Αλεσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι ήταν το όνομα του βενιαμίν της οικογένειας του βυρσοδέψη Μαριάνο ντι Βάνι, που έμελλε να γίνει διάσημος ως Σάντρο Μποτιτσέλι, επώνυμο που πιθανόν «κληρονόμησε», μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, από το παρατσούκλι «Il Botticello» (βαρελάκι) του χοντρούλη αδελφού του, Τζοβάνι.
Σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται ως χρυσοτέχνης, όπως και αρκετοί ζωγράφοι της Αναγέννησης στα πρώτα τους βήματα. Όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, αποφάσισε να γίνει ζωγράφος και μαθήτευσε από το 1461 ή 1462 μέχρι το 1467 δίπλα σε έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Φλωρεντίας, τον Φρα Φιλίπο Λίπι, στο Πράτο.
Ο Λίπι ανήκε στον κύκλο των Μεδίκων, της ισχυρότερης οικογένειας της Φλωρεντίας, και ο νεαρός Σάντρο, όταν φιλοτεχνεί, κατά την περίοδο 1465-67, τον πρώτο του πίνακα, την «Προσκύνηση των Μάγων», δε θα παραλείψει να συμπεριλάβει σε αυτόν τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, που ουσιαστικά εξουσίαζε την πόλη. Δεν είναι, ωστόσο, εκείνοι που τραβούν την προσοχή αλλά ο νεαρός με τη κίτρινη φορεσιά στο κάτω μέρος του πίνακα, που κοιτάζει κατάματα τον θεατή: δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ζωγράφο.
Ο Μποτιτσέλι θα ολοκληρώσει τις σπουδές του και θα επιστρέψει στην Φλωρεντία, όπου θα αποκτήσει το δικό του εργαστήριο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1470, ο ζωγράφος θα ασχοληθεί κυρίως με προσωπογραφίες ισχυρών προσώπων της πόλης, εδραιώνοντας τη φήμη του. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν η «Προσωπογραφία του Τζουλιάνο των Μεδίκων», καθώς και η «Προσωπογραφία νέου που κρατά μετάλλιο του Κόζιμο των Μεδίκων» -έργο που σήμερα από πολλούς μελετητές θεωρείται αυτοπροσωπογραφία.
Μέσω της οικογένειας των Μεδίκων και της αυλής της, ο ζωγράφος θα έρθει σε επαφή με τις ιδέες του νεοπλατωνισμού, οι οποίες στη συνέχεια θα επηρεάσουν σημαντικά το έργο του. Το 1481, ο Πάπας Σίξτος Δ' τον προσκαλεί στην Ρώμη, μαζί με άλλους σπουδαίους ζωγράφους της εποχής, να εικονογραφήσει τους τοίχους της Καπέλα Σιξτίνα. Μέσα σε κλίμα έντονου ανταγωνισμού, ακόμα και φθόνου, ο Μποτιτσέλι θα φιλοτεχνήσει τις νωπογραφίες «Πειρασμοί του Μωυσή», «Τιμωρία των εξεγερμένων Εβραίων» και «Πειρασμοί του Χριστού» -το ταξίδι όμως αυτό δε φαίνεται να επηρέασε καθόλου τη σκέψη ή την τέχνη του.
Έναν χρόνο αργότερα ο ζωγράφος επιστρέφει στην Φλωρεντία, όπου ο κλασικισμός και ο νεοπλατωνισμός κυριαρχούν, σε μια απόπειρα σύνδεσης της αρχαιότητας με τον χριστιανισμό. Ο Μποτιτσέλι θα ζωγραφίσει μια σειρά αλληγορικών έργων, εμπνευσμένων από τη μυθολογία, συνεχίζοντας παράλληλα τις θρησκευτικές συνθέσεις.
Από τους σημαντικότερους πίνακες αυτής της περιόδου είναι και η «Αλληγορία της Άνοιξης» (La Primavera) –μια μεγάλων διαστάσεων σαγηνευτική σύνθεση στην οποία κυριαρχεί η θεά Αφροδίτη με τον Έρωτα να πετά πάνω από το κεφάλι της, ενώ την πλαισιώνουν οι τρεις Χάριτες χορεύοντας δίπλα στον Ερμή και η θεά των λουλουδιών, Φλώρα, με τον Ζέφυρο που κυνηγά τη νύμφη Χλωρίδα.
Στον πίνακα, για τον οποίο μέχρι σήμερα εξακολουθούν να προτείνονται ερμηνείες, όλες οι γυναίκες εγκυμονούν συμβολίζοντας τη γονιμότητα, ενώ έχουν αναγνωριστεί περίπου ογδόντα διαφορετικά φυτά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1480, ο Μποτιτσέλι ολοκληρώνει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα στην ιστορία της τέχνης: τη «Γέννηση της Αφροδίτης». Το θέμα προέρχεται από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου και η θεά απεικονίζεται γυμνή, πάνω σε ένα όστρακο, έχοντας τη στάση Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica), που καλύπτει με ντροπή τη γύμνια της.
Στο έργο υπάρχουν σαφείς αναφορές στο «Stanzas», ένα διάσημο ποιητικό έργο του Agnolo Poliziano, που ήταν σύγχρονος του Μποτιτσέλι και ο μεγαλύτερος νεοπλατωνικός ποιητής στην αυλή των Μεδίκων. Σύμφωνα με τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, το έργο συμβόλιζε τη γέννηση της αγάπης και την πνευματική ομορφιά ως κινητήρια δύναμη της ζωής.
Η μοναδικότητά του δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική του αξία: πρόκειται για το πρώτο έργο σε καμβά στη Τοσκάνη, ενώ η φωτεινότητα και η σταθερότητα των χρωμάτων οφείλονται στη χρήση μιας πανάκριβης σκόνης από αλάβαστρο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1480, στη Φλωρεντία κυριαρχεί ο δομηνικανός καλόγερος Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα και τα γεμάτα θρησκευτικό φανατισμό κηρύγματά του. Το 1492 ο Λορέντζο των Μεδίκων πεθαίνει και τον διαδέχεται ο γιος του Πιέρο, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τον γαλλικό στρατό, του παραχωρεί τον έλεγχο της πόλης.
Εξαγριωμένοι, τότε, οι κάτοικοι κατέλαβαν το μέγαρο της οικογένειας, την οποία και εξανάγκασαν σε εξορία. Ο δαιμόνιος μοναχός θα πείσει τον βασιλιά της Γαλλίας να φύγει και σε αντάλλαγμα οι Φλωρεντίνοι θα του παραχωρήσουν την εξουσία. Ο Σαβοναρόλα κατηγορεί τη ζωή που έκανε ο Μεγαλοπρεπής Λορέντζο, την οποία χαρακτηρίζει ανήθικη και βγάζει φλογερούς λόγους υπέρ της εγκράτειας.
Το 1497 ανάβει στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας την «Πυρά της Ματαιοδοξίας», όπου οι οπαδοί του καίνε καλλυντικά, μουσικά όργανα, βιβλία, πίνακες και γλυπτά που κρίνουν ως «ακατάλληλα» -ανάμεσά τους υπάρχουν ζωγράφοι που καίνε τα ίδια τους τα έργα, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα, όμως, αν ο Μποτιτσέλι ήταν ανάμεσά τους, όπως υποστηρίζει ο βιογράφος του, Τζόρτζιο Βαζάρι.
Το βέβαιο είναι ότι είχε επηρεαστεί από τη διδασκαλία του καλόγερου και αισθανόταν ενοχές για την προηγούμενη ζωή του. Η πολυτέλεια, οι τιμές που είχε απολαύσει, οι αρχαίοι μύθοι που αγαπούσε, τα ίδια του τα έργα, έμοιαζαν να μην έχουν πια κανένα νόημα –ο κόσμος του είχε γκρεμιστεί. Εγκαταλείπει τα μυθολογικά θέματα και στρέφεται εξ ολοκλήρου στα θρησκευτικά.
Οι κάτοικοι της Φλωρεντίας δε θα αντέξουν για πολύ την καταπίεση του Σαβοναρόλα. Στις 12 Μαΐου 1497 ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ τον αναθεματίζει, το ποτήρι όμως θα ξεχειλίσει έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Πάπας θα απειλήσει την πόλη με αποκλεισμό, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την οικονομία της.
Το πλήθος θα συλλάβει τον τύραννο και τους ανθρώπους του και θα τον κρεμάσει στις 23 Μαΐου 1498. Το 1500 ο Μποτιτσέλι φιλοτεχνεί τη «Μυστική Γέννηση», έργο βαθύτατα επηρεασμένο από τη διδασκαλία του δομηνικανού μοναχού –πρόκειται επίσης για τον μοναδικό πίνακα που έχει την υπογραφή του, ενώ αναγράφεται και η χρονολογία που ολοκληρώθηκε. Ο ζωγράφος θα εξακολουθήσει να ζωγραφίζει θρησκευτικά θέματα, υιοθετώντας ένα λιτό και αυστηρό ύφος.
Οι Φλωρεντίνοι όμως έχουν ξεχάσει τα κηρύγματα περί εγκράτειας, τα οποία επηρέασαν τόσο τον παλαιό νεοπλατωνιστή. Αναζητούν τον τρόπο ζωής της εποχής των Μεδίκων και οι παραγγελίες προς τον Μποτιτσέλι μειώνονται συνεχώς –στο τέλος ζωγραφίζει μόνο για λιγοστούς ιδιώτες.
Το έργο του θεωρείται πλέον ξεπερασμένο, καθώς στην πόλη ανατέλλει το αστέρι του Μιχαήλ Αγγέλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξαιτίας προβλημάτων υγείας ο ζωγράφος θα σταματήσει εντελώς να ζωγραφίζει και θα πεθάνει ξεχασμένος στις 17 Μαΐου 1510. Θα ταφεί στο κοιμητήριο της εκκλησίας των Αγίων Πάντων και θα χρειαστεί να περάσουν τρεις αιώνες, μέχρι να «ανακαλυφθεί» εκ νέου το έργο του, στα μέσα του 19ου αιώνα. Σήμερα, η Αφροδίτη και η Άνοιξη που μας χάρισε εξακολουθούν να λάμπουν, να γοητεύουν και να εμπνέουν όσο ποτέ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 17.5.2018