Είναι πραγματικά συγκινητικός ο τρόπος που ο Τζορτζ Στάινερ ανεβαίνει στο πιο ψηλό σημείο για να αγναντέψει τον λογοτεχνικό κόσμο. Ίσως να μην υπάρχει κάτι που να μην μπορεί να διακρίνει, κάτι που να μη γνωρίζει αυτός ο τρομακτικά καθολικός άνθρωπος και μελετητής που με την πρώτη παρουσία του στα γράμματα αποφασίζει να ξεκαθαρίσει τους παλιούς του λογαριασμούς: τα πράγματα ή είναι απόλυτα ή δεν υπήρξαν ποτέ με τον ίδιο τρόπο που ο λογοτεχνικός κόσμος μοιράζεται ανάμεσα στον Τολστόι ή στον Ντοστογιέφσκι σχεδόν αρχετυπικά. Άλλωστε, το δίλημμα δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά αφορά μια ολόκληρη στάση ζωής, δυο διαφορετικές οπτικές απ' όπου ο μυθιστοριογράφος στήνει τον κόσμο του και συνομιλεί με τον θεό – κι ο αναγνώστης οφείλει να τον ακολουθήσει. Παρότι υπάρχουν, όπως παραδέχεται, σημαντικοί βιβλιοκριτικοί, δεν έχουν καμιά σχέση με τον πραγματικό κριτικό λογοτεχνίας ο οποίος δεν επιτρέπεται να ασχοληθεί με τα μικρά κείμενα γιατί κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την ίδια τη ζωή. Ο Στάινερ, αφήνοντας πίσω του τα υψιπετή λογοτεχνικά τερτίπια και την ποιητική γλώσσα των Νέων Κριτικών, με τους οποίους είχε κάποια στιγμή συμπορευτεί, καταθέτει το πρώτο του σημαντικό πόνημα ήδη το 1959, το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής» (σε ακριβέστατη μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη από τις εκδόσεις Αντίποδες), για να τονίσει πως τα μεγάλα ερωτήματα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για πειραματισμούς. Τα σύμπαντα που ανοίγουν οι σπουδαίοι λογοτέχνες οφείλουν να ανιχνευθούν με όλα τα μέσα που έχει ο φιλόλογος στη διάθεσή του – διάνοια, συναίσθηση, ενόραση, εμμονή. Και είναι η τελευταία που τον κάνει να λέει πως σε τελευταία ανάλυση οι «οραματιστές και οι κυνηγημένοι είναι εκείνοι που κατάφεραν να γράψουν "τιτάνια" βιβλία» – και οι ακόμα πιο ερωτευμένοι με τη λογοτεχνία ή τρελοί αυτοί που καλούνται να τα αναλύσουν και να τα δουν. Στο κάτω-κάτω, όπως παραδέχεται από την πρώτη κιόλας φράση του βιβλίου, «η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης».
Το δίλημμα δεν είναι λογοτεχνικό αλλά αφορά μια ολόκληρη στάση ζωής, δυο διαφορετικές οπτικές απ' όπου ο μυθιστοριογράφος στήνει τον κόσμο του και συνομιλεί με τον θεό – κι ο αναγνώστης οφείλει να τον ακολουθήσει.
Καταρχάς, ξεκαθαρίζει πως η ρωσική δεν έχει σχέση με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Βαθιά μεταφυσική και ακροβατώντας στα δύο άκρα του συμβολικού σύμπαντος –το τραγικό και το επικό, δηλαδή την κοσμοθεωρία που εκφράζουν αντίστοιχα ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι–, έκοψε από νωρίς τις σχέσεις με τον ρεαλισμό. Το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα διεκδίκησε με αξιώσεις την κατάκτηση του περίτεχνου ύφους και της περιγραφής, αγνοώντας ωστόσο το μεταφυσικό βάθος. Αλλά το αναγνωστικό μέλημα απαιτεί άλλες προδιαγραφές: «Ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι προϋποθέτουν από την πλευρά του αναγνώστη συναισθηματικές έξεις και μορφές κατανόησης που γενικότερα έχουν εκλείψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία κατά τα μέσα του 17ου αιώνα». Ο ρεαλιστικός περίγυρος και τα αντικείμενα του αστικού κόσμου που τόσο απασχόλησαν το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα καταστρέφονται από τη σαρωτική δύναμη της ψυχής ή, μάλλον, υπάρχουν πάντα σε σχέση με εκείνη. Στην περίπτωση του Τολστόι, η περιγραφή των αντικειμένων εμψυχώνεται από τον ανθρώπινο παράγοντα και το ανθρώπινο κλέος με τον ίδιο τρόπο που στον Όμηρο η ασπίδα του Αχιλλέα συνιστούσε ανάλογο της ψυχής του και τα άλογά του διαισθάνονταν τον θάνατό του. Ακόμα και το τρένο στην περίπτωση της Άννας Καρένινα υπάρχει από νωρίς για να προεξαγγείλει συμβολικά τον θάνατό της. Αφή, όραση, ζωτική ενέργεια, αποθέωση της φύσης, είναι τα βασικά γνωρίσματα που διέπουν τη σχεδόν σωματοποιημένη λογοτεχνία του Τολστόι που για τον Στάινερ είναι απόλυτα επική. Εμπνέεται πάντα από τα μεγάλα: τις τεράστιες πεδιάδες και τον «φωτεινό κύκλο των εποχών που κυκλώνει τα πάντα», φτάνοντας σε ένα αποθεωτικό σημείο όπου τα πράγματα έχουν ανάλογες διαστάσεις με τα απόλυτα χρώματα (δεν είναι τυχαίο ότι ο Στάινερ επικαλείται το «Λάπις Λάζουλι» του Γέιτς) και τα υψηλά δείγματα της παραστατικής τέχνης. Οι ακριβείς περιγραφές δίνουν ζωή στα αγάλματα και αποκτούν τον σχηματισμό τους. «Ακόμα και μέσα στο μακελειό η ζωή φουσκώνει σαν κύμα», γράφει ο Στάινερ και θαρρείς πως ακούει να φυσάει ο ζείδωρος άνεμος που δικαιώνει και αποκαθιστά τις αδικίες. Ο θάνατος λούζεται στην Άννα Καρένινα με φως και το σύμπαν του Τολστόι επιβάλλει σχεδόν σε κάθε του μυθιστόρημα τη δική του θεϊκή, σχεδόν παγανιστική στα μάτια του Στάινερ, δικαιοσύνη.

Στον αντίποδα της επικής, φωτεινής, φυσικής λογοτεχνίας που περιγράφει το τολστοϊκό σύμπαν βρίσκεται η υπόγεια, σκοτεινή και τραγική διάσταση της τέχνης του Ντοστογιέφσκι. Αυτός είναι που τάραξε τα νερά του ορθού λόγου που διαμόρφωσαν το απέραντο αρχιπέλαγος του Τολστόι, προκαλώντας τρικυμίες αντίστοιχες με εκείνες που σήκωσαν τα σαιξπηρικά δράματα. Σε μια αναλογία που πάλι φέρνει στον νου εικόνες –κι είναι αυτή η ποιητική, εικονοπλαστική δύναμη που διαφοροποιεί τον Στάινερ από τους υπόλοιπους κριτικούς–, ο τελευταίος φαντάζεται άλλοτε τον Σαίξπηρ να συνομιλεί νοερά με τον Ντοστογιέφσκι και άλλοτε τον Δάντη να σκύβει στο αυτί του και να του ψιθυρίζει αυτούσιες σκηνές. Χωρίς υπερβολή, ο Στάινερ ζει τη γραφή, ηδονίζεται και σαν γνήσιος ρομαντικός νιώθει τον κλονισμό να φτάνει στα μύχια της ψυχής του. Τον συγκλονίζει η δαιμόνια έμπνευση που οδήγησε το χέρι του Τολστόι ή του Ντοστογιέφσκι – η ίδια που κάποτε έκανε τον Μιχαήλ Άγγελο να εμπνευστεί την Καπέλα Σιστίνα, μια έμπνευση που έφτασε να διεκδικεί την απελευθέρωση της ψυχής από το μάρμαρο. Γι' αυτό δεν πιστεύει ότι δεν μπορεί ένας κριτικός, ένας λογοτέχνης ή ένας αναγνώστης να μένει μακριά από τα δίχτυα του θαυμασμού, του δέους και της πίστης. Ο Στάινερ ακολουθεί πιστά τον Ντοστογιέφσκι και νιώθει τα βήματά του καθώς αυτός προσπερνάει με «ηγεμονική» αδιαφορία τις «απιθανότητες της σύμπτωσης», αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες της δράσης, βαδίζοντας προς το λαμπρό φως που παράγει η σύγκρουση. Αναρωτιέται πώς ο ίδιος δεν φοβάται: κατεβαίνει στα υπόγεια και βουλιάζει στο σκοτάδι που είχε εμπνευστεί από τα γοτθικά μυθιστορήματα. Η ώρα της φρικιαστικής διάρκειας, το γοτθικό δηλαδή στοιχείο, υπάρχει στις τρομακτικές σκηνές του ντοστογιεφσκικού σύμπαντος και αφορμάται από τις επιταγές του ρομαντικού μελοδράματος και τα εγκλήματα στις εφημερίδες που διάβαζε από μικρός.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO
σχόλια