Φέτος συμπληρώνονται 500 χρόνια από την γέννηση ενός από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της βενετικής Αναγέννησης και η επέτειος αυτή τιμάται δεόντως από το Musée du Luxembourg στο Παρίσι, με την έκθεση Τιντορέττο, η γέννηση μιας ιδιοφυΐας, η οποία επιλέγει να εστιάσει στην πρώτη περίοδο του έργου του.
Ο Γιάκοπο Ρομπούστι, ή σύμφωνα με πρόσφατα ευρήματα Γιάκοπο Κομίν, πήρε το προσωνύμιο Τιντορέττο που στην κυριολεξία σημαίνει «ο μικρός βαφιάς», όχι λόγω της ζωγραφικής του αλλά εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του, ο οποίος ήταν βαφέας.
Γεννημένος σε μια βαθιά ταξική κοινωνία, ο Τιντορέττο άνηκε στους «ποπολάνι», τη λαϊκή κάστα της Βενετίας, η οποία ήταν αποκλεισμένη από τις πολιτικές θέσεις και τα ανώτερα αξιώματα.
Ήδη από πολύ μικρή ηλικία ο Γιάκοπο χρησιμοποιούσε τις βαφές του πατέρα του για να ζωγραφίζει εντυπωσιακά γκράφιτι, πρακτική που του εξασφάλισε μια θέση μαθητείας ζωγράφου, κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο του Μπονιφάτσιο ντε' Πιτάτι.
Η δεξιοτεχνία του ήταν τέτοια που τον τον Ιανουάριο του 1538, πριν καν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, κατάφερε να εδραιωθεί ως ζωγράφος με δικό του εργαστήρι!
Παρά τους επικριτές του, ως ζωγράφος συνέχισε να διαπρέπει και το έργο του λειτούργησε ως ιδανική «γέφυρα» μεταξύ της Αναγέννησης και του Μπαρόκ που σύντομα αναδύθηκε και επικράτησε κατά τον 17ο αιώνα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική.
Επιθυμώντας να αφήσει πίσω την ταπεινή του καταγωγή, ο Τιντορέττο μετέρχεται έξυπνων εμπορικών στρατηγικών, ακολουθεί προχωρημένες πρακτικές δημοσίων σχέσεων και στα έργα του υιοθετεί αισθητικούς κανόνες που του επιτρέπουν πολύ γρήγορα να διασχίσει την απόσταση ως τις πλούσιες κατοικίες, τα παλάτσο, τις εκκλησίες και το παλάτι των Δόγηδων. Χάρη στη ζωγραφική ξεφεύγει από την ανωνυμία.
Εκφράζοντας την οργιάζουσα φαντασία του, δημιούργησε έργα θεαματικά που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα και την προσοχή των πλούσιων πατρόνων των τεχνών.
Η έκθεση για τον Τιντορέττο επιθυμεί ακριβώς αυτό: να μας συστήσει στην καλλιτεχνική παραγωγή των πρώτων 15 ετών του ζωγράφου, εμβαθύνοντας στα έργα που του επέτρεψαν να εδραιώσει την φήμη του και να αρχίσει να δέχεται παραγγελίες από τους ευπατρίδες και ισχυρούς της εποχής του.
Το πρώτο τμήμα της έκθεσης συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων το «Προσκύνημα των Μάγων», δάνειο του Μουσείου του Πράδο, έργο στο οποίο μπορεί κανείς να διακρίνει την επίδραση του επίσης Βενετσιάνου Τισιανού, τον οποίο ο Τιντορέττο θαύμαζε αλλά φιλοδοξούσε να ξεπεράσει.
Η ιδιαιτερότητα της πόλης-κράτους της Βενετίας την εποχή εκείνη είναι ότι δεν διέθετε βασιλική οικογένεια βασιλική οικογένεια, αυλή ή πρίγκιπες - μαικήνες.
Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η εγκαθίδρυση μιας αγοράς Τέχνης, πολύ νωρίτερα σε σύγκριση με άλλες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, κάτι που επέτρεψε στους ντόπιους ζωγράφους και γλύπτες να παράγουν έργα όχι μόνο κατά παραγγελία, αλλά ελεύθερα, επιλέγοντας οι ίδιοι το θέμα, τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν στην ελεύθερη αγορά.
Η διακόσμηση επίπλων παρέχει μια επιπλέον πηγή εσόδων στους ζωγράφους κι ο Τιντορέττο αφιερώνει μέρος του χρόνου του στην δραστηριότητα αυτή όπου του επιτρέπεται να είναι πιο τολμηρός στα θέματα και την τεχνική του.
Επέλεγε ιστορίες από τη μυθολογία και την Παλαιά Διαθήκη, τις οποίες αναπαριστούσε τρομακτικά ή τους προσέδιδε ερωτικό ύφος για να κάνει αίσθηση.
Φιλόδοξος, επεδίωκε να αποκτήσει γρήγορα πρόσβαση στους πλούσιους πελάτες και για τον λόγο αυτό αποφάσισε να ρίξει τις τιμές του.
Το αποτέλεσμα ήταν να δεχθεί σημαντικές παραγγελίες αλλά και να συγκεντρώσει την μήνη των συναδέλφων του επειδή «χαλούσε» την πιάτσα.
Γρήγορα, ο Τιντορέττο κατάφερε να αποκτήσει πολλούς εχθρούς στη Βενετία αλλά πλέον ήταν καλά δικτυωμένος και δεχόταν πολλές παραγγελίες, τα οποία αρχικά πρόδιδαν την επιρροή του Τισιανού αλλά σύντομα κατάφερε να προσθέσει το δικό του κάπως εγκρατές προσωπικό στυλ, το οποίο εστίαζε λιγότερο στην αμφίεση και περισσότερο στα πρόσωπα των μοντέλων του αποδίδοντας την εσώτερη φύση τους.
Αρκετά από τα μοντέλα του δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ, ενώ τα μικρότερα έργα απεικονίζουν κοντινά πρόσωπα του κύκλου του: ζωγράφους, μουσικούς και συγγραφείς.
Την περίοδο εκείνη ο Τιντορέττο άρχισε να μοιράζεται και το ατελιέ του με τον Τζιοβάνι Γκαλίτσι, παλαιό φίλο με τον οποίο είχανε μαθητεύσει μαζί στον Μπονιφάτσιο ντε' Πιτάτι.
Στη «συγκατοίκηση» αυτή οφείλεται και η ταραχή που κατέλαβε τους ειδικούς στον Τιντορέττο το 1995, όταν ο Αμερικανός ιστορικός της τέχνης Ρόμπερτ Έκολς δήλωσε πως πολλά ελάσσονα έργα που του αποδίδονταν, ήταν στην πραγματικότητα πίνακες του Γκαλίτσι.
Η διαμάχη αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, ενώ το ερώτημα αν ο Τιντορέττο ήταν η ιδιοφυΐα και ο Γκαλίτσι ο τεχνίτης δεν έχει απαντηθεί οριστικά
Στην έκθεση έχει συμπεριληφθεί κι ο πίνακας «Ο Άγιος Μάρκος μεταξύ δύο αγίων» του 1547, με υπογραφή του Γκαλίτσι, όπου η επίδραση του Τιντορέττο είναι εμφανής.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Γκαλίτσι άρχισε να αντιγράφει ξεδιάντροπα τα έργα του Τιντορέττο, οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Την περίοδο εκείνη στην Βενετία γνώρισε μεγάλη άνθηση και το θέατρο, μάλιστα υπολογίζεται πως μεταξύ 1442 και 1565 στην πόλη υπήρχαν περισσότεροι από 50 θίασοι, οι λεγόμενοι Compagnie della Calza με τους οποίους ο Τιντορέττο ανέπτυξε φιλικές σχέσεις.
Ταυτόχρονα η πόλη αναγεννήθηκε και αρχιτεκτονικά, με τον Γιάκοπο Σανσοβίνο, αρχιτέκτονα, γλύπτη και φίλο του Τιντορέττο να βρίσκεται στο προσκήνιο του κινήματος ανανέωσής της.
Τα δύο αυτά στοιχεία εξάπτουν την φαντασία του ζωγράφου, όπως φαίνεται και από ένα τμήμα της έκθεσης που είναι αφιερωμένο στα έργα που εμπνεύστηκε από σκηνικά παραστάσεων και αρχιτεκτονικές γκραβούρες.
Οι προοπτικές καδράρονται ιδανικά από στύλους και μνημεία που θυμίζουν την αρχαιότητα, στοιχεία που συχνά υπερισχύουν της υπόλοιπης σύνθεσης.
Παρότι δεν ήταν γλύπτης, ο Τιντορέττο θαύμαζε απεριόριστα την συγγενική αυτή τέχνη και σύμφωνα με τον Κάρλο Ριντόλφι, τον πρώτο βιογράφο του, δεν εφείδετο ποτέ χρημάτων προκειμένου να αποκτήσει αντίγραφα κλασικών μαρμάρινων αγαλμάτων ή γλυπτών του Μιχαήλ Άγγελου ώστε να τα μελετήσει.
Όπως είναι εμφανές και από την ελαιογραφία του «Ο Άγιος Λουδοβίκος, ο Άγιος Γεώργιος κι η πριγκίπισσα» (1551), ο Τιντορέττο τους δίνει την προσήκουσα προσοχή και στη συνέχεια πραγματοποιεί σχέδια με έντονες φωτεινές αντιθέσεις χρησιμοποιώντας τεχνητό φως ώστε να μιμηθεί την πλαστικότητα των γλυπτών, αποδίδοντας έτσι στην ζωγραφική του μια μεγαλύτερη συνάφεια με τη γλυπτική.
Το τελευταίο μέρος της έκθεσης εστιάζει στη θέση του γυναικείου γυμνού στο έργο του Τιντορέττο στην πρώιμη περίοδο του.
Έχοντας πλέον εδραιωθεί και αναγνωριστεί ως σπουδαίος ζωγράφος, στο εργαστήρι του έρχονται να θητεύσουν αρκετοί νέοι ζωγράφοι, κάποιοι εκ των οποίων προέρχονται από την εξίσου σπουδαία φλαμανδική σχολή.
Στις αρχές του 1550 ξεκίνησε την εκτέλεση του πρώτου μεγάλου έργου του με θέμα την Γένεση, μέρος της οποίας είναι «Το Προπατορικό Αμάρτημα» που επίσης εκτίθεται στο Musée du Luxembourg, και μεταξύ 1551 – 1556 το γυναικείο γυμνό σχεδόν κυριαρχεί στις συνθέσεις του.
Οι βιβλικές φιγούρες της Εύας, της Σωσσάνας αλλά και οι μυθολογικές μορφές των Μουσών, αποτυπώνονται με όλο το κάλλος και την ευδαιμονία του γυναικείου σώματος να ξεδιπλώνεται στους πίνακες του Τιντορέττο με τα χαρακτηριστικά των ερωμένων του.
Δεν τις παραθέτει όμως μόνο ως ελκυστικά αξεσουάρ των ανδρικών μύθων αλλά τις ζωγραφίζει με μία μοναδική ένταση και βάθος για την εποχή του, προσδοκώντας να μας αποκαλύψει τις περιστάσεις που τις οδήγησαν στις πράξεις που αναπαριστά στους πίνακες του.
Η έκθεση επιλέγει να ρίξει την αυλαία της ακριβώς στο κατώφλι της μεγάλης δόξας του Τιντορέττο που σύντομα κλήθηκε να ζωγραφίσει έργα που κόσμησαν το παλάτι των Δόγηδών και να καταξιωθεί ως ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της Βενετίας.
Παρά τους επικριτές του, ως ζωγράφος συνέχισε να διαπρέπει και το έργο του λειτούργησε ως ιδανική «γέφυρα» μεταξύ της Αναγέννησης και του Μπαρόκ που σύντομα αναδύθηκε και επικράτησε κατά τον 17ο αιώνα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική.
Info:
Η έκθεση Tintoret. Naissance d'un génie – Τιντορέτο, η γέννηση μιας ιδιοφυΐας παρουσιάζεται στο Musée du Luxembourg στο Παρίσι και θα διαρκέσει έως την 01.07.2018.
σχόλια