Ο Ελία Καζάν είχε να το λέει: κανένα από τα θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα του δεν τον έκανε να νιώθει τόσο περήφανος, όσο το μυθιστόρημα «Ο συμβιβασμός» που έγραψε στα μέσα της δεκαετίας του '60, στα 55 του, αναμοχλεύοντας τη διαδρομή του. «Ο λόγος είναι πολύ απλός, βγήκε από μέσα μου», σημείωνε στην αυτοβιογραφία του, είκοσι χρόνια αργότερα. «Ξαναδιαβάζοντάς το πρόσφατα, το βρήκα διασκεδαστικό, αληθινό και διεισδυτικό. Αν δεν το έχετε διαβάσει, σας το συνιστώ. Περιέχει όλα όσα είχα να πω για κείνην την εποχή, για τον τρόπο ζωής μας».
Κάποιοι κριτικοί στάθηκαν επιφυλακτικοί τότε, αλλά οι περισσότεροι υποδέχτηκαν το βιβλίο μ' ενθουσιασμό – ανάμεσά τους και λογοτέχνες όπως ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, ο Χένρι Μίλερ. Όσο για το πλατύ κοινό, προς μεγάλη έκπληξη του Καζάν, έσπευσε να προμηθευτεί το βιβλίο σαν φρέσκο ψωμάκι, κάνοντάς το, στόμα με στόμα, τεράστια εκδοτική επιτυχία. Τι πιο αναμενόμενο, λοιπόν, από το να επιδιώξει να το μεταφέρει αμέσως και στον κινηματογράφο; Αλίμονο, η ομώνυμη χολιγουντιανή παραγωγή του '68, με τον Κερκ Ντάγκλας και την Φέι Ντάναγουεϊ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, άφησε μάλλον ανικανοποίητο τον δημιουργό της.
Το μοτίβο που κυριαρχεί στον «Συμβιβασμό» είναι η κριτική του περίφημου αμερικανικού ονείρου, με τα βέλη ενός «ξένου» που κατάφερε να καρπωθεί από αυτό τη μερίδα του λέοντος, αλλά κατέληξε να το αποκηρύξει.
Εξαντλημένος εδώ και χρόνια, «Ο συμβιβασμός» επιστρέφει σε λίγες μέρες στις προθήκες από τις εκδόσεις Μελάνι, στην μετάφραση του Ηλία Μαγκλίνη στην οποία βασιζόταν και η προηγούμενη έκδοση του 2007. Η εκδότρια Πόπη Γκανά δεν θα ξεχάσει ποτέ το σοκ που δέχτηκε απ' αυτό το μυθιστόρημα στα νιάτα της, προβαίνοντας σ' επαναστατικές ακρότητες, τυλιγμένες πια σ' ένα πέπλο νοσταλγίας - «το διάβασα σε μια νύχτα, στα είκοσί μου, και μου άλλαξε τη ζωή». Μπορεί άραγε ο «Συμβιβασμός» να πυροδοτήσει και σήμερα ανάλογα συναισθήματα; Μπορεί να ωθήσει κάποιους εγκλωβισμένους μέσα στην επιτυχία τους να τα τινάξουν όλα στον αέρα; Το σίγουρο είναι πως λίγα μυθιστορήματα ρουφιούνται έτσι, με μια ανάσα, κι ακόμα λιγότερα διασχίζουν τις δεκαετίες χωρίς ν' αποκτήσουν ούτε ρυτίδα.
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής στον «Συμβιβασμό» είναι ένας σαραντατριάχρονος ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς, ο ανιψιός του Σταύρου από το «Αμέρικα Αμέρικα», ο Έντι Άντερσον. Υψηλό στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας του Λος Άντζελες, το alter ego του Καζάν εδώ, είναι ο αυτοδημιούργητος γιος ενός μετανάστη εμπόρου χαλιών από τη Μικρά Ασία, ένας βετεράνος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, μ' ένα σύντομο πέρασμα από το κομμουνιστικό κόμμα στο βιογραφικό του. Παλαιάς κοπής αρσενικό, αναθρεμμένος από μια υποτακτική αλλά γεμάτη κατανόηση μητέρα που πίστεψε στα όνειρά του, ο ευφυέστατος Έντι Άντερσον αντιλαμβάνεται απολύτως σε τι οφείλει τ' αγαθά που τον περιστοιχίζουν. Ξέρει πως ψεύδεται ασύστολα και στο σπίτι και στο γραφείο. Παντρεμένος με μια γυναίκα που αγαπάει –δίχως την στήριξη της οποίας θα ήταν ενδεχομένως ένα τίποτα, όπως παραδέχεται- αλλάζει διαρκώς ερωμένες, χωρίς να δένεται με καμία. Στο δε γραφείο, βγάζει συνεχώς άσσους από το μανίκι, σχεδιάζοντας εκστρατείες ικανές να εμφανίσουν μια μάρκα τσιγάρου ως την επιτομή του αιθέριου, του ακίνδυνου, του καθαρού. Για την σωτηρία της ψυχής του, ο Άντερσον συνεργάζεται με ψευδώνυμο με έγκυρα πολιτικά περιοδικά όπου επιδιώκει να λέει πάντα την ωμή αλήθεια. Ωστόσο, στην προσωπική του ζωή, από ένα σημείο κι έπειτα, το διπλό ταμπλό καταρρέει.
Η καινούρια ερωμένη του, η Γκουέν, μια κοπέλα μοντέρνα, ειλικρινής και χειραφετημένη, σπέρνει μέσα του την ιδέα ότι το μέλλον του θα μπορούσε να είναι διαφορετικό: πιο κοντά στα αληθινά ενδιαφέροντά του, πιο χαλαρό από τους κανόνες ευπρεπείας των καλιφορνέζων αστών, ανεξάρτητο από την κούρσα των εμπορικών συμβολαίων και της καταναλωτικής απληστίας, μακριά από κοκτέιλ πάρτι σε πισίνες με ολόφρεσκο γκαζόν, ελεύθερο από συμβιβασμούς. Είναι μια ερωμένη που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν θέλει να την αποχωριστεί. Όταν όμως η σχέση τους αποκαλύπτεται, όταν φωτογραφίες με γυμνές τους πόζες περνούν διακριτικά από τα χέρια της καθαρίστριας στα χέρια της θετής του κόρης, ο κλοιός που σχηματίζεται γύρω του παραείναι ασφυκτικός.
Για ένα διάστημα ο Έντι Άντερσον βαυκαλίζεται πως θα τα καταφέρει. Συντηρεί φιλότιμα την εικόνα του ζεύγους που κάνει το Μπέβερλι Χιλς ν' αναστενάζει, εξακολουθεί να κάνει επιτυχημένα διαφημιστικά. Ώσπου ένα πρωί, λες και οι κινήσεις του υπαγορεύονταν από κάποιον άλλο, ρίχνει το υπέροχο σπορ αμάξι του κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού. «Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς έγινε το ατύχημα». Αυτή είναι η εναρκτήρια φράση του «Συμβιβασμού». Ο Καζάν τοποθετεί τον ήρωά του, έστω και πρόσκαιρα, σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι, με τα χείλη σφαλισμένα και το βλέμμα κενό. Και στις επόμενες εξακόσιες περίπου σελίδες, ενώνει τη φωνή του με τη δική του, επιχειρώντας να βγάλει άκρη μ' ένα σωρό άλυτους λογαριασμούς.
Ο ίδιος ο Ελία Καζάν ουδέποτε ζήτησε δημόσια συγγνώμη για την προδοσία των συναδέλφων του το 1952 στην Επιτροπή Αντιαμερικανών Δραστηριοτήτων και τη συμβολή του στη δημιουργία της «μαύρης λίστας» επί Μακάρθι. Είναι ένα θέμα που απουσιάζει και από αυτό το βιβλίο. «Όταν γύρισα από τον πόλεμο», λέει κάπου ο αφηγητής, «το ΚΚ δεν σήμαινε τίποτε για μένα. Ήθελα να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο και να φτιάξω τη ζωή μου». Ωστόσο, όταν ο Καζάν έγραφε τον «Συμβιβασμό» δεν αγανακτούσε μόνο με τους «αριστερούς με τις Κάντιλακ» που συνωστίζονταν γύρω του. Τριάντα χρόνια μετά την αποχώρησή του από το Κόμμα, ήξερε καλά πως η επαφή του με τη μεγάλη μάζα των φτωχών που κάποτε υπερασπιζόταν είχε χαλαρώσει. Κι ήταν πια πεπεισμένος πως η επιτυχία, το χρήμα, ο ανελέητος ανταγωνισμός στο χώρο του θεάματος και η τρικυμιώδης προσωπική ζωή του, τον είχαν αποπροσανατολίσει.
Ένα σεβαστό μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις ταραγμένες σχέσεις του ήρωα με τον άξεστο ανατολίτη πατέρα του, τον οποίο και συναντά βαριά άρρωστο στη Νέα Υόρκη. Ο ήρωας του Καζάν, δεν δίνει μάχη μόνο με τους νόμους της αγοράς, αλλά και με το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, που του έχει κληροδοτήσει η καταγωγή του. Μέσα δε από την τρυφερή σχέση που διατηρεί ο Άντερσον με τη μητέρα του, ο Καζάν, δράττεται της ευκαιρίας να τιμήσει και τη δική του, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο μιας γυναίκας που έπρεπε να χηρέψει για ν' απολαύσει λίγο τη ζωή της. Το μοτίβο, εν τούτοις, που κυριαρχεί στον «Συμβιβασμό» είναι η κριτική του περίφημου αμερικανικού ονείρου, με τα βέλη ενός «ξένου» που κατάφερε να καρπωθεί από αυτό τη μερίδα του λέοντος, αλλά κατέληξε να το αποκηρύξει.