Σ' ένα μπαρ στη χειμαζόμενη από εμφύλιο πόλεμο Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό δέκα γυναίκες που είχαν υποστεί ομαδικό βιασμό και βασανιστήρια από στρατιώτες των αντιμαχόμενών φατριών προσφέρουν συντροφιά, χορό, τραγούδι και άλλες υπηρεσίες στους πελάτες (κυρίως στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού αλλά και αντάρτες). Τόσο η Μάμα Ναντί, η ιδιοκτήτρια, όσο και οι γυναίκες που είναι στη δούλεψή της, είναι ruined, «χαλασμένες», γι' αυτό και είναι ανεπιθύμητες στην οικογένεια και στον τόπο καταγωγής τους. «Χαλασμένη» είναι κι η χώρα. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έχουν τώρα καινούργια αιτία, τον έλεγχο του (παράνομου) εμπορίου του κολτανίου, ενός ανθεκτικού στη θερμότητα ορυκτού μεταλλεύματος που χρησιμοποιείται στα κινητά τηλέφωνα, τους φορητούς υπολογιστές και σε άλλα ηλεκτρονικά είδη. Οι αγρότες εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους απειλούμενοι από τους αντιμαχόμενες παραστρατιωτικές ομάδες και συχνά γίνονται και οι ίδιοι «χρυσοθήρες» (η εξόρυξη του κολτανίου μοιάζει μ' αυτή του χρυσού).
Το κολτάνιο καταλήγει από τα ορυχεία σε ειδικά ανταλλακτήρια, απ' όπου το αγοράζουν ξένοι έμποροι για να το διαθέσουν σε τρεις εταιρείες: την αμερικανική Cabot, τη γερμανική HC Starc και την κινέζικη Nigncxia, που έχουν την τεχνογνωσία να μετατρέπουν το κολτάνιο στην απαραίτητη για τις ηλεκτρονικές συσκευές σκόνη τανταλίου. Η σκόνη αυτή στη συνέχεια πωλείται στη Nokia, τη Motorola, στην Compaq, στη Sony κ.α.( πληροφορίες από το www.metalleiachalkidikis.gr).
Δεν κάνουμε μια νατουραλιστική ανάγνωση του έργου. Σκηνή και πλατεία θα είναι ενωμένη, ώστε το κοινό να "συμμετάσχει" κατά έναν τρόπο σε όσα διαδραματίζονται. Το ερώτημα που θέλουμε να περάσουμε στους θεατές είναι "τι θα έκανες εσύ, αν ήσουν μία απ' αυτές τις γυναίκες;
Εν τω μεταξύ, στο Κονγκό ο βιασμός των γυναικών χρησιμοποιείται ως «όπλο» εκφοβισμού και ο βιασμός του περιβάλλοντος, καθώς όλοι επιδίδονται στην αναζήτηση του πολύτιμου μετάλλου, έχει οδηγήσει στην ερήμωση του τόπου. Γι' αυτήν τη βαρβαρότητα, για την οποία η πολιτισμένη Δύση κλείνει τα μάτια (μπροστά σε υπολογιστές ή μιλώντας ακατάπαυστα σε κινητά), θέλησε να μιλήσει η Λυν Νότατζ (γεν. 1964) στο Ruined που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2007 στο Σικάγο και βραβεύτηκε το 2009 με το βραβείο Πούλιτζερ για θεατρικό έργο.
Όντας Αφροαμερικανίδα, έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται για τις γυναίκες της Αφρικής ή γι' αυτούς που ζουν σε δυτικά κράτη, αλλά έχουν αφρικανικές ρίζες και υφίστανται ακόμη και σήμερα φυλετικές διακρίσεις. Εκτός του Ruined, και στα υπόλοιπα έργα της, Crumbs from the Table of Joy (1995), Mud, River, Stone (1998), Por' Knockers, Las Meninas (2002), Intimate Apparel 0(2003), Fabulation, or the Re-Education of Undine (2004), By the way, Meet Vera Stark (2011) ασχολείται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με ζητήματα που απασχολούν τους Αφροαμερικανούς.
Η ίδια δηλώνει ότι θα προτιμούσε να μην προσδιορίζονται και να μην αξιολογούνται τα έργα της με κριτήρια φυλής και φύλου. Αλλά η κοινωνική και η θεατρική πραγματικότητα οδηγούν τις επιλογές της και την αναγκάζουν να τοποθετείται υπέρ των αποκλεισμένων από τις αμερικανικές θεατρικές σκηνές μαύρων συγγραφέων (και δη των γυναικών).
«Μέχρι σήμερα, οι ιστορίες μας δεν έχουν ακουστεί. Η φυλετική ταυτότητα παραμένει πάντα ταμπού στο αμερικανικό θέατρο. Υπάρχει απροθυμία να αντιμετωπιστεί με απροκάλυπτο και ειλικρινή τρόπο το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων στη σκηνή» δήλωσε τον περασμένο Φεβρουάριο σε μια συνέντευξή της στην «Guardian», συμπληρώνοντας ότι «ο ρυθμός των αλλαγών που έφερε η πρόοδος που έχει σημειωθεί παραμένει πολύ αργός για πολλούς από μας».
Παραμένοντας πιστή στα κοινωνικοπολιτικά ενδιαφέροντά της, η Νότατζ, και στο τελευταίο, επίσης βραβευμένο έργο της Sweat (2015), ασχολείται με το ανθρώπινο κόστος της παρακμής των άλλοτε κραταιών αμερικανικών βιομηχανιών. Στο Ruined στήριξε τη δραματουργία σε συνεντεύξεις γυναικών στο Κονγκό που έπεσαν θύματα ομαδικού βιασμού, στο Sweat βασίστηκε σε ιστορίες πρώην εργατών στη χαλυβουργία που ζουν στο φτωχοποιημένο Ρέντινγκ της Πενσιλβάνια.
Πίσω από την παράσταση του Ruined στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών βρίσκεται μια φιλία που κρατάει αρκετά χρόνια, της Γιούλας Μπούνταλη και του Άγγλου, αλλά εγκατεστημένου στη Νέα Υόρκη σκηνοθέτη Ντένις Ρέιντ. «Πρωτοσυναντηθήκαμε πριν από 11 χρόνια, όταν είχε έρθει στην Αθήνα για να κάνει ένα σεμινάριο υποκριτικής, το οποίο και παρακολούθησα. Είχαμε καλή επικοινωνία και κρατήσαμε επαφή τα χρόνια που ακολούθησαν. Πέρσι το καλοκαίρι που βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, συναντηθήκαμε, κάναμε παρέα και είπαμε ότι θα ήταν ωραίο να συνεργαστούμε στην Ελλάδα.
Συζητώντας ποιο έργο θα τον ενδιέφερε, το πρώτο που μου πρότεινε ήταν το Ruined. Το σχέδιο προχώρησε και να που φτάσαμε λίγο πριν από την πρεμιέρα» λέει η Γιούλα Μπούνταλη, που έχει αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου, της ιδιοκτήτριας του μπαρ.
«Δεν κάνουμε μια νατουραλιστική ανάγνωση του έργου. Σκηνή και πλατεία θα είναι ενωμένη, ώστε το κοινό να "συμμετάσχει" κατά έναν τρόπο σε όσα διαδραματίζονται. Το ερώτημα που θέλουμε να περάσουμε στους θεατές είναι "τι θα έκανες εσύ, αν ήσουν μία απ' αυτές τις γυναίκες;". Ζούμε πια κοντά σε ανθρώπους που έχουν έρθει από ξένες χώρες για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και τα δεινά του και έργα σαν το Ruined μας βοηθούν να κατανοήσουμε πόσο δύσκολη είναι η κατάστασή τους. Γιατί λόγω κρίσης και της φτώχιας έχουν εξαρθεί τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού.
Επιπλέον, ως γυναίκα με αφορά η συζήτηση που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια για οτιδήποτε δεν είναι straight, λευκό, αρσενικό και επιτυχημένο. Και στην Αργοπορημένη της Σάρα Ρουλ που έκανα πρόσφατα στο Skrοw Theater, έργο που έθιγε θέματα φύλου, και στο Ruined, το ζήτημα είναι πώς ζει κανείς ελεύθερα και με αξιοπρέπεια. Σκέψου ότι οι γυναίκες του έργου είναι πιο ασφαλείς σ' έναν χώρο όπου εκδίδονται, παρά στα σπίτια τους! Και μπορεί να μη μας αφορά άμεσα η ιστορία, αλλά και εδώ οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με ανυποληψία και πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας δεχόμαστε συμπεριφορές απαράδεκτες και διάφορες μορφές βίας».
Ο θίασος αποτελείται από πέντε Αφροαμερικανούς, μία κοπέλα από την Ουγκάντα και τρεις Έλληνες (τη Γιούλα Μπούνταλη, τον Ερρίκο Μηλιάρη και τον Μιχάλη Γεωργίου). Ο Σαμουήλ Ακίνολα, Έλληνας με αφρικανικές ρίζες, παίζει ζωντανά επί σκηνής κρουστά και έξι παιδιά από δραματικές σχολές κάνουν ένα χορευτικό στο διάλειμμα. «Η αίσθηση που θέλουμε να δώσουμε είναι αυτή του μπαρ που είναι κάτι σαν όαση μέσα στον πόλεμο, όπου οι άνθρωποι μπορούν να πιουν, να χορέψουν, να τραγουδήσουν (η πρωτότυπη μουσική είναι του Boy)».
Επειδή το τελικό οk για την παράσταση δόθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών τον Μάιο, δεν υπήρχε χρόνος για να δουλευτεί στα ελληνικά, από τη στιγμή που οι περισσότεροι ηθοποιοί του θιάσου είναι από τις ΗΠΑ. Έτσι, η παράσταση είναι στα αγγλικά, αλλά θα υπάρχουν ελληνικοί υπέρτιτλοι.
Εδώ πληροφορίες για ώρες και μέρες παραστάσεων.
σχόλια