Αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι συναρπαστικό συνέβη στον κόσμο της Τέχνης στη Νέα Υόρκη, ένα περίεργο κύμα καλλιτεχνικής ενέργειας σα να ράγισε αόρατα τείχη που κρατούσαν εγκλωβισμένη την ζωτικότητα των καλλιτεχνών και τους έσπρωξε προς τα έξω. Συναισθήματα και καλλιτεχνικές τάσεις που καταπιέζονταν το προηγούμενο διάστημα εξωτερικεύτηκαν από ανθρώπους γεμάτους αυτοπεποίθηση και φορείς μιας νέας εικαστικής γλώσσας που τελικά μετουσιώθηκε σ' αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό. Αυτό το κίνημα, στους κόλπους του οποίου βρέθηκαν καλλιτέχνες όπως οι Willem de Kooning, Jackson Pollock, Mark Rothko, βρίσκεται στο επίκεντρο μεγάλης έκθεσης στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου.
Το γοητευτικό με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό ήταν ότι ναι μεν οι εκπρόσωποι του άργησαν να βρουν την καλλιτεχνική τους φωνή, αλλά μόλις την βρήκαν, η επιτυχία τους ήταν τεράστια. Και τότε ακριβώς άρχισαν οι ψίθυροι και οι περίεργες φήμες - από την πλευρά των εμπόρων τέχνης, κυρίως- ότι αυτή η επιτυχία, μπορεί να μη ήταν και τόσο τυχαία. Αυτός ο κάπως γενικός ψίθυρος άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή, όταν το 1973, ο κριτικός τέχνης Max Kozloff, σε ένα άρθρο του στο περιοδικό "Artforum" άρχισε να εξετάζει την μεταπολεμική αμερικανική ζωγραφική υπό το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Ακριβώς σε αυτό το άρθρο ο Kozloff σχεδόν ισχυριζόταν ότι ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία μορφή βολικής προπαγάνδας. Ακόμη χειρότερα; Μια μορφή προπαγάνδας απολύτως εναρμονισμένη με τη μεταπολεμική πολιτική ιδεολογία της Αμερικανικής κυβέρνησης.
H Saunders φτάνει στο σημείο να βρίσκει συσχετισμούς ανάμεσα στη CIA και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ακριβώς εξαιτίας των στενών φιλιών που διατηρούσε ο Nelson Rockefeller, πρόεδρος τις δεκαετίες του '40 και του '50 του MoMA, με αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Όχι υπό μία, αλλά υπό πολλές έννοιες ένας τέτοιος ισχυρισμός φαντάζει παράλογος. Ο Pollock αυτοχαρακτηριζόταν επαναστάτης από τη Ρωσία, ο Rothko έλεγε ότι ήταν αναρχικός, ο Barnett Newman είχε γράψει την εισαγωγή στο βιβλίο του Κροπότκιν περί αναρχισμού. Με λίγα λόγια όλοι αυτοί και με όσα έκαναν ήταν απολύτως στην απέναντι όχθη του Ψυχρού Πολέμου. Όμως, η άποψη του Kozloff επικράτησε. Και στα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησαν αρκετές θεωρίες που την υποστήριζαν. Και, ακόμη περισσότερο ανακάλυπταν κατά καιρούς προωθητικές κινήσεις της CIA προς τους εξπρεσιονιστές. Σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ο Pollock έφτανε στο σημείο να χαρακτηριστεί προπαγανδιστής της Αμερικανικής κυβέρνησης...
Μετά από αρκετές έρευνες, άρθρα, ακόμη και βιβλία που πυροδότησε η άποψη του Kozloff θα έλεγε κανείς ότι αυτή η περίεργη θεωρία θα ξεθύμαινε. Όχι, όμως, καθώς το 1999, η Αγγλίδα δημοσιογράφος και ιστορικός Frances Stonor Saunders δημοσίευσε ένα βιβλίο που αφορούσε τις σχέσεις των μυστικών υπηρεσιών με τον "πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο" και το πώς ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός έγινε το μυστικό όπλο της CIA.
Το σκεπτικό της θεωρίας που πλέον εκείνη αναπτύσσει πάει ως εξής: είναι γνωστό ότι η CIA χρηματοδοτούσε πολιτιστικές πρωτοβουλίες, ως μέρος της προπαγάνδας της εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα αυτά μέσω οργανισμών όπως το Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία, το οποίο, όμως, δεν ήταν παρά ένα εργαστήριο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας σε περισσότερες από 35 χώρες σε όλο τον κόσμο. Και φυσικά, υπό την αιγίδα και με την ευγενή χρηματοδότηση της CIA πάντα. Ομοίως και η Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, με ταξίδια και περιοδείες στο ίδιο μοτίβο (και με τον ίδιο τρόπο χρηματοδότησης).
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Saunders, εκτός από τις μυστικές απευθείας χρηματοδοτήσεις της CIA, στα τέλη της δεκαετίας του '50 υπήρχαν πρόσωπα - κλειδιά, τα οποία βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Μεταξύ αυτών και ο Αμερικανός εκατομμυριούχος Julius Fleischmann, πρόεδρος ενός πολιτιστικού οργανισμού που χρηματοδοτούσε η CIA και εξέτρεφε καλλιτεχνική δραστηριότητα και μαθήματα υψηλής κατασκοπείας που έφταναν μέχρι την Tate Gallery.
H Saunders φτάνει στο σημείο να βρίσκει συσχετισμούς ανάμεσα στη CIA και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ακριβώς εξαιτίας των στενών φιλιών που διατηρούσε ο Nelson Rockefeller, πρόεδρος τις δεκαετίες του '40 και του '50 του MoMA, με αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Είναι, όμως, κάτι τέτοιο αρκετό για να συντηρήσει επί τόσα χρόνια μία τέτοια θεωρία που μετατρέπει τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό σε όργανο της CIA; Κι αν, ναι, με τι τρόπο, τελικώς, εξυπηρετήθηκε το αντικομμουνιστικό φρόνημα; Σύμφωνα με τον ιστορικό David Anfam αυτό αποδεικνύεται από την υπόγεια, κυνική στρατηγική της CIA που χρησιμοποίησε τη θεματολογία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Θεματολόγια που "φώναζε" ότι στην Αμερική μπορεί κανείς να γίνει ό,τι θέλει, ότι στην Αμερική η ελευθερία του ατόμου δεν είναι ουτοπία, ότι στην Αμερική η έκφραση δεν περιορίζεται κι ας οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Όλα αυτά σε αντίθεση με τα όσα συνέβαιναν στην τότε Σοβιετική Ένωση.
Θεωρία συνωμοσίας ή όχι, ο Anfam εμφανίζεται σίγουρος για δύο πράγματα: το πρώτο αφορά στην πραγματική εμπλοκή των καλλιτεχνών σ' αυτά τα σκοτεινά σχέδια της CIA, εμπλοκή, η οποία ήταν μάλλον αμελητέα έως ανύπαρκτη. Το δεύτερο αφορά στο κέρδος του πολιτισμού από αυτό το όψιμο ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών για την Τέχνη. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ιστορικός, ίσως οι επιχορηγήσεις της CIA προς καλλιτέχνες και καλλιτεχνικούς οργανισμούς να ήταν οι πιο χρήσιμες που έγιναν ποτέ από υπηρεσίες κράτους. Τουλάχιστον, έστω και με δόλο προωθούσαν κάτι ευγενές: την Τέχνη.
Με στοιχεία από το BBC
σχόλια