Τι είναι αυτό που κάνει τα γκόσπελ κομμάτια του Washington Phillips τόσο γοητευτικά 90 χρόνια μετά την εποχή που ηχογραφήθηκαν και γιατί 36 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τους σε άλμπουμ (συγκεντρωμένα από έναν καθηγητή γυμνασίου στην Ολλανδία) το New Yorker του αφιερώνει ένα εκτενές αφιέρωμα, ενώ το Pitchfork βαθμολογεί το δίσκο με τα άπαντά του, που μόλις κυκλοφόρησε, με τα κομμάτια επεξεργασμένα ψηφιακά και καθαρισμένα, με άριστα;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούνται μαζί του, αλλά είναι η πρώτη φορά που κάποιος κάνει σοβαρή έρευνα, ξεκαθαρίζει τα πράγματα και γράφει την πραγματική ιστορία του. Για πολλά χρόνια ήταν ένα από τα μυστήρια της μουσικής, με ένα σωρό παρανοήσεις γύρω από το όνομά του, ένας από τους πιο αινιγματικούς μουσικούς που εμφανίστηκαν ποτέ στην αμερικάνικη ήπειρο.
Κι η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι: Ο Washington Phillips ο πρεσβύτερος γεννήθηκε το 1801, σκλάβος στο Κεντάκι, και πουλήθηκε σε έναν γαιοκτήμονα από το Τέξας τη δεκαετία του 1850, μαζί με τη γυναίκα του, την Ann, και τους τρεις έφηβους γιούς τους, τον Austin, τον Houston και τον Tim. Μόλις απελευθερώθηκαν, το 1865, άρχισαν να αγοράζουν γη στην κοινότητα που είχαν δημιουργήσει οι απελευθερωμένοι σκλάβοι στο Simsboro, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ντάλας. Ο Tim και ο Houston παντρεύτηκαν και απέκτησαν και οι δύο γιους που τους έδωσαν το όνομα του πατέρα τους, Washington Phillips, ο οποίος έζησε μέχρι τα 81 του. Ο μεγαλύτερος από τους εγγονούς του, ο γιος του Tim, γεννημένος το 1880, ηχογράφησε για την Columbia Records από το 1927-1929. Κι η ιστορία του είναι μία από τις πιο μυστηριώδεις και ενδιαφέρουσες της αμερικάνικης μουσικής.
Στο Ανατολικό Τέξας δεν είχαν ξαναδεί ή ακούσει κάτι παρόμοιο, ο Washington Phillips ήταν μια μοναδική μορφή κι ένας αυθεντικός καλλιτέχνης. Κι εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο κόσμος δεν έχει ακούσει ξανά κάτι παρόμοιο με αυτά τα κομμάτια που ηχογράφησε στο Ντάλλας, σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο.
Ο συνονόματος πρώτος ξάδερφός του (γιος του Houston) που γεννήθηκε το 1891 κι ήταν αγρότης, έπαθε «κρίση τρέλας» το 1930 και έμεινε έγκλειστος στο Κρατικό Νοσοκομείο του Τέξας, στο Austin, μέχρι το θάνατό του, οχτώ χρόνια αργότερα.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι ηχογραφήσεις των ανατριχιαστικών ύμνων του Washington Phillips σε CD το 1991, οι πληροφορίες στο φυλλάδιο που το συνόδευαν είχαν ένα σωρό λάθη: ήταν ένα ελλειμματικό βιογραφικό που αναφερόταν στον ξάδερφό του, από ένα πιστοποιητικό που βρέθηκε στο άσυλο και ανέφερε ότι πέθανε στα 47 του, έγκλειστος και μόνος, ενώ ο μουσικός που ηχογράφησε τα μοναδικά γκόσπελ κομμάτια (όπως τα «Denomination Blues», «What Are They Doing In Heaven Today?», «Paul and Silas In Jail») έζησε μέχρι τα 74. Πέθανε το 1954, πέφτοντας σε ατύχημα από τη σκάλα του Δημαρχείου της Teague, της πιο κοντινής πόλης στο Simsboro.
