Τον Φεβρουάριο του 1933 ένα έγκλημα συγκλονίζει τη Γαλλία. Δυο εσωτερικές υπηρέτριες της οικογένειας Λανσελέν, η Κριστίν και η Λεά Παπέν, δυο φαινομενικά ήσυχες και συνεσταλμένες νέες γυναίκες, δολοφονούν με άγριο τρόπο την κυρία τους και την κόρη της. Κακοποιημένες και παραμελημένες αρχικά από τον πατέρα και τη μητέρα τους, υφίσταντο κακοποίηση και από την κυρία τους, που τις χτυπούσε και τις κακομεταχειριζόταν συστηματικά, όταν «δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους». Η υπόθεσή τους έγινε αντικείμενο μελέτης από διανοούμενους και ψυχαναλυτές και ενέπνευσε σημαντικούς καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα.
Αντλώντας έμπνευση από την αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν, ο Γιάννης Αποσκίτης, ο Γιώργος Κατσής και ο Πάνος Παπαδόπουλος επιδιώκουν, με ένα δικό τους πρωτότυπο έργο, να αφηγηθούν μια ιστορία που κρύβεται σε αυτή την υπόθεση, αλλά δεν έχει ακόμα γραφτεί.
Στη δική τους εκδοχή, δυο εξαντλημένες υπηρέτριες που φροντίζουν την άρρωστη κυρία τους φαντασιώνονται τη στιγμή της εκδίκησης αλλά και έναν κόσμο που δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από δύο ακόμα αντικείμενα του σπιτιού. Εξουσιαστικές σχέσεις, εξαρτητικές συμπεριφορές, σαδομαζοχιστικές εμμονές και η νοσταλγία ενός ομιχλώδους παρελθόντος πρωταγωνιστούν σε αυτήν τη νέα εκδοχή της ιστορίας. Με τη φράση του Γκράουτσο Μαρξ «οι άντρες είναι γυναίκες που δεν τα κατάφεραν» στο επίκεντρο, οι Γιώργος Κατσής, Πάνος Παπαδόπουλος και Κωνσταντίνος Πλεμμένος υποδύονται τρεις κωμικοτραγικούς χαρακτήρες, παγιδευμένους σε έναν εξωφρενικό, παραισθησιογόνο εφιάλτη.
«Νομίζω ότι στον πυρήνα του αυτό το έργο θίγει έναν παραλογισμό: ότι ένας άνθρωπος είναι διατεθειμένος να εργαλειοποιηθεί, να γίνει αντικείμενο προς χρήση ενός άλλου ανθρώπου».
Όταν φοιτούσε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Πάνος Παπαδόπουλος έμαθε για το έγκλημα των αδελφών Παπέν και συγκλονίστηκε από την πράξη τους όσο και από τη δήλωσή τους όταν τις συνέλαβαν: «Κάντε μας ό,τι θέλετε, μόνο σας παρακαλούμε μη μας χωρίσετε».
«Πάντοτε με συγκινούσαν τα πρόσωπα που υπομένουν μια δυσβάστακτη κατάσταση, έχοντας ένα ισχυρό όνειρο, μια ακλόνητη πεποίθηση πως η ζωή τους πρόκειται να αλλάξει, ότι κάτι όμορφο τα περιμένει στην άλλη πλευρά, ενώ εμείς, ως θεατές, γνωρίζουμε πολύ καλά πως όλα όσα επιθυμούν δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι και ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν στο “Περιμένοντας τον Γκοντό”, η Μπλανς στο “Λεωφορείον ο Πόθος” και πολλοί άλλοι. Αυτό το στοιχείο το συνάντησα έντονα κι εδώ... Δεν ξέρω γιατί τα πρόσωπα αυτά μου δημιουργούν τόσο έντονα την επιθυμία να “περπατήσω με τα παπούτσια τους”. Ίσως γιατί έχουν μια σπάνια αξιοπρέπεια και μια ευθραυστότητα που στον καιρό μας φαντάζει ντεμοντέ», λέει.
Στην παράσταση βρίσκουμε τις δυο αδελφές, Κριστίν και Λεά, στο σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη. Όσο η κυρία τους είναι στο κρεβάτι, αυτές κάνουν όνειρα, οργανώνουν την εξόντωσή της, κατασπαράζουν η μία την άλλη. Θυμούνται αλλιώς η καθεμία τα παιδικά τους χρόνια και παίζουν ισότιμα το παιχνίδι της εξουσίας. Όταν όμως η κυρία ξυπνάει, τις κακοποιεί φριχτά, κι αυτό προκαλεί τη δολοφονία της.
Ξεκινάμε απλώς από μια ατμόσφαιρα, κάτι πολύ γενικό που μοιάζει να χτυπάει ένα κέντρο, κι έπειτα τυλίγουμε το νήμα ανάποδα, από μέσα προς τα έξω, ούτως ώστε να συναντήσουμε το αποτέλεσμα. Η κίνηση αυτών των δύο πλασμάτων μέσα σε ένα περιβάλλον που θυμίζει Ντέιβιντ Λιντς, με μια εργοδότρια κατάκοιτη, που διατάζει και σχηματίζει γύρω τους έναν ασφυκτικό κλοιό, μέσα στον οποίο σιγά σιγά τα βλέπουμε να αλληλοεξοντώνονται, μου έδωσε το κίνητρο να γράψω αυτό το έργο· και το πώς το ανθρώπινο μυαλό εφευρίσκει συνέχεια τρόπους για να διαχειρίζεται τη ρουτίνα. Η ρουτίνα είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Πάντα επινοούμε ασύλληπτους τρόπους για να την αντέξουμε».
«Παρότι εγώ προσωπικά είμαι φαν των plot driven ιστοριών και της πλοκής με την κλασική έννοια του όρου, στη δραματουργία αυτής της παράστασης παρατηρούμε πιο πολύ μια ανατομία των χαρακτήρων που παρακολουθούμε παρά την εξέλιξη των σχέσεων – εκτός αν θεωρήσουμε εξέλιξη το μακελειό που συνέβη, το οποίο, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως είναι μια εξέλιξη», λέει ο Γιάννης Αποσκίτης. «Πάντως, βλέπουμε εξαρχής τη μέρα της δολοφονίας, τη συνθήκη που υπάρχει τώρα. Η οποιαδήποτε ομαλή σχέση μεταξύ των χαρακτήρων είναι παρελθόν. Άλλωστε, η βασική ιστορία υπήρχε ήδη: μια μέρα, δυο υπηρέτριες κατακρεούργησαν την κακοποιητική κυρία τους και την κόρη της με φοβερή οργή. Παρατηρούμε τις οριακές καταστάσεις που δημιουργεί ένας πολύ βαρύς εγκλωβισμός».
«Αυτό το οποίο διαδραματίζεται επί σκηνής είναι η συμβίωση τριών ανθρώπων για μεγάλο διάστημα στον ίδιο χώρο, και πολλές εκφάνσεις αυτής της συμβίωσης. Αναπόφευκτα, επειδή από τους τρεις χαρακτήρες οι δύο είναι εργαζόμενοι και ένας το αφεντικό, η κοινωνική θέση του καθενός προσδιορίζεται από το ποιος δίνει τις εντολές –που πολλές φορές είναι σκοτεινές και σαδομαζοχιστικές– και ποιος οφείλει να τις υπακούει, επειδή, αν δεν το κάνει, διακινδυνεύει την επιβίωσή του. Το αφεντικό (και όποιο αφεντικό), ως είθισται, δεν διακινδυνεύει απολύτως τίποτα, κι αυτή η σύγκρουση ακριβώς, το ότι ο ένας έχει να χάσει τα πάντα, αλλά ο άλλος τίποτα, αντιθέτως όλα τα θεωρεί αναλώσιμα, δημιουργεί το απόλυτο κακό, που το ανθρώπινο είδος μάχεται επί αιώνες», εξηγεί ο Γιώργος Κατσής.
Αυτό που αφορά περισσότερο τον Γιώργο Κατσή είναι η γλώσσα της παράστασης, η αισθητική που την περιβάλλει, το αν και κατά πόσο ένα δημιούργημα λογοδοτεί σε κάποιον ή είναι ελεύθερο και ανεξάρτητο ακόμα κι από αυτούς που έφτιαξαν.
«Τρεις άνθρωποι προσπαθούν να συμβιώσουν, ο καθένας εξυπηρετεί έναν ρόλο και δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί συνεχίζουν να τον αποδέχονται στο ξεχασμένο σύμπαν τους. Είναι μεγάλη η ηδονή που προκαλεί το να είσαι υπάκουος και υποτακτικός, είναι βολικό. Κι αυτό, για μένα, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο. Δηλαδή διακρίνω ότι νιώθεις μεγάλη ηδονή και ανακούφιση όταν σου υπαγορεύουν το πώς θα ζεις, διαφορετικά πρέπει να αναλάβεις αυτή την τεράστια ευθύνη μόνος. Κοινωνικοπολιτικά, αυτήν τη στιγμή, η συγκεκριμένη ευθύνη δεν αφορά κανέναν κάτοικο του δυτικού πολιτισμού. Αυτή η ανακούφιση, λοιπόν, η βολή, η άρνηση να διαμορφώσεις εαυτό και ταυτότητα είναι το έργο που βλέπουμε», λέει.
Ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος που υποδύεται την Κυρία εξομολογείται ότι ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο για να αντέξει τη ζωή και την ύπαρξη του πατέρα του, για να αρχίσει την επανάστασή του απέναντι στην εξουσία και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος λάτρευε να τον εξουσιάζουν και να μην έχει ευθύνες.
«Όλος ο κόσμος λατρεύει να μην έχει ευθύνες», λέει. «Να ψηφίζει ατάλαντους γελωτοποιούς ως εκπροσώπους της εξουσίας, δηλαδή να μετατοπίζει την ευθύνη της ζωής του σε ηλίθιους. Αλλά η ουσία βρίσκεται σε αυτό το ερώτημα: αν πάντα νικάει ο δυνατότερος, εγώ, που είμαι αδύναμος, δεν θα νικήσω ποτέ; Πώς θα νικήσω κάποιον δυνατότερό μου; Μήπως, τελικά, έχει βαθύτερο νόημα η αγαπημένη μου φράση από τον Σεφέρη:
Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε πως ο δυνατότερος πάντα θα νικάει. Παρακολουθούμε ανήμποροι τον πατέρα μας και τη μητέρα μας να μαλώνουν και όταν η λεκτική διαμάχη φτάσει σε τέλμα σηκώνει το χέρι ο πατέρας, ρίχνει μια σφαλιάρα στη μητέρα· τότε η διαμάχη έχει τελειώσει. Ο δυνατότερος νίκησε. Αυτό είναι η εξουσία, η δουλειά της είναι να μας θυμίζει μη μιλάμε, να μην εκφραζόμαστε. Σε μια διαμάχη πάντα θα κερδίζει ο δυνατότερος. Το παιδί είναι παιδί. Ο γονιός είναι γονιός. Οι δούλες πάντα θα είναι δούλες. Ξέρετε πώς ξορκίζουν τα παιδιά αυτόν τον νόμο της φύσης; Παίζουν θέατρο. Τα παιδιά γίνονται γονείς και οι γονείς παιδιά».
Ο Γιάννης Αποσκίτης, εκ των συγγραφέων του έργου, συζητώντας για τις κοινωνικές και πολιτικές αναφορές του έργου και τον τρόπο που συνδέονται με τις διαχρονικές θεματικές της καταπίεσης και της εξουσίας, μου εξηγεί ότι εξαρχής πρόθεση στη συγγραφή των «Αντικειμένων» ήταν να παρουσιαστούν η έντονη ταξικότητα, η νοσηρότητα του κοινωνικού στάτους και το παράδοξο που εγγενώς υπάρχει στις εξουσιαστικές σχέσεις.
«Νομίζω ότι από τη μια πλευρά, από τότε που δημιουργήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες, υπάρχει ο άνθρωπος που κάνει τη “σκληρή δουλειά” κι αυτός που την προστάζει, κάτι που προφανώς δεν είναι και τόσο δύσκολο», λέει. «Και αμείβεται γι’ αυτή του την ανάθεση και τη συγκέντρωση ανθρώπων που είναι διατεθειμένοι να μη ζήσουν, απλώς να επιβιώσουν, εξυπηρετώντας αυτό του το προνόμιο. Αυτό από μόνο του έχει κάτι παρανοϊκό, έτσι δεν είναι; Ειδικά όταν συμβαίνει σε κοινωνίες υποτιθέμενα “διαφωτισμένες”… Νομίζω ότι στον πυρήνα του αυτό το έργο θίγει ακριβώς αυτό τον παραλογισμό: ότι ένας άνθρωπος είναι διατεθειμένος να εργαλειοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο, να γίνει αντικείμενο προς χρήση ενός άλλου ανθρώπου. Και για να ξεχαστεί και να παρηγορήσει τη συνείδησή του επιδίδεται στη φθηνή κατανάλωση προϊόντων που φτιάχτηκαν από ανθρώπους που δουλεύουν ακόμα σκληρότερα, πέρα από τη Δύση.
Χαρακτηριστική είναι μια φράση από τους “Simpsons”, όπου το αφεντικό λέει: “Of course I have gone mad with power, being mad without power is no fun at all” (φυσικά έχω τρελαθεί από την εξουσία, το να είσαι τρελός χωρίς να έχεις εξουσία δεν έχει καθόλου πλάκα). Κάτι τέτοιο βλέπουμε και στο έργο, ίσως».
Ο Γιάννης Αποσκίτης μου εξηγεί ότι μεταξύ των φανταστικών ή ψευδοπραγματικών χαρακτήρων που ερευνούμε γράφοντάς τους και των ηθοποιών που ερμηνεύουν αυτούς τους χαρακτήρες βρίσκεται αυτό που λέμε «ρόλος». Και ότι, ειδικά στην περίπτωση που ένα έργο γράφεται μαζί με τους ηθοποιούς που θα το ερμηνεύσουν, είναι αδύνατο να μη δημιουργηθούν απευθείας «ρόλοι» στο μυαλό του συγγραφέα.
«Αυτό είναι μεγάλη τύχη, να σε εμπνέουν με αυτόν τον τρόπο οι ηθοποιοί», λέει. «Οπότε, χάρη σε αυτήν τη συνάντηση των ηθοποιών με τα πραγματικά πρόσωπα αυτής της ιστορίας, τα οποία, όπως φαίνεται τουλάχιστον, είχαν μια πολύ συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία, γράφονται οι ρόλοι. Φυσικά, οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί είναι φοβεροί και στον αυτοσχεδιασμό, οπότε συνέχεια προκύπτουν νέα στοιχεία.
Τώρα, όσον αφορά τη σάτιρα, δεν θα έλεγα ότι υπάρχει τέτοια διάθεση, πιο πολύ ένα χιούμορ με μια βαθιά υπαρξιακή επιθετικότητα, η οποία γίνεται τόσο έντονη που καταλήγει να στρέφεται και εναντίον της ίδιας της θεατρικής συνθήκης, της κλασικής δραματουργίας και της πραγματικής ιστορίας. Θα τα διαβάσουν αυτά κάποιοι και θα με κοροϊδέψουν, αλλά η αλήθεια είναι ότι μ’ αρέσει να θεωρητικολογώ για την κωμωδία».