Ίσως να μην υπάρχει άλλη περίπτωση καλλιτέχνη τόσο αμφιλεγόμενη όσο αυτή του Αμερικανού σκηνοθέτη ελληνικής καταγωγής, Ηλία Καζάν. Ενός ανθρώπου που συνδέθηκε άρρηκτα με μερικά από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα της μεταπολεμικής Αμερικής, της δραματουργίας που ξεπήδησε ως απόρροια του οικονομικού κραχ του ΄29, κι αμέσως μετά τη μεγάλη περιπέτεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ψυχρού πολέμου που ακολούθησε λίγο αργότερα. Σε αυτόν οφείλει το αμερικανικό θέατρο τα ιστορικά πρώτα ανεβάσματα κλασικών αριστουργημάτων των κορυφαίων Αμερικανών συγγραφέων όπως του Θόρτον Γουάιλντερ, του Άρθουρ Μίλλερ και του Τενεσί Γουίλιαμς. Με μια παράλληλη δραστηριότητα σε εξίσου σημαντικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα στον κινηματογράφου που δειλά αλλά σταθερά αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη υπόσταση και καλλιτεχνική αναγνώριση τις δεκαετίες του ’50 και του ‘60. Ο δεύτερης γενιάς Έλληνας, πιο Αμερικάνος από τους Αμερικάνους, μέγας κριτής της κοινωνίας της αφθονίας, έμελε να τον αλώσει ολοκληρωτικά! Επιβάλλοντας μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής του, θρύλους του Χόλιγουντ σήμερα.
Ο Ηλίας Καζαντζόγλου γεννήθηκε το 1909 στην Κωνσταντινούπολη, στο Καντίκιοϊ, γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας ήταν έμπορος χαλιών, Ρωμιός της ακμάζουσας ακόμα τότε ελληνικής παροικίας, που δεν έπαυε να ανησυχεί για το μέλλον της οικογένειας του ζώντας σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Φοβούμενος τα χειρότερα και ακολουθώντας τον έναν του αδελφό ο οποίος πρώτος ξενιτεύτηκε στην Αμερική, πήρε τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Ο Ηλίας ήταν τεσσάρων χρονών.
Στο έργο του 1935 Περιμένοντας τον Λέφτι ο Καζάν ξεσήκωνε το κοινό με τη γροθιά του ψηλά φωνάζοντας «Απεργία»
Ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη Μασαχουσέτη με βασικότερο στόχο να αποφύγει πάση θυσία να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη αφού το μόνο που περίμεναν από αυτόν ήταν να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας στο εμπόριο χαλιών. Έτσι βρέθηκε μεταπτυχιακός φοιτητής θεάτρου στο περίφημο Γέηλ το οποίο ανέκαθεν είχε μία από τις απαιτητικότερες σχολές υποκριτικής. Ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι ήταν καλός ηθοποιός, και ίσως να είχε δίκιο. Παρόλ΄ αυτά με το που αποφοίτησε έγινε δεκτός στην πιο προοδευτική θεατρική ομάδα της εποχής, στο Group Theater όπου παιζόντουσαν έργα κοινωνικού προβληματισμού γραμμένα, σκηνοθετημένα και ερμηνευμένα από δηλωμένους αριστερούς καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Καζάν για μία περίοδο, μέχρι που κατάλαβε την ασφυκτική πίεση της ντιρεκτίβας και της στρατευμένης γραμμής. Αλλά το Group Theater ήταν πάνω από όλα ένα θέατρο ανθρωπιστικών αξιών όπου νέοι δημιουργοί έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να εκφραστούν - όπως ο Κλίφορντ Οντέτς. Στο έργο του 1935 Περιμένοντας τον Λέφτι ο Καζάν ξεσήκωνε το κοινό με τη γροθιά του ψηλά φωνάζοντας «Απεργία».
Ο Ελία Καζάν δεν έμεινε πολύ στο Κόμμα, κατάλαβε σύντομα ότι τέχνη και σοσιαλισμός δεν συμβαδίζουν απαραίτητα, ότι η δημοκρατικότητα μπορεί να γίνει ανασταλτικός παράγοντας στους καλλιτεχνικούς οραματισμούς. Ο ίδιος είχε ήδη ξεκινήσει να σκηνοθετεί στα πλαίσια της ομάδας και οι θεατρικές του φιλοδοξίες ξεπερνούσαν τα στενά όρια της συλλογικότητας. Άλλωστε το σύμφωνο Στάλιν – Χίτλερ του 1939 αποκαθήλωσε τα όνειρα πάρα πολλών Κομμουνιστών που είχαν πιστέψει στο μεγάλο όραμα δικαιοσύνης και δημοκρατίας του 20ου αιώνα. Στα οκτώ χρόνια που εργάστηκε ως ηθοποιός έπαιρνε συχνά ρόλους καρατερίστα -κοντός με σκληρά ανατολίτικά χαρακτηριστικά-, έκανε καλούς φίλους όπως τον Οντέτς και τον Λη Στράσμπεργκ που χρόνια αργότερα θα ηγούταν του Actor’s Studio.
Το 1942 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο Μπρόντουγεϊ με το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ, Με τα δόντια, με πρωταγωνίστρια την πληθωρική σούπερ σταρ Ταλούλα Μπάνκχεντ και τον Μοντγκόμερυ Κλιφτ σε πρώτη εμφάνιση. Αποτέλεσε τον πρώτο του θρίαμβο. Για τις επόμενες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες θα ακολουθούσαν πολλοί άλλοι και ακόμα σπουδαιότεροι. Όπως ήταν τα δύο σπουδαία έργα του Άρθουρ Μίλερ. Πρώτα το Ήταν όλοι τους παιδιά μου με το οποίο το 1947 κέρδισε το πρώτο του βραβείο Τόνυ και ακολούθως Ο Θάνατος του εμποράκου με το οποίο κέρδισε δύο χρόνια μετά το δεύτερο του Τόνυ. Αν και ήταν η γνωριμία του και η φιλία – σχέση ζωής με τον Τένεσι Ουίλιαμς που απέδωσε τις πιο αξιομνημόνευτες τους στιγμές στο θέατρο: Καμίνο Ρεάλ, Λυσσασμένη γάτα, Γλυκό πουλί της νιότης , Λεωφορείον ο Πόθος. Το τελευταίο, με πρωταγωνίστρια την Τζέσικα Τάντυ, ενώ όταν το μετέφερε το 1951 στον κινηματογράφο με την Βίβιαν Λη στο ρόλο της Μπλανς αλλά και τις δύο φορές με τον Μάρλον Μπράντο ως Κοβάλσκι, έναν νεαρό και άγνωστο τότε ηθοποιό που ο Καζάν εντόπισε στο Actor’s Studio που είχε ιδρύσει μαζί με φίλους του το 1947 για να δουλέψει με νιόβγαλτους ηθοποιούς επάνω στη «μέθοδο». Την αμερικανική εκδοχή της μεθόδου Στανιλάβσκι κοινωνικής και ψυχολογικής ταύτισης με το ρόλο.
Όταν του ζητήθηκε από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων να κατονομάσει κομμουνιστές εκείνος κατέδωσε οκτώ από τους πρώην συντρόφους και στενούς του φίλους από το Group Theater. Αυτό κάποιοι δεν του το συγχώρεσαν ποτέ, συμπεριλαμβανομένων και του Μίλερ αλλά και του Μπράντο.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να εδραιωθεί και στη σκηνοθεσία της μεγάλης οθόνης. Πρώτη του απόπειρα έγινε το 1945 όταν του πρότειναν να γυρίσει το γνωστό μυθιστόρημα της Μπέτι Σμιθ Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Θεωρούταν σπουδαίος δάσκαλος ηθοποιών και πράγματι στις ταινίες του κατάφερνε πάντα να αποσπάει από όλους σπουδαίες ερμηνείες. Με την πέμπτη του ταινία πάντως τη Συμφωνία κυρίων του ΄47 όπου έθιγε το θέμα του αντισημιτισμού, ένα σχεδόν τολμηρό εγχείρημα για την εποχή της, κέρδισε την απόλυτη αναγνώριση του Χόλυγουντ και το πρώτο του όσκαρ σκηνοθεσίας. Ενώ με την αμέσως επόμενη, Πίνκυ, έθιξε το θέμα του ρατσισμού. Θέματα που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο είχε και ο ίδιος νοιώσει, ως γιος μεταναστών, στο πετσί του.
Η βιομηχανία του κινηματογράφου σύντομα τον αγκάλιασε και του πρόσφερε γη και ύδωρ να κάνει ό, τι ήθελε. Έτσι, μετά την τεράστια επιτυχία της κινηματογραφικής εκδοχής του Λεωφορείου το 1951, εποχή του Μακαρθισμού όταν με την δικαιολογία της κομμουνιστικής απειλής κυνηγήθηκαν άνθρωποι και καταστράφηκαν υπολήψεις, καριέρες, ζωές, όχι μόνο στον καλλιτεχνικό χώρο, όταν του ζητήθηκε από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων να κατονομάσει κομμουνιστές εκείνος κατέδωσε οκτώ από τους πρώην συντρόφους και στενούς του φίλους από το Group Theater – ήδη γνωστούς στην Επιτροπή. Αν και παντοδύναμος στο Νεουρκέζικο θέατρο ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος να εξακολουθεί να κάνει κινηματογράφο μεγάλης πνοής. Αυτό κάποιοι δεν του το συγχώρεσαν ποτέ, συμπεριλαμβανομένων και του Μίλερ αλλά και του Μπράντο, αν και με τον τελευταίο γύρισε άλλες δύο ταινίες. Το 1952 το Βίβα Ζαπάτα για την Μεξικάνικη επανάσταση, ταινία που κατηγορήθηκε ως τροτσκική από την αριστερή διανόηση, και το 1954 το αριστουργηματικό Λιμάνι της αγωνίας, που επίσης ενόχλησε πολύ, όλες τις πλευρές που παρουσιάζονται μέσα στην πλοκή. Αποκάλυπτε τη διαφθορά στις αποβάθρες του Μανχάταν και του Μπρούκλιν όπου παρουσίαζε τον αρχηγό του συνδικάτου των λιμενεργατών να συνδέεται άμεσα με τη μαφία. Η ταινία θεωρείται η απάντηση του Καζάν στο ατόπημα του με την κατάθεση ονομάτων . Αλλά έτσι κι αλλιώς θεωρούσε, και μέχρι το τέλος της ζωής του αυτό διατείνονταν, ότι η ανόσια αυτή πράξη του για πολλούς, τον απελευθέρωσε καλλιτεχνικά. Με το λιμάνι της αγωνίας, όπου η μουσική ήταν του Λέοναρντ Μπερνστάιν, κέρδισε το δεύτερο όσκαρ σκηνοθεσίας και το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.
Το 1955 γύρισε σε έγχρωμο σινεμασκόπ το Ανατολικά της Εδέμ, βασισμένο σε ένα διήγημα του Τζον Στάινμπεκ, με μία ακόμα ανακάλυψη του Actor’s Studio, τον Τζέιμς Ντην. Για τον μετέπειτα θρύλο – είδωλο αμφισβήτησης ήταν και η μοναδική ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε που πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Το 1961 ο Καζάν επέβαλε ακόμα έναν ηθοποιό ως πρωταγωνιστή, τον Γουόρεν Μπίτι στο Πυρετός στο αίμα δίπλα σε μια σταρ – παιδί θαύμα την Νάταλι Γουντ της οποίας η ταινία αυτή επανεκκίνησε την φθίνουσα καριέρα της. Αλλά ήταν το 1963 την πιο ώριμη του στιγμή που κατάφερε να γυρίσει την πιο προσωπική του ταινία, το Αμέρικα, Αμέρικα βασισμένο στην ιστορία του θείου του με πρωταγωνιστή ένα Έλληνα, τον Στάθη Γιαλελή και με εξαιρετική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία μεγάλης εικαστικής ομορφιάς δεν είχε την ανάλογη εισπρακτική επιτυχία με τις προηγούμενες του. Άλλωστε οι μόλις τρεις ταινίες που ακολούθησαν δεν είχαν από τα στούντιο την υποστήριξη των προηγούμενων δεκαετιών...
Αντικατέστησε τη σκηνοθεσία με τη συγγραφή μυθιστορημάτων και κατάφερε να μεταφέρει ένα από αυτά στην οθόνη θεωρώντας το επίσης μια πολύ προσωπική κατάθεση. Ο συμβιβασμός, του 1969 ενόχλησε ακόμα μια φορά την μικροαστική Αμερική. Έτσι, όταν γύρισε τον Τελευταίο μεγιστάνα το 1976 βασισμένο σε μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ , με ένα θαυμαστό καστ που συμπεριλάμβανε τους Ρόμπερτ ντε Νίρο, Τόνυ Κέρτις, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τζακ Νίκολσον, Ζαν Μορώ και πολλούς άλλους, η εταιρία παραγωγής δεν του επέτρεψε καμία επέμβαση στο σενάριο που υπέγραφε ο Χάρολντ Πίντερ αλλά ούτε στο τελικό μοντάζ. Ήταν η τελευταία του ταινία.
Οι προσπάθειες του στη δεκαετία του΄80 να γυρίσει στην Ελλάδα το μυθιστόρημα του Πέρα από το Αιγαίο, βασισμένο στη Μικρασιατική καταστροφή έβρισκε εμπόδιο μάλλον την ελληνική εθνικοφροσύνη, καθώς ζητούσε από την Ελλάδα στρατιωτική βοήθεια με ένα σενάριο που κρατούσε ίσες αποστάσεις στις ευθύνες Ελλήνων και Τούρκων, και λιγότερο η επιρροή του Ζυλ Ντασέν συζύγου της Μελίνας Μερκούρη, υπουργού πολιτισμού τότε, στη μη-πραγματοποίηση της παραγωγης όπως ισχυριζόταν ο ίδιος. Ήταν γνωστή η οργή του Ντασέν, παλιό γνώριμο του Καζάν και θύμα του Μακαρθισμού ο οποίος ήταν από εκείνους που ποτέ δεν του συγχώρεσαν την κατάθεση του στην επιτροπή. Έφτασε μάλιστα να πληρώσει ολοσέλιδη καταχώρηση στην εφημερίδα Hollywood Reporter καταγγέλλοντας την απόφαση της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου να απονέμει το 1999 στον Καζάν τιμητικό όσκαρ για το σύνολο του έργου του. Στην τελετή πάντως τον συνόδεψαν ο Ντε Νίρο και ο Μάρτιν Σκορτσέζε ενώ από κάτω κάποιοι αστέρες τον χειροκρότησαν όρθιοι και κάποιοι παρέμειναν σιωπηλοί και άπραγοι. Ο Ηλίας Καζαντζόγλου απεβίωσε στο σπίτι του στο Μανχάταν σε ηλικία 94 ετών το Σεπτέμβριο του 2003.