Όχι, η Βρετανίδα σκηνοθέτις που ζει εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ δεν είχε σκοπό να εξαπολύσει πολιτικό σχόλιο, και μάλιστα προφητικό, μετά την απρόσμενη καλλιτεχνική της επιτυχία A Girl Walks Home Alone at Night, το αποκαλούμενο «πρώτο ιρανικό γουέστερν με βρικόλακες». Ωστόσο, η ιστορία μιας νεαρής που μόλις αποφυλακίζεται, περιπλανιέται πεζή στην έρημο, συλλαμβάνεται από μια μυώδη, γκαγκανιασμένη γυναίκα μιας κάποιας ηλικίας, οδηγείται σε έναν αυτοσχέδιο οικισμό στη μέση του πουθενά, γεμάτο πεταμένα συντρίμμια και σφίχτες σε υπερδιέγερση, δένεται χειροπόδαρα και ναρκώνεται, ώσπου η ίδια μοχθηρή ύπαρξη της κόβει το δεξί πόδι και το δεξί χέρι, για να τα ψήσει με την «οικογένειά» της στη θράκα και να τα φάνε όλοι μαζί (!), δίνει την πρώτη γλαφυρή εικόνα μιας προκλητικής ιδέας, που εκτελείται με (περι)γραφικότητα, στιλπνή φωτογραφία, πολύ slow motion, καθόλου ποίηση ή ίχνος οίκτου, κάτω από τον καυτό ήλιο και το πεινασμένο βλέμμα των κοράκων.
Το Bad Batch, που σημαίνει κακό stuff ή, κατ' επέκταση, μια ομάδα μολυσμένων, στιλιστικά δικαιολογεί ως έναν βαθμό τον βαρύ τίτλο της επιγόνου του Κουέντιν Ταραντίνο που αποδόθηκε στην Άμιρπουρ αμέσως μετά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η ταινία της, από το φεστιβάλ του Σάντανς, το 2014. Κι ενώ η ταινία έχει την άπονη καρδιά ενός b-movie, και πιο συγκεκριμένα της υποκατηγορίας του grindhouse, που τόσο αρέσει στον Ταραντίνο, φουσκώνει αδικαιολόγητα σε ποσότητα και διάρκεια. Ενδεχομένως η προσθήκη της υπερφιλόδοξης Μέγκαν Έλισον, επίσης επιγόνου ενός θρυλικού πλέον παραγωγού, του Χάρβεϊ Γουάνσταϊν, έδωσε την οικονομική ώθηση, και ταυτόχρονα την καλλιτεχνική ενθάρρυνση, ώστε η Άμιρπουρ υπερέβαλε εαυτόν και παρασύρθηκε στη διόγκωση μιας ισχνής, προσχηματικής ιστορίας.
Η ταινία έχει την άπονη καρδιά ενός b-movie, και πιο συγκεκριμένα της υποκατηγορίας του grindhouse, που τόσο αρέσει στον Ταραντίνο.
Η ηρωίδα Άρλεν, ένα αυθεντικό white trash με πενιχρές προσλαμβάνουσες και τάση προς τις λάθος επιλογές (φυλακή σε πολύ νεαρή ηλικία, απουσία οικογένειας, έλλειψη γνώσεων σε βασικά ζητήματα), διαφεύγει όπως όπως από το επικίνδυνο Bridge, το χωριό των κανιβάλων, και καταλήγει σε μια φυλασσόμενη κοινότητα που επίσης ειρωνικά ονομάζεται Comfort. Τον λιγοστό πληθυσμό των ρακοσυλλεκτών διαφεντεύει ένας αναχρονιστικά κοστουμαρισμένος τύπος γεμάτος αυτοπεποίθηση (Κιάνου Ριβς), που συνοδεύεται από νεαρές εγκύους και κάθε τόσο απευθύνεται στα πλήθη, τα ταΐζει ecstasy και τα αποκοιμίζει, υποσχόμενος το Όνειρο, όπως κάνουν οι παρανοϊκοί ηγέτες αιρέσεων –με άλλα λόγια, μια παραλλαγή του Ντόναλντ Τραμπ–, ο οποίος με οπλισμένους φύλακες προστατεύει ένα άθλιο λούνα παρκ από την απειλή των νταβραντισμένων, λόγω της κατανάλωσης του κόκκινου κρέατος, ανθρωποφάγων που λυμαίνονται την ευρύτερη περιοχή των βιομηχανικών αποβλήτων.
