Οι αρχαίοι Αθηναίοι κατηγορούσαν τον Ποσειδώνα για την αφετηρία της πολύπλοκης σχέσης της πόλης τους με το νερό. Ο θεός της θάλασσας είχε υποσχεθεί άπλετο νερό στους κατοίκους της νέας τότε πόλης με την προϋπόθεση να τον επέλεγαν ως προστάτη τους. Εκείνοι όμως επέλεξαν τη θεά Αθηνά, με τα γνωστά αποτελέσματα που διήρκεσαν για αιώνες.
Οι σημερινοί Αθηναίοι τριαντάρηδες μεγάλωσαν με το άγχος της λειψυδρίας και τις κρατικές διαφημίσεις που στόχευαν στον περιορισμό της αλόγιστης χρήσης του νερού (θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη που μας παρακινούσε να κλείνουμε τη βρύση όση ώρα βουρτσίζουμε τα δόντια μας και να την ανοίγουμε μόνο για να τα ξεβγάλουμε), καθώς με τη ραγδαία οικιστική ανάπτυξη της πόλης μετά τον Πόλεμο το νερό απλώς δεν επαρκούσε. Αν πάμε όμως μερικές ακόμα δεκαετίες πίσω, θα δούμε τον πραγματικό αγώνα που έδιναν οι Αθηναίοι, δημοτική αρχή και απλοί πολίτες, για να εξασφαλίσουν στα σπίτια της νεοϊδρυθείσας πρωτεύουσας του κράτους πόσιμο νερό.
Η Αθήνα είχε και πολλά πηγάδια. Συνήθως είχαν βάθος 6-12 μέτρα, ήταν περίτεχνα και στόλιζαν την αθηναϊκή αυλή της εποχής εκείνης. Τον στολισμό συμπλήρωνε η απαραίτητη γαζία, σύμβολο αποτροπής του γεροντοκορισμού, τα γεράνια και οι βασιλικοί.
Τα πρώτα έργα έγιναν επί δημαρχίας Παναγή Κυριακού (1870-1879), όταν δημιουργήθηκαν 55 δημοτικές βρύσες σε διάφορα σημεία της πόλης και ανακαινίστηκε το μοναδικό της υδραγωγείο, το Αδριάνειο, το οποίο είχε κατασκευαστεί από τους Ρωμαίους και μετέφερε νερό από τους πρόποδες της Πάρνηθας στον Λυκαβηττό και στη συνέχεια, με καινούργιους υπόγειους σωλήνες, σε όλη την πόλη. Εκτός από τις βρύσες και το Αδριάνειο Υδραγωγείο, τις ανάγκες των Αθηναίων του 19ου αιώνα κάλυπταν και πλανόδιοι υδροπωλητές που έφερναν νερό από πηγές που βρίσκονταν στα χωριά της Αττικής.
Όπως έχει γράψει η κ. Μαριάνθη Μπέλλα στην εκτενή έρευνά της για το ζήτημα: «Εκτός από το Αδριάνειο Υδραγωγείο, υπήρχαν μερικά ακόμα υδραγωγεία μικρής χωρητικότητας, όπως το παλιό υδραγωγείο Τσακουμάκου, του οποίου οι πηγές βρίσκονταν κοντά στον Ιλισό, το υδραγωγείο του Σταδίου που βρισκόταν κοντά στη γέφυρα του Σταδίου, το υδραγωγείο του "λουτρού" στη συμβολή του Ιλισού και του Ηριδανού, που ονομάστηκε έτσι γιατί διοχέτευε νερό στο λουτρό της οδού Αδριανού, το υδραγωγείο Βούρου, κοντά στο παλιό θέατρο Μπούκουρα, πίσω από τη σημερινή Αγορά της οδού Αθηνάς, σε οικόπεδο που ανήκε στην οικογένεια Βούρου από τη Χίο και, τέλος, το υδραγωγείο του Ιππικού, που τροφοδοτούνταν από μικρή πηγή, η οποία ανάβλυζε από τα Πινακωτά, δηλαδή τον σημερινό λόφο Στρέφη. Υπήρχαν επίσης κι άλλα υδραγωγεία έξω από την πόλη που χρησίμευαν για το πότισμα των αγρών και των περιβολιών. Η Αθήνα όμως είχε και πολλά πηγάδια. Όλα σχεδόν τα παλιότερα σπίτια διέθεταν πηγάδι που ικανοποιούσε τις ανάγκες των κατοίκων τους σε νερό. Συνήθως είχαν βάθος 6-12 μέτρα, ήταν περίτεχνα και στόλιζαν την αθηναϊκή αυλή της εποχής εκείνης. Τον στολισμό συμπλήρωνε η απαραίτητη γαζία, σύμβολο αποτροπής του γεροντοκορισμού, τα γεράνια και οι βασιλικοί».
Οι Αθηναίοι που έμεναν εκτός του κέντρου και δεν διέθεταν κάποιο πηγάδι χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις δημόσιες βρύσες, οι οποίες λειτουργούσαν και ως δημόσιοι χώροι κοινωνικής συνεύρεσης και συναναστροφής. Γράφει σχετικά ο Τίμος Μωραϊτίνης το 1952 στο βιβλίο Τα ρωμαντικά χρόνια της Αθήνας: «... Ο δήμος είχε στήσει σε κάθε γωνία μια βρύσι διά τους διψώντας δημότας. Οι περισσότερες από αυτές ήσαν μαρμάρινες με μιαν σιωπηλήν παγεράν μεγαλοπρέπειαν και ένα... ανάγλυφον ψάρι [...] στην οδόν Σόλωνος, στην Νεάπολιν, στο Μεταξουργείο, στο Γεράνι και αλλού υπήρχαν τέτοιες μαρμάρινες βρύσες με μεγάλους κρουνούς, σαν να επρόκειτο να περάσουν από εκεί ορμητικοί χείμαρροι [...] Η αθηναϊκή δημοτική βρύση έχυνε και αυτή ένα μόνο δάκρυ κάθε δώδεκα ώρες, ένα δάκρυ πόνου διά τους διψώντας κατοίκους της ανύδρου πόλεως. Και είναι ατελείωτοι οι γυναικοκαυγάδες που άναβαν γύρω από τη βρύση μεταξύ των νοικοκυράδων και των δουλικών όταν κατέφθανε η μυριοπόθητος σταγών [...] Υπήρχαν και ιδιωτικές των σπιτιών, αλλά και αυτές έσταζαν σαν κεραμίδια μετά την βροχήν. Παλιότερα ήταν και μία κοντά στη Ριζάρειο Σχολή, δώρο της δουκίσσης της Πλακεντίας προς τας διψώσας Αθήνας. Ήταν μαρμάρινη και είχε μια επιγραφή που έλεγε: "τοις διαβάταις". Είπα για τους καυγάδες που άναβαν γύρω από τη δημοτική βρύσι, με κανάτια, σταμνιά, γκαζοντενεκέδες, όταν ερχόταν το νερό. Πολλές φορές οι καυγάδες αυτοί ελάμβαναν διαστάσεις τέτοιες που ανεστάτωναν τη γειτονιά. Στο τέλος κατέφθανε ο αστυνόμος επί κεφαλής των "κλητήρων" με το κόκκινο επιστήθιο. - Τι τρέχει; ρωτούσε. - Μα, αν έτρεχε, κύριε αστυνόμε, δε θα γινότανε το κακό. Έχει τρεις μέρες να τρέξη».
Σύμφωνα με την κ. Μπέλλα, οι περισσότερες από τις βρύσες ήταν «πέτρινες και περίτεχνες, με μεγάλους κρουνούς, και αποτελούσαν έργα λαϊκών μαστόρων. Έφεραν λιθανάγλυφες παραστάσεις διαφόρων θεμάτων από την αρχαία Αθήνα ή χριστιανικά και βυζαντινά σύμβολα. Πασίγνωστες βρύσες ήταν η βρύση Καλαμιώτη (Ευαγγελιστρίας & Καλαμιώτου), η βρύση Εξέχωρου, η βρύση Λέκκα (Λέκκα & Κολοκοτρώνη), η βρύση του Χασεκή στον Βοτανικό, η βρύση του Ψυρρή, η βρύση Γεράνι, η βρύση του Αλίκοκκου, των Αέρηδων και πολλές άλλες. Ήταν διάσπαρτες σε διάφορα σημεία με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετούνται όλες οι συνοικίες της πόλης». Δυστυχώς, κατά την περίοδο της ανοικοδόμησης της πόλης η συντριπτική πλειονότητα αυτών καταστράφηκε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια