Μια νεαρή εικαστικός, μέσα από τις αποχρώσεις του κίτρινου και του ροζ δυο μεγάλων πινάκων στην γκαλερί Callirrhoë φτιάχνει συναισθηματικές άγκυρες για να αφηγηθεί τη σύνδεση και την οικογενειακή της ιστορία. Η σειρά έργων που έχει παρουσιάσει ήδη με τίτλο «Illusion of a home, as a memory» αναφέρεται στις οικογενειακές αναμνήσεις από το εστιατόριο που διατηρούσε η οικογένειά της στις ΗΠΑ, κάτι στο οποίο δίνει νέα διάσταση με τη νέα της έκθεση «Sunday Afternoon».
Η 32χρονη Ελληνοαμερικανίδα Νικόλ Οικονομίδου διερευνά στο έργο της ζητήματα μνήμης, μετανάστευσης και ταυτότητας, ξεπερνώντας το προσωπικό επίπεδο και αγγίζοντας πανανθρώπινα θέματα. Με αυτόν τον τρόπο προκαλεί το αίσθημα της λαχτάρας αλλά και την ανάμνηση, προσκαλώντας τους επισκέπτες να στοχαστούν πάνω σε αυτά τα θέματα.
Η Νικόλ γεννήθηκε στο Μανχάταν και όταν ήταν 9 ετών η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα. Έκανε προπτυχιακές σπουδές στη Σχολή Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης στα Γιάννενα και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να συνεχίσει με μεταπτυχιακές σπουδές στο Parsons. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την πανδημία, έχοντας βιώσει την έντονη αποξένωση αυτής της περιόδου στη Νέα Υόρκη.
«Σκοπός μου δεν είναι να προκαλέσω απλώς νοσταλγία για τις όμορφες οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος. Αντιθέτως, χρησιμοποιώ τις εικόνες αυτές για να θέσω ουσιαστικά ερωτήματα γύρω από το πώς διαχειριζόμαστε τη μνήμη και πώς αυτή επηρεάζει την αντίληψή μας για το παρόν και το μέλλον».
Η ιστορία της με τη ζωγραφική ξεκινά από το δημοτικό, όταν η Ms. Mata, η δασκάλα των καλλιτεχνικών, έστειλε μια ζωγραφιά της σε έναν διαγωνισμό στην Ιαπωνία που κέρδισε το βραβείο. «Έτσι, μαζί με τα άλλα επαγγέλματα που ονειρεύονταν όλα τα παιδιά, εγώ ήθελα να γίνω και ζωγράφος», λέει. Στη σχολή κατάλαβε ότι η τέχνη ήταν κάτι πολύ βαθύ που τη βοηθούσε να ανακαλύψει και να κατανοήσει ένα κομμάτι του εαυτού της. «Το να μάθω να ζωγραφίζω δεν άλλαξε μόνο τον τρόπο που δημιουργώ αλλά και τον τρόπο που σκέφτομαι. Μου έδωσε έναν τρόπο να βλέπω τον κόσμο πολυδιάστατα και με βοήθησε να προσεγγίζω τις ιδέες και τις προκλήσεις με μια νέα προοπτική, η οποία συνεχίζει να διαμορφώνει τη δουλειά μου».
Στο Μουσείο Pompidou είδε για πρώτη φορά πίνακα του Cy Twombly. «Θυμάμαι να κάθομαι μπροστά του και να τον κοιτάζω για τουλάχιστον μισή ώρα, να φαντάζομαι τις κινήσεις του πινέλου. Ήταν μια κομβική στιγμή για τη σχέση μου την πρακτική μου», λέει. «Τα έργα μου ξεκινούν από μια ζωγραφική αντίληψη. Είναι μια συνεχής εξερεύνηση της μνήμης, της μετανάστευσης και της ταυτότητας, πώς αυτά τα θέματα διασταυρώνονται τόσο σε προσωπικό όσο και σε καθολικό επίπεδο. Μέσα από την ενσωμάτωση φωτογραφιών και σημειωτικών στοιχείων διερευνώ έννοιες όπως η νοσταλγία, το ανήκειν και η ρευστότητα της ταυτότητας. Η δουλειά μου εκφράζει την προσωπική αναζήτηση για νοήματα και συναισθήματα που διαρκώς εξελίσσονται και προσαρμόζονται σε μια συνεχιζόμενη διαδικασία ανακάλυψης».
Στο έργο της έρχονται στο προσκήνιο έννοιες όπως η νοσταλγία, η μνήμη, οι εικόνες και τα οικογενειακά αρχεία. Τις σκέψεις της αποτυπώνει ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Lucy Lippard, «The lure of the local»: «Το σπίτι αλλάζει. Οι ψευδαισθήσεις αλλάζουν. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Ο χρόνος προχωρά. Ένα μέρος μπορεί να κατοικείται περισσότερο από φαντάσματα παρά από πραγματικούς κατοίκους. Το δέλεαρ του ντόπιου δεν αφορά πάντα το σπίτι ως εκφραστικό μέρος, τόπο καταγωγής και επιστροφής. (…) Αν ένας τόπος ορίζεται από τη μνήμη, αλλά κανείς δεν μένει να φέρει αυτές τις αναμνήσεις στην επιφάνεια, τι συμβαίνει; Είναι ένας μη-τόπος ή μόνο ένα τοπίο;».
