Ενώ η Μητέρα Τερέζα προβιβάζεται στην επίσημη αγιοσύνη, με θαύματα που μόνο η Καθολική Εκκλησία θα μπορούσε να αποδεχθεί ως νομότυπα, ο Πάολο Σορεντίνο της «Νιότης» και της «Τέλειας Ομορφιάς» ετοίμασε ένα αντισυμβατικό σίριαλ 10 επεισοδίων με επίκεντρο το Βατικανό, προβάλλοντας σε παγκόσμια πρεμιέρα τα δύο πρώτα εδώ, στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το «Young Pope», μια ρωμαλέα αγγλόφωνη συμπαραγωγή του HBO και του Sky, ξεκινά με μια εντυπωσιακά ανορθόγραφη ιδέα. Ο νέος Πάπας σπάει άνετα αρκετά αραχνιασμένα ρεκόρ: είναι Αμερικανός, μόλις 47 ετών, όμορφος (ο Τζουντ Λο), γαλανομάτης, θεριακλής καπνιστής, γνώστης των Daft Punk και του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, και αποφασισμένος να φέρει τα πάνω κάτω, μετά την εκλογή-έκπληξη. Κυρίως, να απεμπολήσει την εκλαϊκευμένη εικόνα που λατρεύουν οι πιστοί καταναλωτές, αρνούμενος να ακολουθήσει τα καθιερωμένα είδωλα, σαν τους προηγούμενους Ποντίφικες και τη Μητέρα Τερέζα που λέγαμε, και όχι μόνο να απαγορεύσει την πώληση αναμνηστικών με το πρόσωπό του χαλκομανία, αλλά να δείξει την καλοσχηματισμένη όψη του στην πολυαναμενόμενη πρώτη του ομιλία στα πλήθη, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου!
Μακριά από τις φανταστικές συνωμοσίες που σκαρφίζεται ο Νταν Μπράουν,ο Σορεντίνο ταιριάζει το τελετουργικό, πομπώδες στυλ του με το αναγκαστικά μεγάλο σκηνικό και μια άλλου είδους πάλη, επιδιώκει να εξιδανικεύσει τον ρόλο ενός πνευματικού ηγέτη, ταπεινού, αλλά καθόλου μετριόφρονα ως προς τις ικανότητές του, σε αντίθεση με την κοσμική τροπή της καθημερινότητας στα αρχηγεία της μεγαλύτερης δυτικής θρησκείας. Για να το κάνει αυτό, εισάγει πρόσωπα που θεωρούν δεδομένο τον χειρισμό όλων των θεμάτων με έναν ανατρεπτικό και μυστηριώδη νέο, εγκαταλελειμμένο από τη βιολογική του οικογένεια, μεγαλωμένο σε μια μονή (η Νταϊάν Κίτον είναι η καλόγρια που τον κατήχησε, και γίνεται ετσιθελικά δεξί του χέρι στα νέα του καθήκοντα), τα αδειάζει πανηγυρικά, αποκτώντας αυτόματα εχθρούς, με μεγαλύτερο τον βασικό υποψήφιο και μέντορά του (Τζέιμς Κρόμγουελ), που σε μια σύντομη συνάντησή τους δεν κρύβει τη μεγάλη του πικρία και ως προδομένος βετεράνος αρνείται να τον ξαναδεχθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Ξεκινώντας με ένα όνειρο του Πάπα, που μυρίζει σαρκικό πειρασμό και ανθρώπινη αδυναμία, είναι σίγουρο πως οι αντιδράσεις θα είναι πολλές.
Συνηθισμένα τα βουνά: καμία ταινία που δεν είναι διατεταγμένη αγιογραφία δεν χαίρει έγκρισης από την επίσημη Εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται αμέσως από τους ακολούθους. Ο Σορεντίνο δεν επιθυμεί να φτιάξει ένα βέβηλο πορτρέτο αλλά να σατιρίσει, και αυτό δηλώνεται με καλοζυγισμένη υπερβολή και σπιρτόζικους διαλόγους. Φυσικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να κριθεί μια σειρά από τα δύο δέκατα που προβλήθηκαν, αν και το σασπένς μετά το τέλος της προβολής είναι απτό και διπλό: είναι άραγε η συμπεριφορά του επινοημένου Πάπα Πίου του 13ου μια διαλεκτική στρατηγική ή ο αυθόρμητος βηματισμός ενός πανέξυπνου, άπειρου, και Πάπα και Αμερικανού; Και επίσης, πώς σκοπεύουν να δράσουν οι θιγμένοι;
Ο παλιός μας γνώριμος Μελ Γκίμπσον επιστρέφει, στα 60 του χρόνια, με νέα σκηνοθετική δουλειά (δεν πρωταγωνιστεί ο ίδιος), δέκα χρόνια μετά το «Apocalypto». Στο «Hacksaw Ridge», ο Αυστραλός με τη βεβαρημένη φήμη και την τσαλαπατημένη υπόληψη παίρνει την πρωτοβουλία να μετατρέψει τον πρώτο αντιρρησία συνείδησης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον μοναδικό στρατιώτη που αρνήθηκε να πιάσει όπλο και τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση της πολιτείας, σε έναν κανονικό Άγιο. Η περίπτωση του Ντέσμοντ Ντος είναι όντως άξια προσοχής και θαυμασμού: αμέσως μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, θεώρησε πατριωτικό του καθήκον να καταταγεί, με την προοπτική να προσφέρει άμεση νοσοκομειακή βοήθεια στο μέτωπο και τη δέσμευση να μη σκοτώσει άνθρωπο, κάτι που παραλίγο να πληρώσει ακριβά με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Επειδή το θάρρος που επέδειξε υπήρξε μυθιστορηματικό, ο Μελ Γκίμπσον βρήκε την ευκαιρία να ακονίσει την κινηματογραφική του δεινότητα στη χορογραφία της ωμότητας, αποδεικνύοντας πως βελτιώθηκε σημαντικά στη «συναισθηματική» αφήγηση, δηλαδή στα κίνητρα, τους δεσμούς, την έκφραση των πρωταγωνιστών – και είναι πολλοί, και όλοι καλοί στους ρόλους τους. Με μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες όλων των εποχών («Τα Πάθη του Χριστού») και δύο Όσκαρ για το «Braveheart», χώρια από μια εξασφαλισμένη θέση στο εικονοστάσι του σινεμά με τον «Mad Max», ο Γκίμπσον δεν χρειάζεται να πάρει εκδίκηση για ένα σινάφι που του γύρισε την πλάτη για τις εμμονές και τις προσβολές που εξαπέλυσε, αλλά φαίνεται πως τον ενδιαφέρει περισσότερο η ηθική δικαίωση, με μια ιστορία που του ταιριάζει γάντι. Ο Ντος είναι ένας ορμητικός πατριώτης με καθαρές προθέσεις, βασανισμένος από έναν μέθυσο πατέρα που δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την απώλεια των συνοδοιπόρων του στον Μεγάλο Πόλεμο, χριστιανός στην ουσία, που ακολουθεί ευλαβικά την εντολή του «ου φονεύσεις», και υπομονετικός, καθότι σίγουρος για την καρδιά και τις δυνατότητές του. Σαν τον Μελ, χωρίς την τρέλα.
Κι επειδή γνωρίζει πως το αφήγημα είναι ιδανικό, εξιδανικεύει τον Ντος, εξαίροντας τις αρετές του σε τόσο πανανθρώπινο βαθμό, που μοιάζει σαν να μην είναι ανθρωπίνως δυνατό το κατόρθωμά του – ένα συνηθισμένο κόμπλεξ των δυνατών ιστοριών που επαναπαύονται στην αλήθεια των γεγονότων και παρουσιάζονται διαστημικά αναληθοφανείς. Κι ενώ ο Κλιντ Ίστγουντ, όταν δεν κατακρημνίζει διάσημους κακούς, όπως ο Χούβερ, ψάχνει εδώ και δεκαετίες τον ήρωα ανάμεσα στους ανώνυμους που κατάφεραν κάτι σημαντικό, όπως καλή ώρα ο πιλότος Σάλι, ο Γκίμπσον πατάει όλα τα κουμπιά του σοκ και της συγκίνησης, με την παλιομοδίτικη συγκίνηση να διαδέχεται τα διαμελισμένα πτώματα σε μια σειρά από ομολογουμένως εντυπωσιακές σεκάνς μάχης που αναπαριστούν το έπος της Οκινάουα. Ο ήρωας-άγιος φτάνει στο σημείο να πάρει την πόζα του σταυρού, όπως και ο Χριστός και ο Γουάλας του «Braveheart», και τα διλήμματα που θέτει ο Γκίμπσον (θα πρέπει να πιάσει όπλο έστω και για τα μάτια και το ηθικό των υπολοίπων;) δεν αφήνουν τίποτα στη φαντασία, γιατί απαντώνται χωρίς δεύτερη σκέψη. Η πολεμική, δραματική περιπέτειά του σημαίνει επιστροφή σε φόρμα, ενδεχομένως την επανένταξή του σε μια κοινότητα που μέχρι πρότινος δεν ήθελε να τον ακούει και, γιατί όχι, την υποψηφιότητά του για βραβεία σε μια σεζόν που τώρα αρχίζει να ζεσταίνεται, αλλά όχι κάποια ουσιαστική στροφή σε κάτι καινούργιο. Ο Γκίμπσον παραμένει ένας αμετανόητος δογματικός, πάντα μέσα από το έργο του και ανεξάρτητα από την παραφιλολογία, που προπαγανδίζει την πίστη του με μονοκόμματη ρητορική, γνωρίζοντας αναμφισβήτητα πώς να χειριστεί την κάμερα και να οδηγήσει το κοινό σε μια δεδομένη, αναμενόμενη έκβαση.