Το 1997 η γαλλική εταιρεία Buda Musique ξεκίνησε να κυκλοφορεί τη θρυλική σειρά «Aithiopiques» με μουσική της δεκαετίας του ’60 και του ’70 από την Αιθιοπία. Το έργο σπουδαίων, αλλά ξεχασμένων στο πέρασμα του χρόνου ερμηνευτών και μουσικών, όπως ο Mahmud Ahmed και ο Mulatu Astatke, έγινε γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. H Δύση στράφηκε στην αφρικανική μουσική και άρχισε να ακούει μια πιο παραγνωρισμένη, αθέατη πλευρά της – καθυστερημένα κάπως, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Διάφοροι εθνομουσικολόγοι ή μανιακοί συλλέκτες έψαχναν για ξεχασμένα αριστουργήματα. Το ίδιο έκανε και ο Αμερικανός εθνομουσικολόγος Brian Shimkovitz. Κατά τη διάρκεια μιας υποτροφίας του ταξίδεψε στην Γκάνα και βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη μουσική κουλτούρα. Η Αφρική φημίζεται για τη μουσική που φτιάχνεται και κυκλοφορεί σε MP3 και κινητά. Κι όμως, υπήρχαν εκατοντάδες καλλιτέχνες που κυκλοφορούσαν τη μουσική τους αποκλειστικά σε κασέτες, το πιο παλιό και φτηνό φορμάτ που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Έτσι γεννήθηκε το μπλογκ «Awesome Tapes of Africa» το 2006. Ήταν τέτοια η επιτυχία του, που o Shimkovitz αποφάσισε να ιδρύσει μια δισκογραφική με το ίδιο όνομα. Ο Hailu Mergia ήταν ο πρώτος μουσικός που κυκλοφόρησε από την εταιρεία.
Ο Mergia πήρε κλασικούς ρυθμούς της Αιθιοπίας, τους εκμοντέρνισε και τους έκανε τελείως εξωπραγματικούς με τη χρήση σύγχρονων οργάνων, όπως το συνθεσάιζερ, το ηλεκτρικό πιάνο και το rhythm machine. «Έκανε στην αιθιοπική μουσική ένα ηχητικό makeover» γράφει ο Brian Shimkovitz
Ο Mergia έδρασε σε μια ταραχώδη για την Αιθιοπία εποχή, όπως μαθαίνουμε. Ήταν ένας εξαιρετικός ακορντεονίστας, που γεννήθηκε το 1946 στην επαρχία. Όταν έγινε 10 χρονών μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην Αντίς Αμπέμπα. Δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο. Το 1960 μπήκε στην μπάντα του στρατού και σε δύο χρόνια έμαθε να διαβάζει και να γράφει μουσική. Όταν τελείωσε η θητεία του, άρχισε να τραγουδάει και να παίζει σε μικρά μπαρ κι έτσι ξεκίνησε η καριέρα του στη μουσική, κυρίως για να συντηρήσει τη μητέρα του. Έπαιξε και τραγούδησε σε πολλά γκρουπ. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να περιοδεύσει σε όλη τη χώρα.
Έπειτα από αυτή του την εμπειρία άρχισε να εμφανίζεται σε κλαμπ όπως τα Addis Ababa, Patrice Lumumba, Asegedech Alamrew, Sombrero, Zula Club κ.α., πριν καταξιωθεί με ένα από τα πιο θρυλικά και δημοφιλή γκρουπ της εποχής του, τους Walias Band. ΟιWalias Band ήταν μια μοναδική περίπτωση στα χρονικά της αιθιοπικής μουσικής. Ήταν η πρώτη μπάντα που αγόρασε τα όργανά της. Πριν από τους Walias, οι μουσικοί ήταν δέσμιοι των διαθέσεων των ιδιοκτητών των μαγαζιών, μια και αναγκάζονταν να παίζουν με όργανα που ανήκαν στο κλαμπ. Έτσι, μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσα στιγμή. Οι Walias Band το άλλαξαν αυτό. Ήταν το πρώτο συγκρότημα που υπέγραψε συμβόλαιο, συγκεκριμένα με τους ιδιοκτήτες του Venus Club, που τους επέτρεπε να προστατεύσουν τους ίδιους και το συγκρότημά τους. Το γκρουπ με αυτή του κίνηση άρχισε να εμφανίζεται σε αριστοκρατικά και πρωτοκλασάτα ξενοδοχεία όπως το Χίλτον. Είχαν γίνει τόσο δημοφιλείς, που έπαιζαν μέχρι και στο παλάτι (δύο φορές, μάλιστα, σε κρατικά γεύματα).
Αυτό κράτησε 8 χρόνια, μέχρι που αποφάσισαν να κάνουν μια τεράστια περιοδεία στην Αμερική, αρχές της δεκαετίας του ’80. Ήταν η πρώτη «κανονική» μπάντα από την Αιθιοπία που περιόδευε τότε στις ΗΠΑ. Μετά το τέλος αυτής της τουρνέ, ορισμένα μέλη δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Επέλεξαν να φτιάξουν το μέλλον τους εκεί. Έτσι, αυτό το σπουδαίο συγκρότημα διαλύθηκε. Ο Hailu Mergia ήταν από αυτούς που έμειναν στην Αμερική. Εκεί σχημάτισε τους Zula Band, με τους Moges Habte και Tamiru Ayele. Μαζί άρχισαν να παίζουν σε διάφορα εστιατόρια και να περιοδεύουν στην Αμερική και στην Ευρώπη. Ο Mergia σταμάτησε να παίζει ως επαγγελματίας μουσικός το 1982, ωστόσο δεν άφησε τελείως τον τομέα της διασκέδασης. Διηύθυνε το Soukous Club για 7 χρόνια.
Εκείνο το διάστημα ήταν καθοριστικό για τον Mergia, μια και οραματίστηκε την ηχογράφηση ενός άλμπουμ στο οποίο θα έπαιζε όλα τα όργανα μόνος του. Το εμπνεύστηκε από τις παιδικές αναμνήσεις που είχε και το πρώτο όργανο που απέκτησε, το ακορντεόν.
Το 1985, λοιπόν, γεννήθηκε το κορυφαίο Hailu Mergia & His Classical Instrument. Ο Mergia πήρε κλασικούς ρυθμούς της Αιθιοπίας, τους εκμοντέρνισε και τους έκανε τελείως εξωπραγματικούς με τη χρήση σύγχρονων οργάνων, όπως το συνθεσάιζερ, το ηλεκτρικό πιάνο και το rhythm machine. «Έκανε στην αιθιοπική μουσική ένα ηχητικό makeover» γράφει ο Brian Shimkovitz. Η μοναδική διορατικότητά του ήταν υπεύθυνη για μία από τις πιο φουτουριστικές και παράλληλα συναισθηματικές μουσικές που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ. Έφτιαξε το άλμπουμ σε δύο μέρες μόνο.
Ο Shimkovitz τον ανακάλυψε με σκοπό να επανακυκλοφορήσει το συγκεκριμένο άλμπουμ – τότε ο μουσικός ζούσε ως ταξιτζής στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ντάλες. Επιβίωνε με αυτό τον τρόπο για πολλά χρόνια. Μέχρι σήμερα δεν έχει παρατήσει το επάγγελμά του αυτό, πάρα την αναγνώριση του έργου του.
Φέτος, με αφορμή των εορτασμό των δέκα χρόνων του μπλογκ «Awesome Tapes of Africa», ήρθε στο φως το «Wede Harer Guzo», ένα τζαζ ψυχεδελικό αριστούργημα που ο Mergia ηχογράφησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και ξεχάστηκε, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Το ανακάλυψε τυχαία κάπου στο αρχείο του. Ο τίτλος σημαίνει «Ταξίδι στο Χαρέρ», μια πόλη στην ανατολική Αιθιοπία. Το «Wede Harer Guzo» ηχογραφήθηκε το 1978, όταν η νυχτερινή ζωή της Αντίς Αμπέμπα βρισκόταν σε κρίση. Η στρατιωτική κομμουνιστική χούντα των Ντεργκ είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία στους δρόμους μετά τα μεσάνυχτα. Η απαγόρευση διαρκούσε μέχρι τις 6 το πρωί. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τα συγκροτήματα έπαιζαν από αργά το απόγευμα μέχρι το επόμενο πρωί και ο κόσμος έμενε στα κλαμπ μέχρι να τελειώσει η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Εν μέρει, αυτό εξηγεί κάπως και τη μετέπειτα κουλτούρα τους.
Ο Mergia τότε είχε μόλις βγάλει ένα από τα πιο πετυχημένα άλμπουμ της εποχής, το «Tche Belew», με τους Walias Band. Είχε, όμως, ιδέες για κάποια νέα ορχηστρικά κομμάτια. Δυστυχώς, δεν είχε συγκρότημα για να τα ηχογραφήσει, μια και τα μέλη των Walias ηχογραφούσαν κασέτες για άλλους καλλιτέχνες. «Η ορχηστρική μουσική μου είχε πολύ πέραση και θα μπορούσα να περιμένω», θυμάται ο Mergia, «αλλά ήθελα έναν διαφορετικό ήχο. Είχα κάνει αρκετές ηχογραφήσεις με τους Walias, οπότε εκείνη την εποχή ήθελα κάτι άλλο ηχητικά». Η λύση ήταν απλή: πήγε στο διπλανό από το Χίλτον ξενοδοχείο, το Ghion Hotel, όπου έπαιζαν οι Dahlak Band. Μέσα στο κλαμπ, τις ώρες που το συγκρότημα συναντιόταν για τις πρόβες του, έκανε μαζί τους την κασέτα «Wede Harer Guzo». Τα sessions κράτησαν μόνο 3 μέρες.
H Dahlak Band ήταν πιο δημοφιλής στους νέους, αντίθετα με το συγκρότημα του Mergia, που μάζευε ένα μιξ κοινό – σε αυτό έβρισκε κανείς ξένους διπλωμάτες και μεγάλους σε ηλικία Αιθίοπες που ζούσαν στο εξωτερικό. Αναγκάζονταν έτσι να παίζουν πιο εκλεκτική τζαζ, ενώ οι Dahlak έπαιζαν δύο φορές την εβδομάδα σόουλ και Amharic και τραβούσαν περισσότερο τη νεολαία. Ήταν, όμως, ιδανική μπάντα για τη φιλοσοφία του Mergia, που συνήθιζε να πηγαίνει στον ελεύθερο χρόνο του σε μπαρ και κλαμπ για να ανακαλύψει τα τραγούδια που συγκινούσαν περισσότερο τον κόσμο και τον έκαναν να χορεύει.
Η ποπ μουσική της Αιθιοπίας εκείνη την περίοδο δανειζόταν «λαίμαργα» στοιχεία από το εξωτερικό. Είναι τρομερό, επειδή, για κάποιον που δεν γνωρίζει την παραδοσιακή μουσική τους, είναι δύσκολο να φανταστεί ότι πρόκειται για κάτι τέτοιο. Οι Dahlak, με τον τρόπο που έπαιζαν, έβρισκαν την ιδανική ισορροπία μεταξύ του κλασικού και του πιο σύγχρονου ρεπερτορίου. Για τον Mergia ήταν σημαντικό να παίζει τραγούδια που ο κόσμος θα αναγνώριζε με κάποιον τρόπο. Η μουσική Amharic είχε μεγάλο ρεπερτόριο από κλασικά τραγούδια που ήξεραν όλοι – οι βασικοί τους συνθέτες ήταν συχνά άγνωστοι και ξεχασμένοι. Αν και η κασέτα αντιμετωπίστηκε θετικά και πούλησε καλά την εποχή που κυκλοφόρησε, σήμερα είναι εξαφανισμένη και κανείς δεν γνωρίζει γιατί δεν βρίσκονται ορίτζιναλ κόπιες της πουθενά και γιατί παρέμενε ξεχασμένη μέχρι και σήμερα.
H μουσική που περιλαμβάνει η κασέτα είναι απίθανη. Οι ενορχηστρώσεις του Mergia αντικαθιστούν τη χρήση φωνητικών σε μελωδίες που συνήθως παίζονταν με όργανα και το αποτέλεσμα είναι μαγικό. Η υπερ-επιτυχημένη χαλαρή ένωση μπλουζ με φανκ και σόουλ σχεδόν σου φέρνει στο μυαλό πώς διασκέδαζε, όλη νύχτα, η νεολαία της Αιθιοπίας εκείνη τη δύσκολη πολιτικά εποχή, με τα γκρουπ να παίζουν χωρίς σταματημό.
Έχει γίνει η καλύτερη δυνατή επεξεργασία, έχει καθαριστεί, αλλά και μόνο το γεγονός ότι η ηχογράφηση έχει παρθεί από τη μοναδική κόπια που είχε ο Mergia στην κατοχή του της δίνει ένα έξτρα νοσταλγικό χαρακτήρα. Μπορεί να χρειάστηκαν 30 χρόνια για να γίνει το μοναδικό έργο του γνωστό στη Δύση και σε ένα πιο χίπστερ κοινό, αλλά αξίζει τον κόπο, μέχρι την τελευταία μελωδία.
σχόλια