Το πολύ προσωπικό οικογενειακό αρχείο από το οποίο εμπνέεται το ανακάλυψε σε μια μετακόμιση. Εκεί βρήκε φωτογραφίες που η γιαγιά της έστελνε από την Αμερική στους συγγενείς της στην Ελλάδα. Αν και η ίδια δεν εμφανίζεται σε καμία από αυτές, το συναίσθημα που της προκάλεσαν ήταν εκείνο μιας οικείας αλλά και γλυκόπικρης λησμονιάς. «Αυτές οι φωτογραφίες πέρασαν τον Ατλαντικό, κουβαλώντας μαζί τους ένα κομμάτι του σπιτιού που είχε πλέον μετατοπιστεί. Ενώ συνεχίζω να αναζητώ πού ανήκω, αυτές οι εικόνες παραμένουν στο εργαστήριό μου, με προσκαλούν να τις παρατηρώ και να τις επεξεργάζομαι. Σαν να προσπαθούν να μου ψιθυρίσουν την ιστορία που κουβαλούν», λέει.
Από το προσωπικό βίωμα οδηγείται στο καθολικό. Εξηγεί ότι «οι άνθρωποι συχνά αναρωτιούνται: ποιος είμαι, πώς βρέθηκα εδώ, πώς συνδέομαι με το παρελθόν; Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν τον πυρήνα της αναζήτησης της ταυτότητας. Στη σειρά “Mother Tongue” έχω ζωγραφίσει σε μεγάλους καμβάδες το πίσω μέρος των φωτογραφιών της γιαγιάς μου, στις οποίες έγραφε αφιερώσεις για συγγενείς στην Ελλάδα. Σκοπός μου δεν είναι να προκαλέσω απλώς νοσταλγία για τις όμορφες οικογενειακές στιγμές του παρελθόντος. Αντιθέτως, χρησιμοποιώ τις εικόνες αυτές για να θέσω ουσιαστικά ερωτήματα γύρω από το πώς διαχειριζόμαστε τη μνήμη και πώς αυτή επηρεάζει την αντίληψή μας για το παρόν και το μέλλον. Είτε μεταναστεύουμε είτε όχι, όλοι μας κάποια στιγμή ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απουσία και το αίσθημα του ανήκειν. Η Ελλάδα, με τη διπλή της φύση ως χώρα εξόδου και υποδοχής, προσφέρει έναν συναρπαστικό καμβά για την εξερεύνηση αυτών των ζητημάτων. Οι φωτογραφίες που με ενέπνευσαν απεικονίζουν την οικογένειά μου, όμως τα πρόσωπα που διακρίνονται σε αυτές θα μπορούσαν να είναι η οικογένεια οποιουδήποτε από εμάς, γι’ αυτό και λειτουργούν ως πανανθρώπινα σύμβολα».
Στη νέα της σειρά έργων δείχνει την άλλη πλευρά της φωτογραφίας με έναν πιο ονειρικό τρόπο. Οι φιγούρες δρουν σαν «φαντάσματα» αναμνήσεων, άλλοτε χάνονται στο χρώμα και άλλοτε εκρήγνυνται μέσα από αυτό, σαν να έχουν περάσει από το φίλτρο των ονείρων. Όσο ζωγραφίζει, ισορροπεί μεταξύ αυτού που βλέπει και αυτού που θυμάται – ένα παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και συναισθήματος.
Για τη Νικόλ Οικονομίδου η νοσταλγία είναι ένα λεπτό ζήτημα, γιατί τείνει να ωραιοποιεί τα πράγματα και η ζωγραφική μπορεί εύκολα να πέσει στην ίδια παγίδα. Για εκείνη, η πιο σωστή λέξη για να περιγράψει αυτή την ψευδεπίγραφη πραγματικότητα είναι η εξιδανίκευση. «Όταν απομακρύνεσαι από έναν τόπο, αυτός χάνει τις απειλές του και μοιάζει πιο όμορφος. Η πατρίδα μετατρέπεται σε μια έννοια ζεστή, σαν το σπίτι, γιατί υπάρχει στη μνήμη μας όπως ακριβώς θέλουμε να τη βλέπουμε. Όμως, εμένα δεν μου αρκεί αυτό. Η διπλή ταυτότητα που προσπαθώ να αποτυπώσω στη δουλειά μου δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένη. Είναι πάντα μισή-μισή. Υπάρχει πάντα ένα κομμάτι που βρίσκεται αλλού και πρέπει να το αναζητήσεις, θυσιάζοντας παράλληλα κάτι άλλο. Μέσα από τη ζωγραφική, για παράδειγμα, αντιγράφοντας (ή “πλαστογραφώντας”) τα γράμματα της γιαγιάς μου, προσπαθώ να αλλάξω ταυτότητα. Η δουλειά μου είναι μια διαρκής μετατόπιση, όχι μόνο χωρική και χρονική αλλά και ψυχική. Ο στόχος μου δεν είναι απλώς να αποτυπώσω μνήμες αλλά να τις εξερευνήσω, να τις αμφισβητήσω και τελικά να φέρω τον θεατή σε επαφή με τις δικές του ερωτήσεις για τη μνήμη, την ταυτότητα και το ανήκειν», λέει.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ.