Ο Αλφρέντ Ζαρί γεννήθηκε για να προκαλεί. Οι συμμαθητές του μιλούν για έναν τρομερό ταραχοποιό, μισό παλιόπαιδο, μισό παιδί-θαύμα, που «ηδονιζόταν να επιτίθεται στη σεμνοτυφία μας...
Απολάμβανε να βλέπει τα μάγουλά μας να κοκκινίζουν από ντροπή και φθόνο» όπως μαρτυρά ένας εξ αυτών*.
Ενίοτε ο Ζαρί ερχόταν στην τάξη αργοπορημένος κι εξαντλημένος, σαν να είχε μείνει άυπνος όλο το βράδυ. Όταν τον ρωτούσαν πού είχε πάει, απαντούσε ψύχραιμα «στα-μπουρ-δέ-λα».
Υπερβολικά κοντός και μάλλον απότομος στους τρόπους του, διέθετε παρ' όλα αυτά μια παράξενη γοητεία που σαγήνευε όποιον τον συναντούσε.
Στο Παρίσι, όπου κατέφθασε το 1891, ο λογοτεχνικός αέρας δονούνταν από τους παλμούς του ρωσικού μυθιστορήματος, του αναρχισμού, του αποκρυφισμού και του συμβολισμού.
Ο Ζαρί άρχισε να γράφει πυρετωδώς ποίηση και πρόζα, εμπνεόμενος από τους δικούς του ήρωες, τον Ραμπελαί, τον Σαίξπηρ, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον Αριστοφάνη, τον κόσμο της εραλδικής και της Καμπάλα.
Οι συντελεστές της παράστασης υπάκουσαν πρόθυμα στο γράμμα του κειμένου, αναπαρέστησαν όλα όσα ζητάει, χωρίς ποτέ να διαποτιστούν από το αληθινό πνεύμα του. Επέδειξαν σεβασμό εκεί όπου έπρεπε να επιδείξουν δημιουργική ασέβεια.
Το διαμέρισμά του ήταν γεμάτο χαμαιλέοντες και βαλσαμωμένες κουκουβάγιες, ενώ όταν κληρονόμησε λίγα χρήματα, αγόρασε ένα κουκλοθέατρο για να διασκεδάζει τους καλεσμένους του. Αιώνιο παιδί, πετούσε από το παράθυρο ρεβίθια στα ημίψηλα καπέλα των περαστικών.
Όσο περνούσε ο καιρός, τα μαλλιά του μάκραιναν και φορούσε όλο και πιο παράξενα ρούχα – μια κάπα με κουκούλα, παντελόνια με τα μπατζάκια μέσα στις κάλτσες και γυναικείες μπλούζες, επειδή τα ανδρικά πουκάμισα τον έπνιγαν. Έπινε μετά μανίας και αποκαλούσε το αψέντι «ιερό νερό» και «ουσία της ζωής».
Το λευκό πρόσωπό του θύμιζε γύψινη μάσκα και η συμπεριφορά του έμοιαζε να χάνει σταδιακά καθετί ανθρώπινο. Περιφρονούσε επιδεικτικά τους καλούς τρόπους και, όταν μιλούσε, τόνιζε εξίσου όλες τις συλλαβές, ακόμη και τις άηχες.
Μετά την πρεμιέρα του Υμπύ Τυράννου, το 1896, μία από τις πιο σκανδαλώδεις στην ιστορία του θεάτρου, ο Ζαρί έγινε διάσημος. Ήταν 23 ετών. Η επιτυχία αυτή τον έπεισε πλέον να περάσει οριστικά στην άλλη όχθη, να απολέσει την ταυτότητά του και να υιοθετήσει μια άλλη.
«Ο Υμπύ τον κατέκτησε και τον κυρίευσε πλήρως, τον κατάπιε ολόκληρος [...] Είχε βρει τον Άλλο του, τη σάρκα των παραισθήσεών του» γράφει ο Roger Shattuck.
Ο ρόλος του βασιλιά Υμπύ, τον οποίο θα υιοθετούσε ως το τέλος της ζωής του, οδήγησε τον συγγραφέα να χρησιμοποιεί το βασιλικό «εμείς», όποτε αναφερόταν στον εαυτό του.
Ο επιτηδευμένος λόγος και η προκλητική στάση του, όμως, δεν ήταν κούφιες πόζες: συνιστούσαν μια συνειδητή απόρριψη κάθε κριτηρίου αληθοφάνειας και κανονικότητας, μια υπέρτατη προσπάθεια συνένωσης της τέχνης και της ζωής – όπως άλλωστε θα την οραματίζονταν, πολλά χρόνια αργότερα, και οι σουρεαλιστές.
Η διάθεση του συγγραφέα να σπάσει τα καλούπια, να βγει έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, έγινε ιδιαίτερα αισθητή στον Υμπύ Τύραννο, ένα έργο που γεννήθηκε όταν ο Ζαρί ανέβαζε παραστάσεις κουκλοθεάτρου με τους συμμαθητές του για να κοροϊδέψουν τον υπέρβαρο και μαλθακό καθηγητή τους.
Στην «ενήλικη» εκδοχή του, ο Υμπύ, παρακινημένος από την Κυρα-Υμπύ, θα σκοτώσει τον βασιλιά της Πολωνίας και θα πάρει την εξουσία σπέρνοντας τον όλεθρο: μια κτηνώδης μαριονέτα, απαλλαγμένη από πάσης φύσεως συναισθήματα, ένας επικίνδυνος γκροτέσκος μπέμπης, αδηφάγος και ισοπεδωτικός, που ποδοπατά σαν άτσαλος, αφηνιασμένος ελέφαντας όποιον και ό,τι βρεθεί μπροστά του.
Βλάσφημο και ανυπόταχτο, το έργο τρέχει ιλιγγιωδώς μέσα σε μια μαύρη τρύπα παραλογισμού, σε ένα σύμπαν όπου έχει χαθεί κάθε ηθική αξία, κάθε έννοια δικαίου και συμπόνοιας.
Καταστρέφει τα συρτάρια του μυαλού και της κοινωνικής οργάνωσης, ένας σαρκαστικός άνεμος που γίνεται ανεμοστρόβιλος και ταυτόχρονα η φάρσα ενός παιδιού που θέλει να τα κάνει όλα λίμπα και να χορέψει πάνω στα ερείπια κρατώντας μια γιγάντια γαρδούμπα.
«Ο Υμπύ είναι ένα βδελυρό υποκείμενο και γι' αυτό μοιάζει σε όλους μας» σημείωνε ο συγγραφέας στο πρόγραμμα της θρυλικής παράστασης του Théâtre de l' Oeuvre. Η αίσθηση που προκάλεσε ήταν τεράστια και το αποτύπωμα βαθύ.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ζαρί θα ενέπνεε το νταντά, το αιρετικό αντι-κίνημα των ανήσυχων απογόνων του, οι οποίοι αντέδρασαν στη φρίκη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αμφισβητώντας και ανατρέποντας κοροϊδευτικά όλα τα δεδομένα της τέχνης.
Προφανώς η λέξη «σκρατά» –η πρώτη του έργου– δεν μπορεί σήμερα να ξεσηκώσει τις ίδιες βίαιες αντιδράσεις που προκάλεσε στην πρεμιέρα του 1896. Αν το «γράμμα» του έργου έχει χάσει την ισχύ του, δεν συμβαίνει το ίδιο με το πνεύμα του όμως. Τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε...
Η ομάδα νέων καλλιτεχνών που φιλοξενούνται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στρώθηκαν με περισσή επιμέλεια στην προετοιμασία της παράστασής τους.
Ήταν όλα προσεγμένα και με ακρίβεια σχεδιασμένα: το ευφρόσυνο disco-glam σκηνικό, οι εναρκτήριοι τίτλοι σε στυλ Star Wars, οι ηθοποιοί (Μάνος Βαβαδάκης, Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Κατερίνα Ζησούδη, Άρης Λάσκος, Μαρία Μοσχούρη, Γιάννης Νιάρρος) διαθέσιμοι, κεφάτοι, έτοιμοι να επιδοθούν σε πάσης φύσεως κωμικά σκέρτσα για να μας ξελογιάσουν.
Δυστυχώς, παρά τις καλές προθέσεις, από το εγχείρημα απουσίαζε εντελώς η αναρχική πνοή του Υμπύ: ο ξέφρενος καλπασμός της φαντασίας και του χιούμορ του, ο αφοπλιστικός τρόπος με τον οποίο πετάει τα θεμέλια της ορθότητας, της καλλιέπειας και της λογικής στην τουαλέτα, τραβώντας εκκωφαντικά το καζανάκι.
Οι συντελεστές της παράστασης υπάκουσαν πρόθυμα στο γράμμα του κειμένου, αναπαρέστησαν όλα όσα ζητάει, χωρίς ποτέ να διαποτιστούν από το αληθινό πνεύμα του. Επέδειξαν σεβασμό εκεί όπου έπρεπε να επιδείξουν δημιουργική ασέβεια.
Δεν είναι τόσο ότι έκαναν κάτι άστοχο, όσο ότι δεν έκαναν κάτι ευφάνταστο: κάτι που να κλοτσάει το αυτονόητο και να αιφνιδιάζει τον θεατή με την τόλμη του.
Τα περιορισμένης έμπνευσης ευρήματα, η προσκόλληση στις σκηνικές οδηγίες, η αδυναμία αυτονόμησης από τον «Μπαμπά» Υμπύ, προκαλούν την καθίζησή τους. Τα μικρά κλωσόπουλα δεν ανοίγουν ποτέ τα φτερά τους. Το κείμενο δεν γίνεται ποτέ δικό τους.
Ακόμη κι αν μπολιάζουν σπασμωδικά τη δράση με σατιρικές πολιτικές νύξεις («πεθαίνει το παλιό, έρχεται το καινούργιο» λέει ο Τύραννος), η παράσταση δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο του χαριτωμένου και του αναμενόμενου.
Η μοναδική στιγμή όπου ο σκηνοθέτης αναλαμβάνει μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία είναι στη σκηνή της μάχης: η σύρραξη Πολωνών - Ρώσων αποδίδεται εδώ με τη Ρίτα Σακελλαρίου στο πάλκο να ξεσηκώνει στρατηγούς και στρατιώτες σε ένα παρανοϊκό, αστείο τσιφτετέλι (απολαυστικός εδώ ο Άρης Λάσκος-Υμπύ).
Ακόμη και μ' αυτό το ελαφρώς κουρασμένο εύρημα αισθανόμαστε να μας διαπερνά φευγαλέα η χαρά του νταντά.
Ιnfo:
Αλφρέντ Ζαρί
Υμπύ Τύραννος
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Σκηνοθεσία-σκηνογραφία: Μάνος Βαβαδάκης
Μουσική: Γιάννης Νιάρρος
Κοστούμια: Γιωργίνα Γερμανού
Κίνηση-βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Μιχελάκης
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Παίζουν: Μάνος Βαβαδάκης, Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Κατερίνα Ζησούδη, Άρης Λάσκος, Μαρία Μοσχούρη, Γιάννης Νιάρρος
Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή -1
(Σκηνή «Κατίνα Παξινού»)
Κτίριο Rex, Πανεπιστημίου 48, 210 3305074, 210 7234567
Παρ.-Κυρ. 21:00
Γενική είσοδος: €10, €6 για ανέργους
*Από το βιβλίο του Roger Shattuck, «The Banquet Years: The Origins of the Avant-Garde in France, 1885 to World War I» (1955)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια