Έχω μία πολύ συγκροτημένη και μάλλον καλά δομημένη άποψη για το τι σημαίνει μυθιστόρημα, για το πώς γράφονται τα μυθιστορήματα που πρόκειται να συγκινήσουν πολύ κόσμο στον καιρό τους (το πιο σημαντικό για ένα βιβλίο, πολύ σημαντικότερο από την είσοδό του σε κάποιο Πάνθεον) και, κάποια λίγα από αυτά, ένα μικρό ποσοστό, να αντέξουν στο κύλισμα του χρόνου. (Το «έχω» βέβαια είναι πολύ εγωιστικό: έχω την άποψη που διδάσκεται στις μεγάλες, πανεπιστημιακές σχολές δημιουργικής γραφής, δεν την επινόησα μόνος). Έτσι, αν δεις «από ψηλά» το βιβλίο του Γιον Κάλμαν Στέφανσον, «Παράδεισος και Κόλαση», θα παρατηρήσεις αμέσως πως κάποιες από τις σταθερές που διατρέχουν τα «κανονικά» (αυτά που υπακούν στον Κανόνα) βιβλία φαίνεται να μην υπάρχουν εδώ, ή έστω φαίνεται να μην τους δίνει την υποτίθεται δέουσα σημασία αυτός ο Ισλανδός συγγραφέας με το όμορφο, πράο, βόρειο πρόσωπο.
Ανάμεσα σε αυτούς που τραβάνε προς το καθήκον, τη δουλειά, τον επιούσιο, και σε κείνους που κάθονται στη σοφίτα κείτεται ένας νεκρός, που πάγωσε απ' το κρύο, τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα μα έχουν χάσει το χρώμα τους και δεν κοιτάζουν τίποτα. Ένα πεθαμένο σώμα είναι άχρηστο, κάλλιστα μπορούμε να το ξεφορτωθούμε. Το παιδί ρίχνει μια ματιά στα μουλωχτά, η ανασηκωμένη καταπακτή είναι ένα άνοιγμα προς το θάνατο. Η Κόλαση είναι ακριβώς ένας νεκρός άνθρωπος.
Το βιβλίο ευτύχησε να μεταφερθεί στη γλώσσα μας από τη Ρίτα Κολαΐτη ― μία από τις πιο συγκινητικές μεταφράσεις που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Έξοχο κείμενο, ζηλευτό.
Ο Στέφανσον δεν αφηγείται μία ιστορία, λες, μετερχόμενος κάποια συγγραφικά τεχνάσματα (όποια κι αν είναι αυτά), αλλά γράφει ένα μακρύ, πεζολογικό ποίημα για τη θάλασσα και την ερημιά, για το ψύχος (το ψύχος της φύσης, το ψύχος του θανάτου, το συμπαντικό ψύχος του ερέβους) και για την απώλεια, για την ελπίδα και τη μοίρα ― και για όλα τα άλλα. Κάνει κάτι πολύ σπάνιο, και πολύ επικίνδυνο. Είναι τρομερά δύσκολο να χειριστείς έτσι το υλικό σου (ποιο είναι το υλικό σου; ξαναλέω, είναι τα πάντα, εδώ: η κοινή ανθρώπινη μοίρα, ο Θεός, ο πόνος, τα παραγάδια, τα μάτια που βλέπουν ή που είναι τυφλά, οι μπακαλιάροι που πιάνουν οι ψαράδες, ο καυτός καφές, το ισλανδικό ποτό μπρένιβιν, η ποίηση, ο έρωτας), ενέχει όλες τις πιθανές παγίδες που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Θα λέγαμε σχηματικά πως, πρώτα έχεις μια ιστορία, και μετά την ντύνεις με ό,τι θέλεις. Εδώ ο Στέφανσον κάνει το αντίθετο. Πατάει πάνω σε πάγο. Ή καλύτερα: χορεύει πάνω σε πάγο.
Περνάμε τη ζωή μας αναζητώντας μια λύση, κάτι που να μας παρηγορεί, οτιδήποτε μας φέρνει ευτυχία και αποδιώχνει όλα τα κακά. Ορισμένοι ακολουθούν ένα δρόμο μακρύ και δύσβατο, ίσως να μη βρουν ποτέ τίποτα, πάρα από τη σκιά ενός στόχου, το σκιαγράφημα μιας λύσης ή μια μορφή ανακούφισης στην αναζήτηση αυτή καθαυτήν, κι εμείς, οι άλλοι, θαυμάζουμε την επιμονή τους, αλλά εμείς ήδη ζοριζόμαστε και μόνο με την απλή ύπαρξή μας και, αντί να στραφούμε στην αναζήτηση, κατεβάζουμε το ελιξίριο της ζωής το φερμένο από την Κίνα και αναρωτιόμαστε διαρκώς ποιος είναι ο συντομότερος δρόμος προς την ευτυχία, και η απάντηση είναι ο Θεός, η επιστήμη, το μπρένιβιν, το ελιξίριο το φερμένο από την Κίνα.
