέκτονα, ζωγράφο και σκηνογράφο Egisto Volterrani και τον γλύπτη και ζωγράφο Mario Molinari, τους οποίους θεωρεί μέντορές του, και στη θρυλική πρωτοποριακή γκαλερί Christian Stein γνώρισε τους καλλιτέχνες της arte povera.
«Το να είσαι ένας απελευθερωμένος άνθρωπος και να κατατάσσεσαι μέσα σε κινήματα καλλιτεχνικά υπήρχε πάντα μέσα μου. Έμενε να το ανακαλύψω. Η ζωή στην Ιταλία ήταν και εύκολη και δύσκολη οικονομικά. Κάνοντας μια ανασκόπηση, δεν θα την άλλαζα, τη θεωρώ καλή και γόνιμη. Εκεί κατάλαβα ότι και η αρχιτεκτονική είναι τέχνη. Έπρεπε να πάρω αποφάσεις, το σπίτι μου πίεζε να βρω μια δουλειά. Δυσκολεύτηκα, αλλά κατάλαβα ότι, με τις αντιλήψεις που είχα, ως αρχιτέκτονας δεν θα έκανα τίποτα».
Έτσι, βρέθηκε στη Ρώμη, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, να σπουδάζει θέατρο και κινηματογράφο, αλλά έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στο Τορίνο. «Στη Ρώμη η ζωή ήταν πιο δύσκολη, έτσι επέστρεψα για να συνεχίσω την αρχιτεκτονική και πήρα ένα ατελιέ από τον Volterrani, που ήταν τότε διευθυντής στο Teatro Stabile στο Τορίνο. Ξέχασα όλα τα άλλα και άρχισα να κάνω τέχνη».
Όταν τον ρωτώ αν θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο, μου λέει μια ωραία έκφραση των Ιταλών: «Το métier δεν το μαθαίνεις, το κλέβεις». «Έτσι λειτουργούσαν και στον μεσαίωνα οι καλλιτέχνες», λέει. «Δεν κόπιαραν τους μαέστρους, τους έκλεβαν και έτσι προχωρούσαν. Έτσι, όταν αγόρασαν το πρώτο μου έργο, σκέφτηκα “αξίζω”. Μου τόνωσε το ηθικό και τον ενθουσιασμό μου αυτή η αγορά».
Σε ένα περιβάλλον στο οποίο ανθούσαν πολλές τάσεις και με διάχυτες τις επιρροές γύρω του, ο Νάκης Παναγιωτίδης αποφάσισε να ασχοληθεί και να εκθέσει έργα ακραίου μινιμαλισμού. «Μου άρεσε ο μινιμαλισμός, αλλά, όπως λέει ο Φρανσουά Λιοτάρ, “ο καλλιτέχνης δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει την παιδική, ίσως και τη βρεφική του ηλικία”. Έτσι κι εγώ επέστρεφα με έναν τρόπο στην αρχιτεκτονική. Αν και είχα πολύ καλές κριτικές και καλές πωλήσεις, σε δυο χρόνια είχα βαρεθεί».
Η ανατροπή είναι μια θέση που είναι πανταχού παρούσα στο έργο του. Ο νεαρός Παναγιωτίδης −που μου λέει ότι είχε γνωρίσει τον Παζολίνι και μάλιστα έπαιξε ποδόσφαιρο με την ομάδα του στη Ρώμη−, με πνεύμα επαναστατικό, αναρχικό, στεκόταν ειρωνικά και με χιούμορ απέναντι στους αυστηρούς κανόνες και την κατηγοριοποίηση της τέχνης, απεχθανόταν τη βία και την τρομοκρατία −ήταν η εποχή της δράσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία− και αναζητούσε νέους τρόπους έκφρασης.
Εκείνη την εποχή αποφασίζει να οργανώσει μια εκδρομή για Έλληνες φοιτητές στη Βέρνη, προκειμένου να επισκεφθούν τον τάφο του Ρώσου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν στο νεκροταφείο Μπρέμγκαρτεν. «Πήγα στη Βέρνη, μόνος μου τελικά, στην Ελβετία δεν κάνουμε επανάσταση, την προετοιμάζουμε», λέει γελώντας. Εκεί γνώρισε την Ελβετίδα γυναίκα του, αλλά είδε και την έκθεση του Harald Szeemann, που θυμάται ότι του έκοψε την ανάσα. «Εγκαταστάθηκα στη Βέρνη και άρχισα να ψάχνομαι. Κανένας δεν ξέρει πώς γεννιούνται οι ιδέες, και αφού ψάχτηκα για μια διετία, άρχισα να καταπιάνομαι με διάφορα υλικά, ό,τι έβρισκα μπροστά μου».
Όταν του επισημαίνω την επιρροή της arte povera στο έργο του, μου εξηγεί ότι η καταγωγή του όρου, που πιστώνεται στον Γκερμάνο Τσελάν, προέρχεται από το «φτωχό θέατρο» του Πολωνού σκηνοθέτη και εκ των θεμελιωτών του σύγχρονου θεάτρου Γιέρζι Γκροτόφσκι. «Στην περίπτωσή μου υπήρχε πάντα το εξής “πρόβλημα”: δεν ήθελα και δεν με ενδιέφερε και δεν με ενδιαφέρει μέχρι σήμερα να ενταχθώ πουθενά. Είμαι ελευθεριακός και επαναστατικός και δεν θέλω να καθορίζομαι από την προηγούμενη δουλειά μου. Εν μέρει το έχω καταφέρει».
Άρχισε να πειραματίζεται με τα υλικά, με πρώτο το πισσόχαρτο, που τον συνάρπασε όταν το δούλευε. Σαν ρακοσυλλέκτης, μάζευε ό,τι μπορούσε και το χρησιμοποιούσε.
«Δεν υπάρχει υλικό για πέταμα, τα σέβομαι όλα. Και είναι ένα χρέος μου καλλιτεχνικό να τα εξευγενίζω. Όπως και το ενδιαφέρον μου, για παράδειγμα, για τους ελληνικούς μύθους, για την επικούρεια φιλοσοφία, που είναι μέχρι σήμερα διαρκές, ήταν κάτι που συνδέθηκε και με τη γενιά μου, τους χίπις της εποχής μου. Η μυθολογία με ενδιέφερε για τις αναφορές της, δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτούς τους μύθους. Τους βλέπεις όταν πας στο Άργος, στις Μυκήνες, είναι μέρος της πολιτισμικής μου καταγωγής, συνδέονταν με τον λόγο και για μένα ο μύθος δεν σημαίνει παλιό, αλλά είναι αναφορά στο μέλλον μας».
Η Βέρνη εκείνη την περίοδο αποτελούσε κέντρο της διεθνούς σύγχρονης τέχνης. Εκεί γνωρίζεται και με τη Meret Oppenheim, που γίνεται θερμή υποστηρίκτρια της τέχνης του. Κάνει εκθέσεις σε γκαλερί, ενώ αρχίζει να κάνει τις πρώτες του φωτογραφικές εγκαταστάσεις με νέον, θέλοντας να δώσει πνοή στη φωτογραφική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Αφού βρίσκει ένα μεγάλο ατελιέ, αρχίζει να δημιουργεί τα μεγάλα του έργα, που τα δείχνει στην Αμερική και στην πρώτη του έκθεση στο Μουσείο της Βέρνης. Χτίζει ένα εικαστικό σύμπαν που καθορίζεται από αντιθέσεις.
Σύμβολα της πολιτικής και της καταναλωτικής κοινωνίας του 20ού αιώνα μεταβάλλονται σε άλλα αντικείμενα και μορφές, φιγούρες τυλιγμένες σε μπούρκες, ένα μαύρο πουκάμισο, μια σκηνή δρόμου στο Ιράν, οι Μαύροι Πάνθηρες των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό, οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» του Πικάσο μεταφέρονται στη δική του γλώσσα, σε ένα αναστοχαστικό επίπεδο σύνδεσης πολιτικοκοινωνικών γεγονότων και εμβληματικών έργων τέχνης. Οι εικόνες γίνονται καλλιτεχνικό του κτήμα που προσφέρεται στον θεατή με δύναμη, για να τον κάνει να συγκινηθεί ή να αναστοχαστεί απέναντι στο οπτικό μήνυμα.
Όταν τον ρωτώ για τη σχέση του με τον χρόνο, μου λέει «τώρα περνάει πολύ ωραία, ο χρόνος ο δικός μας δεν ανήκει σε άλλους, ευτυχώς. Εγώ έχω ζήσει τη ζωή, έχω χάσει φίλους, έχω δει μεγάλους καλλιτέχνες να μένουν στην ψάθα, καλλιτέχνες να αυτοκτονούν. Η ηλικία μας είναι στα χαρτιά, το πνεύμα δεν έχει ηλικία. Ο χρόνος έχει σχέση και με όσα βιώνουμε, με την πολιτική κατάσταση στον κόσμο, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε εμείς οι καλλιτέχνες. Ο χρόνος μού έμαθε πολλά, με έκανε να καταλάβω ότι για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι πρώτα άνθρωπος. Αυτό είναι το παν. Έτσι ήταν ο Γιόζεφ Μπόις, ο Μάριο Μερτζ κι ας μη το έδειχνε, ο Μολινάρι. Επειδή με ενδιέφερε αυτό πρωτίστως, ήρθα σε ρήξη με γκαλερίστες. Είπα “τέλος οι γκαλερί”, επειδή δεν μπορούσα αυτό το παζάρι με το χρήμα, αλλά και για έναν άλλο λόγο. Ότι θεωρούν “κοινό” τους αυτούς που αγοράζουν.
Στους άλλους, στο αληθινό κοινό που βλέπει έργα τέχνης και αισθάνεται κάτι πέρα από την καθημερινότητά του, δεν δίνουν καμιά σημασία. Κι εγώ δεν ήθελα να είμαι μέρος αυτής της ιστορίας. Κάνω τη δουλειά μου, τα έργα μου “για να κάνω το πέρασμα του χρόνου πιο ευχάριστο”, όπως έλεγε ο Μπόρχες. Αριστουργήματα δεν υπάρχουν, υπάρχουν καλά και κακά έργα, αριστουργήματα έφτιαξε ίσως μόνο ο Καραβάτζιο.
Οπότε για μένα η ομορφιά δεν υπακούει στον κανόνα της τελειότητας, έχει και είναι κάτι άλλο, κάτι που βλέπεις με την άκρη του ματιού. Νιώθω ότι είμαι παντού ξένος −σαν τον τίτλο της φετινής Μπιενάλε−, αλλά έχει και προνόμια αυτό το συναίσθημα, κεραίες που απλώνονται και δεν γνωρίζουν σύνορα». Για τον Νάκη Παναγιωτίδη μετράει περισσότερο η στάση απέναντι στα πράγματα και όχι η εμβληματική «υπογραφή» του δεξιοτέχνη καλλιτέχνη.
Πριν τον αποχαιρετήσω, ενώ περιηγούμαστε ανάμεσα στα έργα του, με φιλοδωρεί με μια ιστορία για ένα εξώφυλλο της ελληνικής δισκογραφίας που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Ήταν φίλος με τον Διονύση Σαββόπουλο και προσφέρθηκε να κάνει το εξώφυλλο για την «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Αντί για σχέδιο, παρουσίασε μια readymade κατασκευή, αντί για ένα ζωγραφικό έργο με θέμα τους Τσιγγάνους δημιούργησε μια διπλή οδοντοστοιχία, βιδωμένη σε ένα βάθρο, ψεκασμένη με χρυσό μπρούντζο, που παραπέμπει στην καταστολή του λόγου και τη λογοκρισία. Παρουσιάζοντάς τη ως λαμπρό έργο τέχνης έκανε και ένα πολιτικό σχόλιο για το πολιτιστικό κοινό που είχε επιστρέψει μετά τη δικτατορία στην κανονικότητα, ότι «ακόμη και όσοι θα μπορούσαν να έχουν μιλήσει είχαν σφίξει τα δόντια».
Στην έκθεση παρουσιάζονται 45 έργα και συμπεριλαμβάνονται και αυτά της πιο πρόσφατης φάσης της δουλειάς του, εικόνες-κείμενα που δίνουν τροφή για σκέψη και έργα που έγιναν στη διάρκεια της πανδημίας, τοπία και εσωτερικοί χώροι φωτεινοί χωρίς εξωτερικό φωτισμό. Ο Νάκης Παναγιωτίδης εξακολουθεί να πλάθει έναν κόσμο όπου κανένα έργο τέχνης δεν μπορείς να το δεις από μία και μόνο συγκεκριμένη οπτική γωνία. Μας ζητά να μετακινηθούμε έστω και ανεπαίσθητα για να το νιώσουμε ακόμα και με κλειστά τα μάτια.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση «Shut your Eyes and See» εδώ.