Η αληθινή ιστορία του Washington Phillips υπάρχει στο 76σέλιδο βιβλιαράκι που κυκλοφορεί μαζί με 16 από τραγούδια του που έχουν διασωθεί (από τα 18 συνολικά που ηχογράφησε) στην εξαιρετική έκδοση «Washington Phillips and His Manzarene Dreams» από την Dust-to-Digital.
«Έπεσα τυχαία πάνω σε αυτή την λάθος ταυτότητα το 2002 ως μουσικοκριτικός για την Austin American Statesman» γράφει ο Michael Corcoran που επιμελείται τα κείμενα του βιβλίου, «μία παρανόηση που ακολουθούσε για χρόνια τον μουσικό Washington Phillips. Άλλη μία λάθος πληροφορία αφορούσε το μουσικό όργανο που συνόδευε τη φωνή του, το οποίο όλοι το χαρακτήριζαν ‘dolceola’ (ένα σπάνιο πιάνο-μινιατούρα που κατασκευαζόταν αποκλειστικά στο Τολέδο του Οχάιο, από το 1903 μέχρι το 1908). Και τι παράξενη που ήταν η ιστορία του: ένας ιεροκήρυκας με το κεφάλι του γεμάτο φωνές που παίζει ουράνιες μελωδίες σε ένα καταραμένο αρμόνιο-μινιατούρα!
Η θεωρία της dolceola έπαψε μια και καλή με το άρθρο που ανακάλυψα πρόσφατα, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1907 στην εφημερίδα Teague Chronicles με τον τίτλο Ένα μοναδικό μουσικό όργανο, όπου περιγράφεται λεπτομερώς “ένας νέγρος στην πόλη, ονόματι George Washington Phillips, που έπαιζε μουσική από ένα κουτί περίπου 2x3 πόδια (60x90 εκατοστών) και βάθους 6 ιντσών (15 εκατοστών) με δεμένες χορδές βιολιού, σαν κανονάκι με χορδές. Χρησιμοποιεί και τα δύο χέρια του για να το παίξει και βγάζει ήχους αριστοτεχνικούς”. Ο 27χρονος –τότε- Phillips αποκαλούσε το όργανο που είχε κατασκευάσει ο ίδιος ‘Manzarene’, σύμφωνα με το άρθρο. Στο Ανατολικό Τέξας δεν είχαν ξαναδεί ή ακούσει κάτι παρόμοιο, ο Washington Phillips (το George από το όνομά του το πέταξε όπως κι παππούς του και ο ξάδερφός του) ήταν μια μοναδική μορφή κι ένας αυθεντικός καλλιτέχνης. Κι εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο κόσμος δεν έχει ακούσει ξανά κάτι παρόμοιο με αυτά τα κομμάτια που ηχογράφησε στο Ντάλλας, σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο.
Ο Washington Phillips (ο οποίος έδωσε το όνομά του στο εξαιρετικό δράμα του David Gordon Green το 2000) ήταν παιδί της μαύρης Αμερικής που μόλις είχε βγει από την σκλαβιά, όταν η μπλουζ και η γκόσπελ ήταν δίπλα-δίπλα –όπως ήταν και οι κάβες με τα ποτά και οι εκκλησίες σε πολλούς από τους δρόμους στο γκέτο- ωστόσο, πνευματικώς, τους χώριζε ένας ωκεανός. Οι μαύροι από τους λευκούς διαχωρίζονταν μεταξύ τους όπως και οι αμαρτωλοί από τους αγίους. Έπειτα, για άλλη μια φορά, το χάσμα στην εκκλησία ανάμεσα στους κυρίαρχους Βαπτιστές και Μεθοδιστές (που ήταν οι mainstream Χριστιανοί) και στην σέχτα των Πεντηκοστιανών που ούρλιαζαν και χτυπιούνταν, ήταν τεράστιο. Αλλά ο Phillips, ένας ερασιτέχνης ιεροκήρυκας που δεν είχε χειροτονηθεί αλλά έκανε συχνές εμφανίσεις στον άμβωνα, δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό. “Διέφερε πάρα πολύ από οποιονδήποτε άλλο”, λέει ο Doris Foreman Nealy, ο οποίος μεγάλωσε στο Simsboro, δίπλα στο αγρόκτημα του Phillips. Όταν ήταν νέος ο Washington Phillips περιφερόταν στην κομητεία Freestone τις Κυριακές για να τραγουδήσει και να κηρύξει στις εκκλησίες των Πεντηκοστιανών και των Αφρικανών Μεθοδιστών, αλλά αργότερα στη ζωή του αφοσιώθηκε στο ρόλο του ως παππάς στην εκκλησία των Βαπτιστών, που υπήρχε δίπλα στο κτήμα του. “Ήταν ένας φωτισμένος άνθρωπος” έλεγε η ξαδέρφη του Earl Phillips το 2002, ανακαλώντας στη μνήμη της ότι ο τραγουδιστής/ιεροκήρυκας/αγρότης μύριζε λιναρέλαιο και έφτιαχνε θεραπείες από βότανα τις οποίες πουλούσε με το κάρο του που έσερναν δυο μουλάρια, μαζί με σιρόπι από δαμάσκηνο και ζαχαροκάλαμο».
«Έπαιζε και τραγουδούσε ύμνους και δικά του τραγούδια στο αυτοσχέδιο έγχορδο μέχρι το τέλος της ζωής του, θυμούνται οι πρώην γείτονές του στο Simsoro, αλλά κανείς από τους έξι που μίλησαν μαζί μου δεν ήξεραν ότι είχε βγάλει και δίσκους» λέει ο Michael Corcoran. «Ο Washington Phillips θα είχε ξεχαστεί εντελώς, αν ο Ry Cooder δεν είχε διασκευάσει το «Denomination Blues» στο δίσκο του Into The Purple Valley του 1972 και το «You Can’t Stop a Tattler» στο Paradise and Lunch του 1974 –το οποίο διασκεύασε κι η Linda Ronstadt (ως κομμάτι του Cooder) στο πλατινένιο άλμπουμ της Hasten Down The Hillτο 1976. Τα κομμάτια δεν είχαν δικαιώματα επειδή κανείς δεν ήξερε τον δημιουργό τους.
Όταν πέθανε ο Phillips στις 20 Σεπτεμβρίου του 1954, η εφημερίδα Teague Chronicles έγραψε για “τον γέρο με το κάρο που έσερναν δυο μουλάρια”, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για τη μουσική καριέρα του. Δεν έγραψαν ούτε το όνομά ή την ηλικία του σωστά –τον έγραψαν Wash Williams, 77 χρονών».
«Όταν άρχισα να επισκέπτομαι την κομητεία Freestone πριν από 14 χρόνια» γράφει ο Michael Corcoran «και άρχισα να κάνω ερωτήσεις για τον πρωτοπόρο της γκόσπελ που διασκέδαζε τα παιδιά τρώγοντας ψάρι λες και είναι σάντουιτς και μετά έφτυνε τα αγκάθια από το στόμα του, η αρχική αντίδραση όλων ήταν δυσπιστία, κανείς δεν πίστευε ότι ενδιαφερόμουν να μάθω για τον γέρο που απάγγελε τη Βίβλο. “Γνώριζε ότι είχε ταλέντο, αλλά ήταν απλά ο γερο-Wash Phillips”, λέει η δεύτερη ξαδέρφη του Virgil Keeton. “Κανείς από το Teague δεν έγινε ποτέ διάσημος”.
Όταν έπαιζα το CD στους παλιούς γείτονές του, τα μάτια τους γούρλωναν από την έκπληξη και μετά γέμιζαν δάκρυα. “Αυτός είναι!” είπε ο 76χρονος Durden Dixon όταν έπαιξα το «A Mother’s Last Word To Her Daughter» στο σπίτι του που βρισκόταν ανάμεσα στην εκκλησία του Pleasant Hill και στο κτήμα του Washington Phillips, όπου έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή. Κοίταξε την τρύπα του CD λες και έβλεπε φάντασμα και με ρώτησε: “Πού το βρήκες αυτό;”.
Παρόλο που ο Washington Phillips τραγουδούσε παράξενα κομμάτια για το ψάρεμα και για τα γυαλιστερά σκαθάρια που εμφανίζονταν στην βεράντα του, ηχογράφησε μόνο γκόσπελ, 18 κομμάτια για την Columbia σε πέντε sessions στο Ντάλλας, από τον Δεκέμβριο του 1927 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1929. Οι πρώτοι τρεις δίσκοι του –όλοι κυκλοφόρησαν το 1928- πούλησαν καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους, με κορυφαίο τον πρώτο του “Take Your Burden To The Lord And Leave It There / Lift Him Up That’s All” που πούλησε 8.725 αντίτυπα. Μετά ήρθε η οικονομική κρίση του Σεπτέμβρη του 1929 και το φαγητό έγινε πιο μεγάλη προτεραιότητα από τους γκόσπελ δίσκους. Ο έβδομος και τελευταίος δίσκος του το Δεκέμβριο του 1930 πούλησε λιγότερα από 1.000 αντίτυπα. Η δισκογραφική καριέρα του ξεκίνησε όταν ήταν 47 χρονών και τελείωσε πριν κλείσει τα 50».
Αρκετά χρόνια μετά την διασκευή του Ry Cooder, το ενδιαφέρον για τη μουσική του Phillips αναζωπυρώθηκε από το τραγούδι του “Mother’s Last Word To Her Son” που επέλεξε το 2011 η Τίλντα Σουΐντον να ακουστεί σε μια σκηνή της ταινίας της We Need To Talk About Kevin, που αφορούσε μια σφαγή σε σχολείο. Η μουσική του παρόλο που είναι γκόσπελ δεν γίνεται ποτέ κραυγαλέα και η φωνή του παραμένει χαλαρή και ήρεμη σε όλη τη διάρκεια των τραγουδιών, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα περισσότερα θρησκευτικά τραγούδια της εποχής που είχαν ένα θορυβώδες εκστατικό αποκορύφωμα. «Ο ήχος του Phillips είναι τόσο πολύ εξελιγμένος που σε κάποια σημεία γίνεται σχεδόν ψυχεδελικός» γράφει ο Corcoran. «Η ομορφιά του είναι αλλόκοτη, υπνωτική». Οι στίχοι του δεν είναι οι συνηθισμένοι θρησκευτικοί στίχοι που δοξάζουν το Θεό, στο Denomination Blues τραγουδάει: «Now the preachers is preachin', and think they're doing well / All they want is your money and you can go to hell. And that's all» καταλήγοντας «It's right to stand together, it's wrong to stand apart / 'Cause none's going to heaven but the pure in heart. And that's all». Τραγουδάει απαλά, σχεδόν ευγενικά, χωρίς να υψώσει ποτέ τη φωνή του, να ουρλιάξει, να χτυπηθεί, κι όσο κι αν ήταν μια παραφωνία για τη θρησκευτική μουσική και στα μπλουζ, σε πείθει ότι όσα τραγουδάει τα εννοεί μέχρι την τελευταία λέξη. Αποδεικνύει ότι οι «ανωμαλίες» και ιδιόμορφες περιπτώσεις είναι αυτές που κάνουν τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα και λίγο πιο όμορφη. Και μερικές φορές σε φέρνουν πιο κοντά στο Θεό από όλες τις προσευχές μαζί.