Έναν μήνα μετά την «αναχώρηση» του Τζορτζ Ρομέρο, ακόμη ένας Αμερικανός μετρ του τρόμου, ο Τόμπι Χούπερ, έφυγε από τη ζωή πριν από δύο 24ωρα, στο Sherman Oaks του Λος Άντζελες. Ήταν 74 ετών και ο θάνατός του αποδίδεται σε φυσικά αίτια.
Υπήρξα φαν του Χούπερ, ειδικά των πρώτων ταινιών του μέχρι το 1982, οπότε η τροχιά του διασταυρώθηκε μ' αυτήν του Στίβεν Σπίλμπεργκ και μας παρέδωσαν από κοινού το «Poltergeist» (ελληνικός τίτλος «Το πνεύμα του Κακού»), ένα υπέροχο μπλοκμπάστερ υπερφυσικού τρόμου με την άτυχη μικρούλα Χέδερ Ο' Ρουρκ (1975-1988) πρωταγωνίστρια και στις τρεις ταινίες της σειράς.
Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη της πορείας του Χούπερ αν πράγματι δεν συνεργαζόταν με τον Σπίλμπεργκ και δεν γινόταν ένας mainstream σκηνοθέτης ταινιών τρόμου. Πάντως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως και τίποτε άλλο να μην είχε κάνει, το «Texas chainsaw massacre» του 1974 έφτανε και περίσσευε για να τον αναδείξει σε auteur του είδους!
«Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» αντιμετώπισε κατά περιόδους τη λογοκρισία σε πολλές χώρες για την ωμότητα και τη βία της, προξένησε θύελλα αντιδράσεων αλλά και αναλύσεις επί αναλύσεων, βραβεύτηκε όμως στο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου του Αβοριάζ της Γαλλίας το 1976, ενώ έναν χρόνο πριν είχε επιλεγεί για το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Διεθνούς Φεστιβάλ των Καννών.
Ο Τόμπι Χούπερ γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1943 στο Όστιν του Τέξας και ήρθε σε επαφή με τον κόσμο του θεάματος από τα παιδικά του χρόνια, καθώς ο πατέρας του ήταν θεατρώνης στο San Angelo του δυτικού Τέξας. Σε ηλικία 9 ετών έπιασε στα χέρια του την κάμερα 8 χιλιοστών του πατέρα του και αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη ένδειξη για τη δουλειά που έμελλε να κάνει την υπόλοιπη ζωή του. Ακολούθησαν σπουδές στα μέσα μαζικής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και θεάτρου στο Ντάλας με καθηγητή τον Πολωνο-εβραίο ηθοποιό Baruch Lumet, πατέρα του σημαντικού σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λιούμετ. Σε ηλικία 20 ετών ο Χούπερ δίδασκε ήδη σε κολέγιο και εργαζόταν ως κινηματογραφιστής ντοκιμαντερίστας. Το 1965 η πρώτη κινηματογραφική του απόπειρα, το μικρού μήκους «The Heisters», έχασε την υποψηφιότητα για βραβείο από την Ακαδημία, εφόσον δεν είχε ολοκληρωθεί και κατατεθεί εγκαίρως. Λίγα χρόνια μετά, το 1969, ακολούθησε το πρώτο του μεγάλου μήκους φιλμ, το ψυχεδελικό «Eggshells», «μια χίπικη ταινία» σύμφωνα με τον ίδιο τον Χούπερ, που κόστισε μόλις 40.000 δολάρια και προκάλεσε αίσθηση με τα ανδρικά γυμνά. Όποιος έχει δει την ταινία αυτή, καταλαβαίνει πως στην ουσία ήταν η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ανέμελου κοινοβιακού τρόπου ζωής του ίδιου εκείνα τα χρόνια: μια παρέα χίπηδων φοιτητών εγκαθίστανται σε ένα σπίτι στο δάσος, κάνουν σεξ και πειραματίζονται με ναρκωτικές ουσίες, μέχρι που μια αόρατη δύναμη αρχίζει να τους επηρεάζει και να διαταράσσει τις μεταξύ τους σχέσεις. Μόλις το 2013 το «Eggshells», μαζί με το «Heisters», κυκλοφόρησαν στην Βlu-ray έκδοση του «Texas chainsaw massacre 2», δίνοντας την ευκαιρία στο διεθνές κοινό να παρακολουθήσει τα μέχρι πρότινος χαμένα πρωτόλεια έργα του δημιουργού.
Το 1974, μια ανεξάρτητη low budget ταινία έμελλε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας του κινηματογραφικού τρόμου. Λεγόταν «The Texas chainsaw massacre» («Η σφαγή με αλυσοπρίονο στο Τέξας»), στην Ελλάδα όμως έγινε γνωστή με τον τίτλο «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι». Τίτλος πιασάρικος μεν, απαράδεκτος δε, αφού συνέβαλε στο στερεότυπο της ψυχικής ασθένειας και στον χαρακτηρισμό των ανθρώπων με ψυχολογικά προβλήματα ως επικίνδυνων. Βασισμένος στην πραγματική ιστορία του κανίβαλου Ed Gein (1906-1984), ο οποίος αξιοποιούσε τα κομμένα μέλη, τα οστά και το δέρμα των θυμάτων του φτιάχνοντας αξεσουάρ για το σπίτι του, ο Χούπερ εμπνεύστηκε την ιστορία του διαβόητου Leatherface, που φοράει μάσκα από ανθρώπινο δέρμα, κραδαίνει ένα αλυσοπρίονο και είναι μέλος μιας οικογένειας σαδιστών κανίβαλων που βασανίζουν μέχρι θανάτου μια παρέα εφήβων. Στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ και με μια ντοκιμαντερίστικη, εξαιρετικά τρομακτική αισθητική που οφειλόταν στην εμπειρία του Χούπερ, το «Texas chainsaw massacre» θεωρήθηκε επίσης πολιτικό σχόλιο για την αμερικανική ιμπεριαλιστική πολιτική – σ' αυτό είχε συμβάλει και ο ίδιος ο δημιουργός, αποδίδοντας εκ των προτέρων την έμπνευση της ταινίας του στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και στην πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η ταινία αντιμετώπισε κατά περιόδους τη λογοκρισία σε πολλές χώρες για την ωμότητα και τη βία της (από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Αυστραλία μέχρι τη Βραζιλία, τη Χιλή και τη Σιγκαπούρη), προξένησε θύελλα αντιδράσεων αλλά και αναλύσεις επί αναλύσεων (χαρακτηριστική ήταν η άποψη του κριτικού Rob Ager που τη χαρακτήρισε «ταινία-αλληγορία για τα δικαιώματα των ζώων που σφαγιάζονται»), βραβεύτηκε όμως στο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου του Αβοριάζ της Γαλλίας το 1976, ενώ έναν χρόνο πριν είχε επιλεγεί για το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Διεθνούς Φεστιβάλ των Καννών. Ό,τι άλλο και να γραφτεί είναι περιττό, νομίζω, για μια ταινία εφάμιλλη της «Νύχτας των ζωντανών νεκρών» (1968) του Ρομέρο, του «Εξορκιστή» (1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, ακόμη και του προγενέστερου «Blood Feast» (1963) του Χέρσελ Γκόρντον Λιούις, στο πλαίσιο της ιστορίας του αμερικανικού κινηματογραφικού τρόμου.
Επόμενη ταινία του Χούπερ ήταν το «Eaten alive / Death Trap» του 1977, πάντα σε συνεργασία στο σενάριο με τον Κιμ Χένκελ, η ιστορία ενός παρανοϊκού ιδιοκτήτη ξενοδοχείου στο Τέξας που τάιζε τον αλιγάτορά του με όποιον είχε την ατυχία να περάσει από τα μέρη του. Στην ταινία έπαιζαν ο Νέβιλ Μπραντ, η Μέριλιν Μπερνς από το «Texas chainsaw massacre», ενώ έκανε και το ντεμπούτο του ο Ρόμπερτ Ίνγκλουντ, ο κατοπινός Φρέντι Κρούγκερ της σειράς «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες». Χωρίς κάποια ιδιαίτερη πορεία στο σινεμά ή στα ανάλογα φεστιβάλ, το «Eaten alive» έκανε μια δεύτερη καριέρα στα βιντεοκλάμπ το 1982 με τον τίτλο «Death Trap» και χαρακτηρίστηκε ένα από τα πρώτα «video nasties», ταινίες φρίκης δηλαδή που συνήθως λογοκρίνονταν και αποσύρονταν, αλλά δημιουργούσαν μεγάλο ντόρο και, τελικά, εμπορική επιτυχία.
Με την είσοδο στη δεκαετία του 1980 και μετά τη σαρωτική απήχηση του πρώτου «Friday the 13th», ο Τόμπι Χούπερ συνεργάζεται για πρώτη φορά με τα στούντιο της Universal. Του ανατίθεται η δημιουργία ακόμη μίας ταινίας τρόμου με μια παρέα εφήβων που αποδεκατίζεται από έναν παρανοϊκό δολοφόνο. Έτσι προκύπτει το γυρισμένο στο Μαϊάμι «Funhouse», μια σχετικά υποτιμημένη στη χώρα μας ταινία του Χούπερ, με το πεδίο δράσης να μην είναι πλέον μια κατασκήνωση ή ένα αγροτόσπιτο αλλά ένα λούνα-παρκ. Κερδίζοντας την αμερικανική κριτική που εξήρε τη στυλίστικη σκηνοθεσία του Χούπερ, το «Funhouse» έγινε αφορμή για να φτάσει το όνομά του στα αυτιά του Σπίλμπεργκ έναν χρόνο αργότερα, τότε που ο πιο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης ετοίμαζε το «Poltergeist» για τη Metro Goldwyn Mayer, αλλά το παράτησε, μια κι έπρεπε να ασχοληθεί με το μετέπειτα αριστούργημά του, το «Ε.Τ. ο εξωγήινος».
Ουσιαστικά, ο Σπίλμπεργκ ποτέ δεν παράτησε το πρότζεκτ του «Poltergeist», ακόμα κι αν η υπογραφή στη σκηνοθεσία είναι του Τόμπι Χούπερ. Βρισκόταν καθημερινά στο set της ταινίας και οι δυο τους έφτιαξαν τα storyboards. Ο Χούπερ, σύμφωνα με τον Τζον Λεονέτι, έναν από τους οπερατέρ της ταινίας, παρακολουθούσε απλώς τα γυρίσματα ευχαριστημένος, αντικαθιστώντας τον Σπίλμπεργκ, όποτε τον άφηνε στο πόδι του. Το «Poltergeist» σημείωσε διεθνώς τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, οδήγησε σε δύο σίκουελ και έκανε πια τον πρώην ανεξάρτητο Τόμπι Χούπερ έναν mainstream σκηνοθέτη ταινιών τρόμου, που θα συνεργαζόταν στη συνέχεια αποκλειστικά με μεγάλα στούντιο.
Ακολουθούν τo «Lifeforce» (1985) και το ριμέικ του «Invaders from Mars» (1986), δύο ταινίες επιστημονικής φαντασίας και τρόμου για την κραταιά τότε Cannon Pictures. Στο «Lifeforce», που θεωρείται σπάνια ταινία, μια κανονική υπερπαραγωγή με πολλά στοιχεία από τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο, ο Χούπερ, σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Νταν Ο'Μπάνον, μετέφερε στη μεγάλη οθόνη τη νουβέλα του Κόλιν Γουίλσον «Βρικόλακες του Διαστήματος». Στην πραγματικότητα είχαν εμπνευστεί από το κομήτη του Χάλεϊ που θα γινόταν ορατός από τη Γη το 1986, μα που οι συζητήσεις για την εμφάνισή του είχαν πυροδοτηθεί λίγα χρόνια πριν. Το 1986, πάντα για την Cannon, ο Χούπερ γυρίζει το σίκουελ του «Texas chainsaw massacre», δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη ταινία, εστιάζοντας αυτήν τη φορά στο στοιχείο της μαύρης κωμωδίας. Σαφώς κατώτερη ταινία ε σχέση με την πρώτη, έγινε σύντομα cult και περιζήτητη στα βιντεοκλάμπ των '80s, αποφέροντας στο στούντιο το διπλό ποσό συγκριτικά με το αρχικό μπάτζετ. Από κει και πέρα, μέχρι το 2013 και την τελευταία ταινία του, το «Djinn», συμπαραγωγής με τα Αραβικά Εμιράτα, και με εξαίρεση ίσως το «Mortuary» του 2006, ο Χούπερ αναλώθηκε στην κατασκευή μιας σειράς μάλλον ασήμαντων ταινιών τρόμου, φροντίζοντας απλώς να εργάζεται και να μένει πιστός στο κινηματογραφικό είδος που τόσο καλά ήξερε να κάνει χωρίς περαιτέρω καλλιτεχνικές αξιώσεις.
Φωτεινή παρένθεση στο έργο του, προϊόν της ενασχόλησής του με την τηλεόραση και παράλληλα με τη δουλειά του στον κινηματογράφο, ήταν η μεταφορά σε δύο δίωρα τηλεοπτικά επεισόδια του μυθιστορήματος «Salem's Lot» (ελληνικός τίτλος «Ο Δράκουλας του Σάλεμς Λοτ») του Στίβεν Κινγκ. Πολλοί σκηνοθέτες ήθελαν να κάνουν ταινία το εν λόγω βιβλίο, αλλά κανείς δεν τα έβγαζε πέρα με τη σεναριακή μεταγραφή του ογκώδους βιβλίου του Κινγκ. Τα κατάφερε τελικά ο σεναριογράφος Πολ Μόνας, ο άνθρωπος που είχε κάνει σενάριο ένα άλλο βιβλίο του Κινγκ, το «Carrie», σε σκηνοθεσία Μπράιαν ντε Πάλμα. Μια προβολή του «Texas chainsaw massacre» έπεισε τον παραγωγό Ρίτσαρντ Κόμπριτζ να αναθέσει τη σκηνοθεσία στον Τόμπι Χούπερ. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1979 και η τηλεταινία έκανε πρεμιέρα από το δίκτυο CBS – το α' μέρος στις 17 Νοεμβρίου και το β' μέρος στις 24 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρόκειται για το αριστούργημα του Χούπερ, μία από τις πιο τρομακτικές βαμπιρικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ και ένας φόρος τιμής του δημιουργού στον τερατόμορφο Κόμη Όρλοκ του εξπρεσιονιστικού βωβού «Νοσφεράτου» (1922) του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου.
Στο περιθώριο της ενασχόλησής του με τις ταινίες τρόμου, ο Τόμπι Χούπερ σκηνοθέτησε και το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Dancing with myself» (1982) του Μπίλι Άιντολ, που κέρδισε ένα δυνατό airplay από το νεοϊδρυθέν τότε μουσικό κανάλι MTV.
Billy Idol - Dancing With Myself
Ο Τόμπι Χούπερ υπήρξε γυναικάς, απ' ό,τι λέγεται, κι έχει σημασία αυτή η πληροφορία στην περίπτωσή του, αφού τον περασμένο Μάιο, όντας σε μεγάλη ηλικία, δέχτηκε επίθεση από πρώην κοπέλα του. Είχε κάνει δύο γάμους κι έναν γιο, παραμένοντας δραστήριος και δημιουργικός μέχρι τον πρόωρο, φυσιολογικό θάνατό του. Οι ταινίες του άνοιξαν τον δρόμο στο είδος τους, ανανεώνοντας τους φαν του όσο οι δεκαετίες περνούσαν. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η δήλωση του Ρίντλεϊ Σκοτ πως η βασική επιρροή για τη δημιουργία του πρώτου θρυλικού «Alien» ήταν το δικό του «The Texas chainsaw massacre».
σχόλια