Όμως αυτές τις θεωρίες που φοράμε κρυφά τις βλέπουμε ή απλώς τις επινοούμε εμείς οι δημοσιογράφοι, που φανταζόμαστε διανοητικές οάσεις, συνήθως από μια μικρή αφορμή, στο ευρύτερο φεστιβαλικό πνεύμα. Κι εδώ η αφορμή είναι όντως μικρή. Το Bad Batch είναι εμφανώς μια διασταύρωση του περσινού Mad Max: Fury Road του Τζορτζ Μίλερ με το παλιότερο Southland Tales του Ρίτσαρντ Κέλι, που μια το είδαμε στις Κάννες και μια εξαφανίστηκε από προσώπου γης μετά τις αρνητικές, πλην της Μανόλα Ντάρτζις και του Τζέι Χόμπερμαν, κριτικές. Αντίθετα με εκείνες τις ταινίες, το Bad Batch δεν διαθέτει κανέναν μετα-αποκαλυπτικό οίστρο. Ούτε σκηνοθετική εγρήγορση, ούτε πολιτικό προβληματισμό. Το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η παρομοίωση των ανθρώπων με ζώα στον τρόπο που κινούνται και (δεν) μιλάνε. Στην πραγματικότητα, η ταινία είναι καλύτερη όταν οι χαρακτήρες δεν αρθρώνουν τις λίγες ατάκες από τον ανιαρό, παιδιάστικο διάλογο.
Με αποκορύφωμα τον πρωταθλητή της μονόχορδης εκφοράς, Κιάνου Ριβς, βλέπουμε πολύ γνωστούς ηθοποιούς, όπως τη φιγούρα του Ντιέγκο Λούνα σε ρόλο dj, αλλά καθόλου το πρόσωπό του, τον Τζιοβάνι Ριμπίζι να μπαμπαλίζει χωρίς συνέχεια σε δύο σκηνές και τον Τζιμ Κάρεϊ, αγνώριστο κάτω από τα κουρέλια του, μουγγό και ελαφρώς σοφό, με τον τρόπο του, να σπρώχνει ένα καρότσι, στην έρημο φυσικά. Η πρωταγωνίστρια Σούκι Γουοτερχάουζ, Αγγλίδα ηθοποιός και κυρίως μοντέλο, παραπέμποντας στο αλήστου μνήμης ύφος της Πάιπερ Περάμπο από το Coyote Ugly, ταπεινώνει ακόμη και την παντοιοτρόπως ξεπατικωμένη νότια προφορά – ένα χυμώδες κορίτσι που θέλει τόνους δουλειά για να πάρει μπρος.
Τι είναι τελικά το Bad Batch, που ήρθε στη Μόστρα με υποσχέσεις για εντυπώσεις και βραβεία στα μπαγκάζια του; Ένα γκροτέσκο πορτρέτο μιας εφιαλτικής Αμερικής, γαρνιρισμένο ακόμη και με ρομαντικές προεκτάσεις, ενδιαφέρουσες στο ζωώδες πλαίσιό τους, γυαλισμένο σαν το καθαρό τριπάκι της πρωταγωνίστριας, που ξυπνάει ατσαλάκωτη, με μερικές αξιόλογες στιγμές χαμένες στην οπτική φλυαρία και στο φορτωμένο soundtrack, και μια αλληγορία κάτω από την πόζα του.
σχόλια