Ο Nicolas Hubesch ήρθε από το Παρίσι στην Αθήνα πριν από οκτώ χρόνια ως ερωτικός μετανάστης. Γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν Έλληνα και τον ακολούθησε εδώ· και παρέμεινε. «Γεννήθηκα σε ένα προάστιο του Παρισιού από Βέλγο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα», λέει. «Ζωγραφίζω από παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σκιτσάρω παντού και συνέχεια. Πήγα να φοιτήσω στο τμήμα εικονογράφησης της École des Arts Décoratifs στο Στρασβούργο, αλλά δεν τελείωσα τη σχολή –δεν τα έβρισκα με τα σχολεία γενικά– και επέστρεψα στο Παρίσι, όπου χάθηκα για εφτά χρόνια, κάνοντας περιστασιακές δουλειές, άσχετες με το σκίτσο, αλλά καλές ως εμπειρίες, που με βοήθησαν να καταλάβω τι δεν θέλω να κάνω. Ταυτόχρονα συνέχιζα να σκιτσάρω σκηνές του δρόμου σε τετράδια, τα οποία για καιρό δεν τα έδειχνα. Στη συνέχεια άρχισα να εργάζομαι στις εκδόσεις, έκανα σκίτσα για παιδικά βιβλία και κόμικς, αλλά δεν άφησα ποτέ το σχέδιο του δρόμου.
Στην Αθήνα είχαμε έρθει μία φορά οικογενειακώς για διακοπές, όταν ήμουν μικρός, αλλά αργότερα, λόγω του έρωτά μου, την επισκεπτόμουν αρκετά συχνά. Θυμάμαι, την πρώτη φορά που ήρθαμε μαζί ήταν καλοκαίρι. Μας φιλοξένησε ένας φίλος στα Πατήσια και για μένα ήταν όλα καινούργια, εξωτικά. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το στενό που έμενε, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, η ατμόσφαιρά του, το ότι είχε κόσμο ακόμα και τη νύχτα, παιδιά που έπαιζαν, ηλικιωμένους στα παγκάκια που επικοινωνούσαν, σκυλιά, γάτες... Οπότε κάποια στιγμή που έψαχνα σπίτι στο Παρίσι και δεν έβρισκα, αποφάσισα να έρθω εδώ».
Ζούσα πολύ καιρό σαν τουρίστας στην Αθήνα και ακόμα βλέπω πράγματα που είναι καινούργια για μένα και τα θαυμάζω. Όταν μπω σε ρουτίνα και σταματήσω να βλέπω κάτι που με εντυπωσιάζει, θα πάω αλλού.
Αυτή η αγάπη του Νικολά για την Αθήνα δεν ξεθώριασε ποτέ, εξακολουθεί να την βρίσκει το ίδιο εντυπωσιακή και εικαστικά ενδιαφέρουσα, γι’ αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να τη σκιτσάρει και να τη ζωγραφίζει σε πολύχρωμους πίνακες, αποκαλύπτοντας συνεχώς διαφορετικά σημεία που τον γοητεύουν, π.χ. τα προσφυγικά σπίτια της Καισαριανής, της Νίκαιας, της Αλεξάνδρας, ή άλλα σημεία που έγιναν ένα ολόκληρο πρότζεκτ με στόχο μια έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 2022.
— Μου είπες ότι ζωγραφίζεις στον δρόμο. Εννοείς μόνο σε χαρτί ή και πάνω σε κτίρια;
Έχω κάνει και street art στην Αθήνα. Τα προσπερνάω κάποιες φορές, αλλά δεν μου αρέσουν τόσο πολύ και δεν τα αναφέρω. Το πιο ωραίο ήταν η περιπέτεια, να πηγαίνεις νύχτα με τις μπογιές και να ζωγραφίζεις στα κρυφά, γρήγορα. Ήταν πολύ πιο εύκολο στο χαρτί. Κάποια στιγμή τα σκίτσα ξεκόλλησαν απ’ το χαρτί, όταν άρχισα να τα βάζω στα social media, και είδα ότι άρεσαν στον κόσμο. Κατάλαβα, επίσης, ότι στην Ελλάδα είχε ενδιαφέρον ο τρόπος που την έβλεπα, η όψη, ιδιαίτερα την Αθήνα, που τη θεωρούν άσχημη. Οι περισσότεροι βλέπουν το μπετόν και την αναρχία, αλλά εμένα μου άρεσαν όλα από την αρχή και αυτό που σκίτσαρα στα τετράδια το μετέφερα σε χαρτί με καλύτερο σκίτσο, πιο «φτιαγμένα».
— Είναι ελκυστική πόλη για έναν ζωγράφο η Αθήνα λόγω της ασχήμιας και της ακαταστασίας της; Βρίσκεις όμορφη την Ομόνοια π.χ.;
Όχι, η Ομόνοια δεν είναι πολύ όμορφη, αλλά σε φωτογραφίες έχω δει ότι κάποτε ήταν. Η Αθήνα δεν φτιάχτηκε για να είναι όμορφη, έπρεπε να χτιστεί γρήγορα μεγάλος αριθμός κτιρίων για να χωρέσουν οι εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες που πλάκωσαν κάποια στιγμή. Δεν ήταν πάντα ωραία κτίρια, αλλά οι άνθρωποι φρόντισαν να φτιάξουν όμορφες γωνιές, μπαλκόνια σαν κήπους με λουλουδάκια, διακοσμητικές λεπτομέρειες στα παράθυρα, στις πόρτες κ.λπ. – είναι η ομορφιά που έφτιαξαν οι ίδιοι οι Αθηναίοι. Και το μείγμα απ’ όλες τις αρχιτεκτονικές και όλες τις εποχές, από προσφυγικά, νεοκλασικά, μοντέρνα κτίρια, με ενδιαφέρει. Μου αρέσει το σύνολο, η εικόνα που βλέπεις από μακριά, που τα έχει όλα σε ένα στιγμιότυπο.
— Στην Αθήνα ήρθες με σκοπό να μείνεις μόνιμα;
Ήρθα με σκοπό να μείνω κάποια χρόνια, δεν ήξερα πόσο. Τώρα εδώ είναι η βάση μου και ένας σημαντικός λόγος είναι ότι είναι πιο φτηνά από το Παρίσι. Μπορεί να έχει ακριβύνει πολύ και η Αθήνα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το Παρίσι. Εκεί είναι τόσο ακριβά, που για να πληρώσεις το ενοίκιο, δεν σου μένει τίποτα.
— Πώς βιοπορίζεσαι;
Από τα παιδικά βιβλία που κάνω στη Γαλλία. Έχω εκδώσει πάνω από σαράντα βιβλία, από αυτά βγάζω λεφτά, και μου μένει χρόνος να κάνω κι άλλη δουλειά, τα σκίτσα στην Αθήνα. Είναι μια απίστευτη πολυτέλεια και ελευθερία.
— Με τι κριτήρια επιλέγεις ποια εικόνα θα ζωγραφίσεις;
Περπατάω πάρα πολύ στην πόλη, κάνω βόλτες συνέχεια και με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι γειτονιές, να μπαίνω στην ατμόσφαιρά τους. Κοιτάζω πολύ προσεκτικά και αν βρω αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, τα μικρά και τα μεγάλα κτίρια που μπλέκονται, τις λεπτομέρειες, περιμένω την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που περνάει κόσμος, για να δώσω την ατμόσφαιρά της. Περιμένω πάντα τις εικόνες να σχηματιστούν προτού τις ζωγραφίσω.
— Τις βγάζεις φωτογραφίες;
Ναι, τις φωτογραφίζω. Ζωγραφίζω και επί τόπου, αλλά προσθέτω άλλα στοιχεία από μνήμης. Τα σκίτσα που κάνω τελευταία είναι ανθρώπων που βλέπω στον δρόμο και δεν γίνεται να τους σκιτσάρω αμέσως, κρατάω την εικόνα τους στο μυαλό μου. Κοιτάζω κάθε μέρος που πάω ως τουρίστας. Όταν είσαι τουρίστας, πας σε ένα μέρος και προσέχεις τα πάντα, όταν μένεις πολλά χρόνια σε ένα μέρος καταλήγεις να μη βλέπεις τίποτα. Είχε έρθει μια ξένη φίλη μου στο Παγκράτι να με βρει πριν από λίγο καιρό και επειδή αργούσε την πήρα τηλέφωνο και μου είπε «κάθομαι λίγο στην πλατεία να δω», γιατί εντυπωσιάστηκε από το σκηνικό που έβλεπε, τους ανθρώπους, τα παιδιά, τις γιαγιάδες. Την είχε γοητεύσει η ελληνική ατμόσφαιρα.
— Σε ενδιαφέρει περισσότερο το τοπίο ή το πορτρέτο;
Και τα δύο. Το πορτρέτο με ενδιαφέρει πολύ, είχα ετοιμάσει έργα για μια έκθεση από φωτογραφίες της αστυνομίας, «mugshots» με πρόσωπα που είχαν συλληφθεί. Τα είχα ζωγραφίσει γιατί με ενδιέφεραν πάρα πολύ τα έντονα βλέμματα που είχαν κι αυτά που έδειχναν ότι ένιωθαν, κάτι πολύ συγκινητικό. Είχα κάνει πάρα πολλά τέτοια πορτρέτα, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν είχα δικαίωμα να τα εκθέσω και τα κατέστρεψα. Δεν συνέχισα το πρότζεκτ, αλλά γενικά τα πρόσωπα με τραβάνε, κάθε άνθρωπος στον δρόμο έχει κάτι πολύ μπανάλ και πολύ ιδιαίτερο ταυτόχρονα.