Και, χορεύοντας πάνω στον πάγο (πόσο δύσκολο είναι αυτό), κατασκευάζει ένα συγκλονιστικό βιβλίο, γραμμένο με τόση τρυφερότητα, τόσο πόνο και τόση αγάπη, τόση καλά μετρημένη μουσικότητα, και κυρίως τόση (λογοτεχνική) γνώση, ένα βιβλίο με τόσο μεθοδικά κρυμμένη αυστηρή δομή (όλες του οι «παρεκκλίσεις» είναι σοφά χορογραφημένες και τοποθετημένες μία-μία με τη σειρά στις σωστές θέσεις), που δεν μπορεί παρά να σε παρασύρει στις δίνες του και να σε κρατήσει εκεί, δέσμιο. Αλλά είναι γλυκά και θερμά τα δεσμά του, κι ας σε παγώνουν μέχρι το μεδούλι· κι ας μιλάει, υποτίθεται, μόνο για την παγωμένη Κόλαση. Γιατί ο Παράδεισος του τίτλου είναι όλα τα άλλα, όλα τα, ας πούμε, περιφερειακά. Κυρίως: η ζέουσα καρδιά του ανώνυμου πρωταγωνιστή (του «παιδιού») που ξεχειλίζει από έρωτα για τη ζωή, τους ανθρώπους, τη λογοτεχνία, τη φύση ― και βέβαια για την Ισλανδία. Μολονότι γραμμένο από έναν ποιητή (αυτά είναι πράγματα που καλό είναι να μη γίνονται: ο Στέφανσον είναι εξαίρεση, ανήκει σε μία ολιγομελή χορεία), το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα πιο δυνατά (και πιο ανθρώπινα) μυθιστορήματα που θα διαβάσετε φέτος.
Αλλιώς κοιμάσαι καταμεσής της θάλασσας κι αλλιώς εδώ, στο Χωριό, στην άκρη του φιόρδ, ανάμεσα στα ψηλά βουνά, στην άκρη του κόσμου, και η θάλασσα είναι κάποιες φορές τόσο γλυκιά που κατεβαίνεις στην ακτή για να τη χαϊδέψεις, κι όμως δεν είναι ποτέ γλυκιά όταν είσαι μακριά από τις παράγκες, τίποτα δεν φαίνεται να κατευνάζει την αντάρα της, μήτε καν οι γαλήνιες νύχτες, ο αστροκεντημένος ουρανός. Η θάλασσα πλημμυρίζει τα όνειρα εκείνων που λαγοκοιμούνται στ' ανοιχτά, η συνείδησή τους γεμίζει με ψάρια και πνιγμένους συντρόφους που τους χαιρετούν θλιμμένα με πτερύγια αντί για χέρια.
Και έχουμε βέβαια να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα παρεκκλίσεων και διαρκούς προδοσίας προς την κεντρική ιστορία. Ή, αν θέλετε, έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που έχουμε ονειρευτεί. Ή που είναι ένα όνειρο το ίδιο, ή που το διαβάζουμε σαν σε όνειρο:
Το παιδί εξακολουθεί να κοιμάται βαθιά, χωρίς συναίσθηση. Τα όνειρα μας λύνουν κάποιες φορές απ' τους κάβους της ζωής. Είναι ο ήλιος στα παρασκήνια του κόσμου. Κοιμόμαστε ένα βράδυ του Γενάρη, ο βοριάς ταρακουνάει το σπίτι, τα λεπτά τζάμια τρεμουλιάζουν, κλείνουμε τα μάτια και ο ήλιος μάς φωτίζει. Αυτοί που ζουν κάτω από ιλιγγιώδεις βουνοπλαγιές και τόσο κοντά στην άκρη του κόσμου είναι αυθεντίες στην επιστήμη των ονείρων. Το παιδί λαγοκοιμάται. Ύστερα σηκώνεται, ανεβαίνει αργά-αργά στην επιφάνεια.
Πρώτο μέρος της πολυβραβευμένης Τριλογίας του Παιδιού, ο λυρικός και πέρα για πέρα συγκινητικός «Παράδεισος και Κόλαση» αφηγείται μία απλή ιστορία: Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας Ισλανδός ψαράς πεθαίνει από το κρύο πάνω στη βάρκα γιατί ξέχασε τη νιτσεράδα του παρασυρμένος από την ανάγνωση του «Απολεσθέντος Παραδείσου»· ο μικρός φίλος και συνάδελφός του, επίσης βιβλιόφιλος, αναλαμβάνει να επιστρέψει τον τόμο στον ιδιοκτήτη του, περνώντας πεζή μέσα από μια παγωμένη κοιλάδα όπου ο θάνατος παραφυλά σε κάθε του βήμα· εκεί, στο Χωριό, γνωρίζει κάποιους από τους ιδιόρρυθμους κατοίκους του και πιάνει δουλειά. Αυτό. Ακούγεται απλό. Αλλά δεν είναι. Διαβάστε το, και θα δείτε.
Η αφήγηση κράτησε περισσότερο απ' όσο περίμενε. Ξεχάστηκε. Χάθηκε. Άφησε τη δική του ύπαρξη παρασυρμένος απ' την ιστορία, άγγιξε τον νεκρό του φίλο, ξαναζωντανεύοντάς τον για λίγο. Ίσως ο σκοπός της αφήγησης ήταν ν' αναστήσει τον Μπάρδουρ, να εισβάλει στο βασίλειο των νεκρών με όπλα του τις λέξεις. Οι λέξεις έχουν μερικές φορές τη δύναμη ενός τρολ και είναι ικανές να σκοτώσουν τους θεούς, να σώσουν ή ν' αφανίσουν ζωές.
Το βιβλίο ευτύχησε να μεταφερθεί στη γλώσσα μας από τη Ρίτα Κολαΐτη ― μία από τις πιο συγκινητικές μεταφράσεις που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Έξοχο κείμενο, ζηλευτό.
ΥΓ. Έχοντας την κακή συνήθεια να τσακίζω τις σελίδες των βιβλίων όπου βρω μία παράγραφο που μου αρέσει, κατέληξα τελειώνοντας το διάβασμα με έναν τόμο γεμάτο διπλωμένες σελίδες. Έπρεπε να είχα κάνει το αντίθετο.
σχόλια