Αναζητώντας την Ντόρα Κάρινγκτον, μια προσωπικότητα της τέχνης πολύ λιγότερο γνωστή από τη συνεπώνυμή της Λεονόρα Κάρινγκτον, αρχίζεις να ανακαλύπτεις τη συναρπαστική της ιστορία, που σχετίζεται στενά με την ιστορία του βρετανικού μοντερνισμού. Η αξία των έργων της είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς η αφήγηση της λαμπερής ζωής της είναι σαφώς πιο εντυπωσιακή. Διάσημοι, φίλοι, μια αβανγκάρντ ερωτική ζωή έχουν επισκιάσει εδώ και δεκαετίες τη δουλειά της, την οποία επιχειρεί να φέρει στο φως μια έκθεση στο Pallant House Gallery, στο Chichester. Η Κάρινγκτον, όπως ήθελε να την αποκαλούν, γιατί σιχαινόταν το μικρό της όνομα, το έβρισκε «χυδαίο και συναισθηματικό», αν και δεν ήταν μέλος του στενού κύκλου του Μπλούμσμπερι, έζησε με ενθουσιασμό μέσα στο μαγνητικό χάος όσων πρέσβευαν τα μέλη του και ενστερνίστηκε με πάθος τις πρωτοποριακές για την εποχή τους ιδέες της ομάδας.
Ζωγράφος και καλλιτέχνιδα των διακοσμητικών τεχνών από την εποχή που ήταν φοιτήτρια, σπάνια εξέθετε και δεν υπέγραφε το έργο της. Αυτό που καθόρισε τη ζωή της ήταν ο έρωτάς της με τον Λίτον Στράσεϊ, που τον γνώρισε στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια είχαν μια ισχυρή αλλά πλατωνική σχέση μέχρι τον θάνατό του.
Η Ντόρα Κάρινγκτον γεννήθηκε στο Hereford της Αγγλίας. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος ενώ η μητέρα της καταγόταν από επιφανή οικογένεια γαιοκτημόνων. Η οικογένεια ήταν αυστηρή και συντηρητική και συχνά το μικρό κορίτσι έβρισκε παρηγοριά στην τέχνη του. Ήταν δημιουργική και ευαίσθητη, με ζωηρή φαντασία που εκφραζόταν μέσα από το σχέδιο και τη ζωγραφική. Ωστόσο, τα παιδικά της χρόνια σφραγίστηκαν από το άγχος και την κατάθλιψη, που θα τη συνόδευαν και στη μετέπειτα ζωή της.
Η Κάρινγκτον ξεκίνησε τη ζωγραφική της καριέρα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και εξέθεσε τα έργα της στο London Group, όπου κέρδισε την αναγνώριση για το ξεχωριστό στυλ και το εκφραστικό της βάθος. Ωστόσο, ως γυναίκα, ήταν δύσκολο να τη λάβει σοβαρά υπόψη ο ανδροκρατούμενος κόσμος της τέχνης.
Φοίτησε σε σχολή θηλέων που έδινε έμφαση στις τέχνες και οι γονείς της από τα 13 της την ωθούσαν να ακολουθήσει την κλίση της στο σχέδιο, πληρώνοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Κέρδισε μια σειρά από βραβεία στους εθνικούς σχολικούς διαγωνισμούς που διοργάνωσε η Royal Drawing Society. Στα 17 της κέρδισε μια πολυπόθητη υποτροφία στο διάσημο Slade School of Art στο Λονδίνο, όπου σπούδασε υπό την καθοδήγηση των Χένρι Τονκς και Φρεντ Μπράουν. Για τέσσερα χρόνια, η Κάρινγκτον ανέπτυξε τις δεξιότητές της και ένα μοναδικό καλλιτεχνικό στυλ, αλλά την ακολουθούσε πάντα το αίσθημα της αποξένωσης.
Στο Slade, αφού εγκατέλειψε το μικρό της όνομα, υιοθέτησε επίσης ένα ανδρόγυνο λουκ με κοντά μαλλιά που την έκανε να ξεχωρίζει από το γυναικείο ιδανικό της εποχής, πολύ πριν τα χαρακτηριστικά αυτά γίνουν της μόδας.
Η εμφάνισή της ήταν μια τολμηρή πρόκληση ενάντια στις προσδοκίες της εποχής της για το φύλο της και έδειχνε να αψηφά τους κοινωνικούς κανόνες που ίσχυαν για τις γυναίκες. Διέπρεψε ως φοιτήτρια στο διάσημο ίδρυμα και κέρδισε πολλά βραβεία, παρά τις ακαδημαϊκές παραδόσεις που περιθωριοποιούσαν δουλειές όπως η δική της. Όλοι όσοι τη γνώρισαν εκείνη την περίοδο ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Συμφοιτητής της ήταν και ο Πολ Νας, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες τοπίου του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, που ο αδελφός του ήλπιζε να παντρευτεί την Κάρινγκτον. Όμως εκείνη είχε ήδη γνωρίσει τον ζωγράφο Μαρκ Γκέρτλερ που έμελλε να έχει βαθιά επίδραση στη ζωή της.
Η σχέση τους ήταν η πρώτη από πολλές ταραχώδεις φιλίες και έρωτες που θα είχε η Κάρινγκτον. Ενώ απολάμβανε τη συντροφιά του και μάλιστα είχε ένα σύντομο ειδύλλιο μαζί του, αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την κοινωνική προσδοκία ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι υποταγμένες στους άνδρες.
Η Κάρινγκτον ξεκίνησε τη ζωγραφική της καριέρα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και εξέθεσε τα έργα της στο London Group, όπου κέρδισε την αναγνώριση για το ξεχωριστό στυλ και το εκφραστικό της βάθος. Ωστόσο, ως γυναίκα, ήταν δύσκολο να τη λάβει σοβαρά υπόψη ο ανδροκρατούμενος κόσμος της τέχνης. Επέμεινε και συνέχισε να δημιουργεί, εξερευνώντας νέες τεχνικές, όπως η τοιχογραφία, και ζωγράφισε τρεις μεγάλες τοιχογραφίες για μια βιβλιοθήκη στο Ashridge in the Chilterns.
Μετά την αποφοίτησή της από το Slade, αν και δεν είχε χρήματα, έμεινε στο Λονδίνο, ζώντας σε ένα μικρό στούντιο στο Σόχο, ενώ οι πίνακές της συμπεριλήφθηκαν σε μια σειρά από ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ άλλων και στο New English Art Club. Τότε αποφάσισε να σταματήσει να υπογράφει και να χρονολογεί το έργο της.
Το 1911 ζωγράφισε ένα πορτρέτο του Γκέρτλερ που σηματοδότησε την αρχή της σχέσης της με τον κύκλο του Μπλούμσμπερι, καθώς ο Γκέρτλερ τη σύστησε σε αρκετά από τα μέλη του. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις γνώρισε τον διάσημο συγγραφέα Λίτον Στράσεϊ. Παρά το γεγονός ότι ο Στράσεϊ ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, οι δυο τους έγιναν στενοί φίλοι και συμφώνησαν να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον σε όλη τους τη ζωή.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα της Κάρινγκτον είναι το «Πορτρέτο του Λίτον Στράσεϊ» στο οποίο αποτύπωσε μοναδικά την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του. Φιλοτέχνησε το έργο λίγο πριν αρχίσουν να ζουν μαζί σε έναν γραφικό μύλο κοντά στο Tidmarsh Mill στο Panbourne του Berkshire. Την ίδια χρονιά, δημιούργησε επίσης ξυλογραφίες για το βιβλίο του Λέοναρντ και της Βιρτζίνια Γουλφ «Two Stories», που εκδόθηκε από την Hogarth Press. Η κληρονομιά που πήρε μετά τον θάνατο του πατέρα της τής έδωσε μια αίσθηση ανεξαρτησίας και την επιλογή να ζωγραφίζει όσο και όποτε θέλει.
Το 1918 ο δρόμος της διασταυρώθηκε με τον Ραλφ Πάτριτζ, έναν γνωστό του αδελφού της από την Οξφόρδη, βοηθό του Λέοναρντ Γουλφ στις εκδόσεις Hogarth Press. Κάρινγκτον, Στράσεϊ και Πάτριτζ αποτέλεσαν ένα ερωτικό τρίο, με τον Πάτριτζ να καταλαβαίνει ότι η Κάρινγκτον δεν θα άφηνε ποτέ τον Στράσεϊ. Η σχέση τους ήταν περίπλοκη και αντισυμβατική και το 1921 η Κάρινγκτον αποφάσισε να τον παντρευτεί για να συνεχιστεί αυτό το ménage à trois. Μάλιστα, τον γάμο τον πλήρωσε ο Στράσεϊ, που τους συνόδευσε και στο ταξίδι του μέλιτος στη Βενετία.
Η κατάσταση δεν άργησε να γίνει ακόμα πιο περίπλοκη, με την Κάρινγκτον να ξεκινά εξωσυζυγικές σχέσεις με άντρες, λίγο εκδικητικά, λίγο για να δείξει τη δυσφορία της, με πρώτο τον αξιωματικό του στρατού Τζέραλντ Μπρέναν που ζούσε στην Ισπανία. Δυο έργα της, το πορτρέτο του και η ελαιογραφία «Mountain Range» στο Yegen της Ανδαλουσίας το 1924, είναι εμπνευσμένα από τον χρόνο που πέρασε μαζί του στην Ισπανία.
Το 1923 γνώρισε την Ενριέτα Μπίνγκαμ, κόρη του Αμερικανού πρέσβη. Έγιναν ερωμένες πολύ γρήγορα και η Κάρινγκτον άρχισε να αυτοπροσδιορίζεται ως λεσβία. Εξέφρασε τα συναισθήματά της μέσω της τέχνης, δημιουργώντας ένα σχέδιο της Ενριέτα με στυλό και μελάνι, που ήταν το πρώτο της ερωτικό σχέδιο γυναίκας. Η σχέση μεταξύ της Κάρινγκτον, της Ενριέτα και του Στράσεϊ εξελίχθηκε σε ένα ακόμη πολύπλοκο ménage à trois.
Το 1924, ο Στράσεϊ και ο Πάτριτζ απέκτησαν το Ham Spray House κοντά στο Hungerford στο Wiltshire. Η Κάρινγκτον πήγε να μείνει εκεί και οι τρεις τους έζησαν μαζί εκεί μέχρι το 1932. Η Κάρινγκτον έκανε τις δουλειές του σπιτιού, φρόντιζε τον Στράσεϊ και δημιουργούσε διακοσμητικά σχέδια.
Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι η Κάρινγκτον, η οποία επαναστάτησε ενάντια στους παραδοσιακούς ρόλους των γυναικών νωρίτερα στη ζωή της, αφοσιώθηκε στις οικιακές υποχρεώσεις και στη φροντίδα τoυ Στράσεϊ, θυσιάζοντας χρόνο από τις δικές της καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Το 1925, ο κύκλος γνωριμιών της Κάρινγκτον επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τη Τζούλια Στράσεϊ, ανιψιά του Λίτον και μυθιστοριογράφο. Η Τζούλια επισκεπτόταν συχνά το Ham Spray House και για λίγο έγινε ερωμένη της Κάρινγκτον παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη με τον Στίβεν Τόμλιν. Η Κάρινγκτον απαθανάτισε την Τζούλια σε μια ελαιογραφία με τίτλο «Πορτρέτο της Τζούλια Στράσεϊ» (1925) και σε ένα ερωτικό σχέδιο με μολύβι.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, η καλλιτεχνική καριέρα της Κάρινγκτον βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Το καλλιτεχνικό στυλ της εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και πειραματίστηκε με διαφορετικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των υφασμάτων και των κεραμικών. Παρά την αυξανόμενη επιτυχία της, συνέχισε να παλεύει με την ψυχική της υγεία και τις προσωπικές της σχέσεις. Η απομάκρυνση του Πάτριτζ, που άρχισε να ζει ανοιχτά στο Λονδίνο με μια άλλη γυναίκα, τη Φράνσις Μάρσαλ, την έκανε να νιώθει παραμελημένη και εγκαταλελειμμένη.
Οι απόπειρες που έκανε στη συνέχεια για άλλες σχέσεις, αν και την ανανέωναν, έπεσαν στο κενό, καθώς δεν ήθελε να αφήσει στον Στράσεϊ.
Τον Νοέμβριο του 1931, ο Στράσεϊ αρρώστησε βαριά, είτε με τυφοειδή πυρετό είτε από ελκώδη κολίτιδα, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στους κοντινούς του ανθρώπους. Καθώς η κατάστασή του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, η Κάρινγκτον, η οποία είχε παλέψει με κρίσεις κατάθλιψης, προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της με γκάζι στο γκαράζ στο Ham Spray. Ευτυχώς την έσωσε ο Πάτριτζ.
Ο Στράσεϊ ήταν ετοιμοθάνατος, όταν εξέφρασε μια επιθυμία του με μεγάλη λύπη, λέγοντας: «Πάντα ήθελα να παντρευτώ την Κάρινγκτον, και δεν το έκανα ποτέ». Όταν πέθανε, στις 21 Ιανουαρίου 1932, σε ηλικία 52 ετών, άφησε στην Κάρινγκτον το σημαντικό ποσό 10.000 λιρών.
Ο κόσμος της Κάρινγκτον γκρεμίστηκε με τον θάνατο αυτό και η κατάθλιψή της άρχισε να βαθαίνει κάθε μέρα. Φίλοι και αγαπημένα πρόσωπα μαζεύτηκαν γύρω της, προσπαθώντας να την απασχολήσουν και να της φτιάξουν τη διάθεση, αλλά το σκοτάδι φαινόταν να την έχει καταπιεί ολόκληρη. Δεν άργησε να φτάσει σε οριακό σημείο.
Απελπισμένη, δανείστηκε ένα όπλο από έναν γείτονα για να πυροβολήσει κουνέλια στον κήπο αλλά το χρησιμοποίησε για να αυτοκτονήσει στις 11 Μαρτίου 1932, λίγες εβδομάδες πριν από τα 39α γενέθλιά της.
Η Κάρινγκτον αμφέβαλλε για τις καλλιτεχνικές της ικανότητες και συχνά ένιωθε ότι η δουλειά της δεν ανταποκρίνεται σε υψηλά πρότυπα. Η τελειομανία και η αυτοκριτική της την οδήγησαν στο να υποτιμήσει τις δημιουργίες της. Παρ' όλα αυτά, έβαλε την καρδιά και την ψυχή της σε κάθε κομμάτι που δημιουργούσε, προσπαθώντας να επιτύχει ένα επίπεδο τελειότητας που πάντα φαινόταν απρόσιτο.
Ζωγράφισε τους ανθρώπους και τα μέρη που της έφερναν τη μεγαλύτερη χαρά και παρηγοριά. Τα έργα της περιλαμβάνουν το «The Mill at Tidmarsh» (1918), που αποτύπωσε την ειδυλλιακή ομορφιά του αγαπημένου της μύλου και της γύρω εξοχής. Ζωγράφισε επίσης πορτρέτα των πιο κοντινών της, συμπεριλαμβανομένου ενός πορτρέτου της Τζέιν Μαρία Γκραντ, της Λαίδης Στράσεϊ (1920) και της Άννι Στάιλς (1921), το καθένα ένα αριστούργημα συναισθηματικού βάθους και εκφραστικής δύναμης.
Η Κάρινγκτον σχεδίασε επίσης πλακάκια τζακιού, βιβλιοθήκες και επιγραφές πανδοχείων, όπως αυτή για τον Μαύρο Κύκνο (1917). Ανακάλυψε μάλιστα μια νέα τεχνική για μοτίβο σε δέρμα, επιδεικνύοντας το εξαιρετικό ταλέντο και την εφευρετικότητά της. Αλλά η μεγαλύτερη απόλαυσή της ήταν η δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων για τους φίλους της και για τα σπίτια που αγαπούσε, όπως το Tidmarsh και το Ham Spray. Ο τελευταίος της πίνακας ήταν ένα εκπληκτικό έργο trompe l'oeil στο μπροστινό μέρος του σπιτιού των γειτόνων της.
Μερικοί άνθρωποι στη ζωή της Κάρινγκτον υποτιμούσαν τη συνήθειά της να εικονογραφεί τις επιστολές της, απορρίπτοντάς τη ως επιπόλαιο χάσιμο χρόνου. Αλλά οι εικονογραφήσεις της ήταν μια μορφή τέχνης, όπως έγινε σαφές όταν οι επιστολές της δημοσιεύτηκαν τελικά το 1970.
Το ταλέντο της Κάρινγκτον δεν αναγνωρίστηκε πλήρως κατά τη διάρκεια της ζωής της. Δεν έκανε ποτέ ατομική έκθεση και η δουλειά της ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στο κοινό. Ωστόσο, δεκαετίες μετά τον τραγικό θάνατό της, ο αδερφός της, Νόελ, οργάνωσε την πρώτη μεγάλη έκθεση της δουλειάς της στις γκαλερί Upper Grosvenor στο Λονδίνο το 1970. Αυτή η έκθεση έδωσε τελικά την ευκαιρία στο κοινό να δει τους πίνακες, τα σχέδια και τα διακοσμητικά έργα της Κάρινγκτον και να εκτιμήσει το μοναδικό της στυλ και το συναισθηματικό της βάθος.
Την ευκαιρία να ανακαλύψει κάποιος το έργο της δίνει και αυτή η έκθεση τώρα στο Pallant House, Chichester, έως τις 27 Απριλίου 2025.