Έχει κάτι που σε μαγνητίζει η Δάφνη Πατακιά. Το βλέμμα της καίει κι έχει κι αυτό το πλατύ χαμόγελο- αυτό το κορίτσι έχει χωρίς αμφιβολία μια χαρισματική παρουσία στην μεγάλη οθόνη! Φέτος, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Τονί Γκατλίφ Djam με θέμα το ρεμπέτικο, μια ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη και έκανε την πρεμιέρα της στο 70ό Φεστιβάλ των Καννών αποσπώντας πολύ καλές κριτικές ενώ πριν λίγες μέρες το όνομά της ανακοινώθηκε ανάμεσα στους υποψήφιους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς για τα βραβεία Σεζάρ 2018.
Την Δάφνη την πρωτοείδαμε στη ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη Το ξύπνημα της άνοιξης αλλά και στο Interruption του Γιώργου Ζώη. Η νεαρή ηθοποιός γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στις Βρυξέλλες από Έλληνες γονείς, σπούδασε μπαλέτο και σύγχρονο χορό εκεί και στα 18 της έγινε δεκτή στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου και αποφοίτησε. Της αρέσουν πολύ οι ήρωες των αδερφών Νταρντέν, η τρέλα του Λεός Καράξ και το παράδοξο του Μπρουνό Ντιμόν ενώ η αγαπημένη της ελληνική ταινία είναι Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου. Η ίδια δεν νιώθει ούτε απόλυτα Ελληνίδα ούτε απόλυτα Βελγίδα. Αισθάνεται Ευρωπαία.
H Αθήνα είναι ένα μέρος όπου νιώθεις πως όλα και όλοι βράζουν, δημιουργικά ή και άσχημα. Αυτή είναι η γοητεία της, όλα είναι σε κίνηση.
Μου λέει πως όταν ήταν μικρή ήθελε να γίνει αρχαιολόγος και να κάνει ανασκαφές. Ονειρευόταν περιπέτειες σαν του Ιντιάνα Τζόουνς. «Ακόμα ονειρεύομαι περιπέτειες σε μακρινές χώρες». Την πρώτη της επαφή με το θέατρο την είχε μέσα από ερασιτεχνικές ομάδες στις οποίες συμμετείχε οικογενειακώς με τους γονείς και την αδελφή της. «Με διασκέδαζε το να βλέπω τους γονείς μου να μεταμορφώνονται για τους ρόλους τους και με συγκινούσε η αγάπη που είχαν για το θέατρο και το σινεμά».
«Ναι, γεννήθηκα και μεγάλωσα στις Βρυξέλλες. Θυμάμαι έντονα την αυλή του σχολείου μου. Πήγαινα στο Ευρωπαϊκό Σχολείο. Ιταλοί, Έλληνες, Άγγλοι, Βέλγοι, παιδιά από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, παίζαμε και μαλώναμε σε όλες τις γλώσσες. Θυμάμαι την παέγια που έτρωγα από το τάπερ της Ισπανίδας συμμαθήτριας μου, τους Πορτογάλους που κλαίγανε φορώντας τις φανέλες της εθνικής τους ομάδας όταν χάσανε στο τελικό του Euro και θυμάμαι να βάζουμε στοιχήματα για το ποιανού η χώρα θα κερδίσει στην Eurovision. Νιώθω τυχερή που μεγάλωσα ανάμεσα σε τόσες διαφορετικές κουλτούρες».
Στην Ελλάδα ήρθε όταν τελείωσε το σχολείο για να σπουδάσει υποκριτική. «Μου άρεσε πολύ το ελληνικό θέατρο που παρακολουθούσα πολύ όταν ερχόμουν διακοπές στην Ελλάδα. Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και πέρασα. Ακόμα δεν έχω πολλή εμπειρία στο θέατρο και το σινεμά. Η πρώτη παράσταση στην οποία δούλεψα ήταν το Φάουστ του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Η αφοσίωση και συγκέντρωση που έχει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός όταν δουλεύει με σημάδεψε. Θέλω να του μοιάσω σε αυτό», λέει η ίδια.
Τον Τόνι Γκατλίφ τον συνάντησε την μέρα που πέρασε από το κάστινγκ για την ταινία. «Είχα δει προηγούμενες του ταινίες, το Gadjo Dilo, το Latcho Drom. Μου αρέσει ότι μπλέκει συχνά το ντοκιμαντέρ με την μυθοπλασία κυρίως όταν κινηματογραφεί κόσμο να χορεύει και να τραγουδάει. Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα δεν μου είχε δώσει σενάριο. Μας έδινε τις σκηνές μια μέρα πριν το γύρισμα. Γυρίσαμε την ταινία σχεδόν σε χρονολογική σειρά και κάναμε το ίδιο roadtrip που κάνουν και οι χαρακτήρες στην ταινία από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Ο Γκατλίφ λειτουργεί ενστικτωδώς, η εξέλιξη του γυρίσματος ήταν πάντα απρόβλεπτη κι αυτό δίνει μεγάλη ελευθερία».
Η Δάφνη είχε κάποια ακούσματα από ρεμπέτικα αλλά δεν γνώριζε την μεγάλη ιστορία του είδους. «Με αφορμή όμως την ταινία ασχολήθηκα περισσότερο. Είχα ήδη κάποιες βάσεις στον μπαγλαμά και το δούλεψα λίγο παραπάνω. Από ρεμπέτικα κομμάτια με συγκινεί η "Μισιρλού" κι ας είναι χιλιοακουσμένο τραγούδι. Με συγκινεί η ιστορία του, το ότι τραγουδήθηκε τόσο πολύ και μεταμορφώθηκε σε τόσα διαφορετικά μουσικά είδη, από διασκευές ρέγκε μέχρι και τη διασκευή στο Pulp Fiction».
Πολλά από τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Λέσβο. «Φτάνοντας εκεί συνειδητοποίησα ότι η ενημέρωσή μου σε σχέση με το προσφυγικό ήταν ελλιπής. Η πραγματικότητα είναι πάντα πιο ωμή. Μια ταινία μπορεί να βοηθήσει ευαισθητοποιώντας το κοινό αλλά η πραγματική βοήθεια είναι αυτή που προσφέρουν όσοι πήγαν στο νησί».
Η Δάφνη αυτό τον καιρό ζει στο Παρίσι αλλά καμιά φορά της λείπει η Αθήνα. «Υπάρχουν λιγότεροι κώδικες συμπεριφοράς στην Αθήνα απ' ο, τι σε άλλες πόλεις. Είναι ένα μέρος όπου νιώθεις πως όλα και όλοι βράζουν, δημιουργικά ή και άσχημα. Αυτή είναι η γοητεία της, όλα είναι σε κίνηση».
— Δάφνη, πες μου μερικά πράγματα που σου αρέσει να κάνεις, σημαντικά ή ασήμαντα.
Μου αρέσει το τζιν τόνικ, ο μεσημεριανός ύπνος πιο πολύ από τον βραδινό, να χαϊδεύω τα κόκκινα βελούδινα καθίσματα στο σινεμά όταν βλέπω ταινία, μου αρέσει το τρέξιμο, οι ιστορίες της γιαγιάς μου για τον πόλεμο, μου αρέσει να ανοίγω σελίδες στην τύχη στα βιβλιοπωλεία. Μου αρέσουν πολύ οι μπάμιες. Μου αρέσει όταν περπατάω αργά το βράδυ με δυνατή μουσική στα αυτιά.