— Τι σου αρέσει πιο πολύ στην Αθήνα;
Οι απέραντες βόλτες που κάνω, το ότι υπάρχει πάντα κάποιο μέρος που δεν έχω πάει ακόμα. Μου αρέσει η πόλη, αλλά μου αρέσει και η τριγύρω φύση, να πηγαίνω στο βουνό. Μου αρέσει που τα μέγεθος των κτιρίων δεν είναι τεράστιο, δεν έχει πολύ ψηλές πολυκατοικίες, δεν χάνεσαι όπως στη Νέα Υόρκη π.χ. Μου αρέσουν τα χρώματα της Αθήνας. Γενικά, δεν είμαι πάρα πολύ του κέντρου. Τα κτίρια που έχουν χτίσει οι Βαυαροί στην Πανεπιστημίου τα βρίσκω πολύ κιτς σε σύγκριση με τα αρχαία πρωτότυπά τους. Μου αρέσει πιο πολύ η περιφέρεια, οι ήσυχες γειτονιές, τα σπιτάκια. Μου αρέσουν τα πάρκα πολύ, οι λόφοι, όπου υπάρχουν δέντρα, να ανεβαίνω στους λόφους που έχει ωραία θέα και μπορείς να αναπνέεις...
— Σου φαίνεται καλύτερη ή χειρότερη η Αθήνα από τότε που μένεις εδώ;
Δεν τη γνωρίζω τόσα χρόνια για να σου πω πόσο άλλαξε, αλλά θυμάμαι ότι το 2007-8 και πριν από την κρίση δεν ήταν και τόσο καλή η κατάσταση, οι μισθοί ήταν πάντα μικροί και υπήρχαν δυσκολίες. Σε αυτό δεν βλέπω και πολλή διαφορά, η εικόνα δεν έχει αλλάξει και τόσο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που ζεις – είναι χειρότερα τα πράγματα. Στις γειτονιές που πάω, στις Τζιτζιφιές, στην Κοκκινιά, μιλάω με τις γιαγιάδες στα μικρά σπιτάκια και αναφέρουν το παρελθόν με έναν τρόπο που με συγκινεί. Πέρα από τη φτώχεια και τη μιζέρια που σίγουρα υπήρχαν, γιατί ήταν πάντα φτωχοί άνθρωποι, λένε ότι ήταν ωραία η ζωή, «ήμασταν όλοι μαζί στην αυλή, παίζαμε μουσική, ήταν ο Τσιτσάνης και η Σωτηρία Μπέλου σε αυτή την ταβέρνα πιο κάτω», οπότε έχει σημασία το πώς βλέπεις τα πράγματα ακόμα και μέσα από δύσκολες καταστάσεις. Αυτό που με ενοχλούσε πάντα και με ενοχλεί ακόμα στην Αθήνα είναι τα αυτοκίνητα. Σε αυτό δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, γίνεται όλο και χειρότερο, είναι εφιάλτης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι που έχει τόση ζέστη και αυξάνεται η ρύπανση. Μένω σε δώμα και βλέπω την ατμόσφαιρα και κάποιες φορές ο ορίζοντας είναι καφέ. Με ενοχλεί αυτό και προσπαθώ, όταν περπατάω, να αποφεύγω τους τεράστιους δρόμους.
— Τι ετοιμάζεις τώρα;
Σκέφτομαι για διάφορα πρότζεκτ βιβλίων. Ένα απ’ αυτά θα είναι με σκίτσα από το Α’ Νεκροταφείο, ένα μέρος που λατρεύω, ένας πανέμορφος κήπος, μαγικός και ήρεμος, μέσα στην πόλη. Από την έκθεση προτιμώ το βιβλίο, το βρίσκω και λίγο πιο δημοκρατικό επειδή το αποκτάς πιο εύκολα και πιο φτηνά από ένα έργο. Επίσης, δεν είναι όλα τα έργα για να τα κρεμάσεις στον τοίχο. Μια εικόνα από το Α' Νεκροταφείο δεν ξέρω πόσο κατάλληλη είναι για ένα σαλόνι.
— Κάνεις και στην Ελλάδα εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων;
Όχι, μου έχουν προτείνει, αλλά δεν έχω συνεργαστεί μέχρι τώρα. Εκδίδονται περισσότερα βιβλία απ’ όσα αντέχει η αγορά και δεν πουλάνε, απ’ ό,τι κατάλαβα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το παιδικό βιβλίο. Το βιβλίο γενικά είναι δύσκολος τομέας σήμερα, δεν πουλάει τόσο ώστε να ζήσει κάποιος από αυτό. Στην Ελλάδα είναι κάπως είδος πολυτελείας. Βλέπω ότι στα κόμικς κάτι κινείται, υπάρχει μια τάση γι’ αυτά, μεγαλώνει το κοινό τους.
— Σκέφτεσαι να μείνεις εδώ μόνιμα;
Δεν έχω ιδέα. Ζούσα πολύ καιρό σαν τουρίστας στην Αθήνα και ακόμα βλέπω πράγματα που είναι καινούργια για μένα και τα θαυμάζω. Όταν μπω σε ρουτίνα και σταματήσω να βλέπω κάτι που με εντυπωσιάζει, θα πάω αλλού. Δεν έχω πάει ακόμα στην Τουρκία, που είναι κοντά. Γιατί όχι;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO