Οι διακοπές στη Φολέγανδρο ξεκίνησαν με τους χειρότερους οιωνούς: πηγαίνοντας να ξυπνήσω τον γιο μου διαπίστωσα ότι έχει δέκατα – και φυσικά κανένα παιδί δεν σταματά εκεί. Μια και τα εισιτήρια είχαν βγει και το ξενοδοχείο είχε σχεδόν εξοφληθεί, η μόνη επιλογή που αποφασίσαμε ότι έχουμε ήταν να ξεκινήσουμε και ο... Θεός βοηθός. Μοναδική αλλαγή στα σχέδιά μας ήταν το θερμόμετρο και το αντιπυρετικό που έριξα βιαστικά στην τσάντα μου.
Όταν το κλίμα είναι στραβό, πάντα θα βρεθεί ένας γάιδαρος να το φάει: μέχρι το βράδυ ο μικρός είχε ανεβάσει 39 πυρετό κι εγώ είχα μάθει τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ που περίμενα, όπου και ήμουν επιτυχούσα μεν, μη διοριστέα δε. Ωστόσο, το πείσμα μας να «διακοπεύσουμε» επιβραβεύτηκε: στη Φολέγανδρο μείναμε έξι μέρες και περάσαμε υπέροχα.
Η Χώρα είναι ξελογιάστρα και δύσκολα θα ξεκολλήσετε. Αξίζει όμως να αφιερώσετε χρόνο και στην Άνω Μεριά, τον δεύτερο μεγάλο οικισμό του νησιού. Τα σπιτάκια που τον απαρτίζουν δεν είναι παρά θεμωνιές, δηλαδή αγροικίες που από την αρχαιότητα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αγροτών και κτηνοτρόφων, όταν λόγω φόρτου εργασίας δεν ήθελαν να ανεβοκατεβαίνουν στη Χώρα. Σε μια τέτοια θεμωνιά στεγάζεται και το Λαογραφικό Μουσείο του νησιού.
Ένα νησί που καταφέρνει με την αύρα του να κάνει ευτυχισμένους ένα πιτσιρίκι που κάθε βράδυ ψήνεται για μία ώρα στον πυρετό και μια μαμά που κλαίει τη μοίρα της δεν μπορεί παρά να είναι ένα ξεχωριστό νησί – δεν είναι τυχαίο ότι η Φολέγανδρος τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ραγδαία και από κορυφαία επιλογή των backpackers έχει μετατραπεί σε «ψαγμένο» προορισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος διαμονής.
Στη Φολέγανδρο δεν είναι απαραίτητο να πάρει κανείς αυτοκίνητο. Από το λιμάνι στην κοντινή Χώρα και στην Άνω Μεριά μπορείς να πας με λεωφορείο ή ταξί, ενώ η πλειονότητα των παραλιών είναι προσβάσιμη με καραβάκι ή με τα πόδια – προσωπικά, η τελευταία επιλογή με αφήνει παγερά αδιάφορη. Τα Χοχλίδια, η παραλία του λιμανιού, καθώς και η Αγκάλη, προτείνονται σε όσους έχουν παιδιά ή θέλουν να έχουν άμεση πρόσβαση σε ταβέρνες και τα σχετικά.
Για τους πιο... ολιγαρκείς, από τον Καραβοστάση ξεκινάνε τακτικά καραβάκια για τις παραλίες του νησιού, ενώ όταν ο καιρός είναι καλός μπορείτε να κάνετε και τον γύρο του. Λιβαδάκι, Άγιος Νικόλαος, Κάτεργο, όλες οι παραλίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δεν έχουν ομπρέλες και ξαπλώστρες. Φροντίστε να έχετε μαζί σας ό,τι θεωρείτε απαραίτητο, για να μη γίνετε... ψητοί. Η αγαπημένη μου παραλία, το Κάτεργο, ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες που γεννά το όνομά της – δεν έχει ούτε πόσιμο νερό.
Αυτό, ωστόσο, που κατά τη γνώμη μου κάνει το νησί μοναδικό είναι η Χώρα του, ίσως η ωραιότερη των Κυκλάδων. Το παλαιότερο κομμάτι της είναι μεσαιωνικό, σε πολύ καλή κατάσταση, και περιτριγυρίζεται από το χτισμένο στην άκρη του γκρεμού Κάστρο που έχτισε τον 13ο αιώνα ο Βενετός Μάρκος Σανούδος. Μπείτε από τη Λότζια, την κύρια είσοδο του Κάστρου, πάνω από την οποία κρεμόταν η καμπάνα που ειδοποιούσε τους κατοίκους να επιστρέψουν για να κλείσουν το βράδυ οι πύλες, ή από το Παραπόρτι, που οδηγεί στην κουκλίστικη Κάτω Ρούα, φωτογραφίες της οποίας σίγουρα κάπου θα έχετε δει.
Δυο Παναγίες μονοπωλούν το ενδιαφέρον των επισκεπτών: η Παναγία η Παντάνασσα, μέσα στο Κάστρο, και η Παναγία η οποία δεσπόζει πάνω από τη Χώρα. Η Παντάνασσα χτίστηκε από τον Ηρακλειώτη Γεώργιο Στάη που κατέφυγε στο νησί όταν η Κρήτη κυριεύτηκε από τους Τούρκους το 1669. Από το προαύλιο της εκκλησίας μπορείτε να δείτε μέχρι τη Μήλο, τη Σίφνο και την Κίμωλο.
Η Παναγία η αλήθεια είναι ότι απαιτεί περισσότερη προσπάθεια, αλλά η καταπληκτική θέα της Χώρας από ψηλά και ο ίδιος ο ναός με τους τρεις τρούλους και το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του Τηνιακού μαρμαρογλύπτη Καπαριά, θα σας αποζημιώσουν για το λαχάνιασμα.
Πόσες πλατείες μπορεί να έχει μια μικρή κυκλαδίτικη Χώρα; Πολλές, είναι η απάντηση, και προσωπικά αυτό ήταν που αγάπησα περισσότερο στο νησί. Πλατεία του Κρητικού, πλατεία Κονταρίνη, Πιάτσα –η παλαιότερη πλατεία της Χώρας–, πλατεία Ντούναβη: η μια πιο όμορφη από την άλλη, με καλόγουστα μαγαζιά για να πιείτε και να φάτε, ξεκινώντας οπωσδήποτε από τα τοπικά χειροποίητα ζυμαρικά που θα βρείτε παντού, τα ματσάτα.
Η Χώρα είναι ξελογιάστρα και δύσκολα θα ξεκολλήσετε. Αξίζει όμως να αφιερώσετε χρόνο και στην Άνω Μεριά, τον δεύτερο μεγάλο οικισμό του νησιού. Τα σπιτάκια που τον απαρτίζουν δεν είναι παρά θεμωνιές, δηλαδή αγροικίες που από την αρχαιότητα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αγροτών και κτηνοτρόφων, όταν λόγω φόρτου εργασίας δεν ήθελαν να ανεβοκατεβαίνουν στη Χώρα. Σε μια τέτοια θεμωνιά στεγάζεται και το Λαογραφικό Μουσείο του νησιού, που παρουσιάζει το αγροτικό νοικοκυριό των Κυκλάδων, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Η Άνω Μεριά εξακολουθεί να είναι αγροτικός οικισμός, οπότε όλο και κάποιον θα συναντήσετε καβάλα στο γαϊδουράκι του να επιστρέφει από το κοπάδι ή το μποστάνι του. Πολλοί είναι εκείνοι που φτάνουν μέχρι εδώ για να φάνε ματσάτα στη «Συνάντηση», από τα χέρια της κυρίας Μαρίας. Οφείλω να ομολογήσω ότι εμείς μάθαμε το μυστικό εκ των υστέρων, με αποτέλεσμα να είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναπάμε στη Φολέγανδρο. Όχι τίποτε άλλο, αλλά δεν μας αρέσει να αφήνουμε εκκρεμότητες.
σχόλια