Φορμάικα Λαντ. Ελευθεροτυπία, 1994
Παλιό μου άρθρο, το έγραψα μέσα στην άδεια βιοτεχνία που μόλις είχαμε νοικιάσει στη Βαρβάκειο, για να γίνουν γραφεία του «01»
Είδα πρώτη φορά την Αθήνα στο Άνω Καλαμάκι. Ξύπνησα απ΄το ταξίδι και βρισκόμουν σ’ ένα λόφο γυμνό, με λίγα σπίτια κι ένα χωματόδρομο με λάσπες. Πάμφτωχοι συγγενείς, εύθυμοι και λιγάκι τυχοδιώκτες, ήταν οι πρώτοι που έφτιαξαν ένα παλιόσπιτο στα χωράφια αυτά (πέριξ της Θεομήτορος), με κοτέτσια και κατσίκες! Μας φιλοξένησαν για 10 μερες― ήταν 1968 και ήμουν εννέα χρόνων. Απογοητεύτηκα από την πρώτη εικόνα. Αλλά το άλλο απόγευμα (είχε συννεφιά και ήταν Κυριακή) ανεβήκαμε με το Opel στο βουνό πάνω απ’ το Ελληνικό να δούμε τ’ αεροπλάνα. Ο δυνατός αέρας μου έδινε ένα αίσθημα ελευθερίας, ο μεγάλος ουρανός, η άδεια έκταση, ο τρόπος που η μάνα μου γελούσε συγκρατώντας τη φούστα της.
Κι έπειτα, βυθίστηκα σ’ ένα φορμάικα-όνειρο. Σε συνοικιακές ντίσκο (στους Καλογήρους), σε κραιπάλες της Ποσειδώνος, σε γλέντια πίσω από παραπήγματα — οι μεγάλοι μεθούσαν στην κουζίνα κι εγώ χόρευα με τα ξαδέρφια μου στη σάλα Beatles, πιθανόν και Δάκη. Τότε πρωτοκατάλαβα την άγρια δίψα για ζωή που έχουν τα λαϊκά προάστια. Την ένταση του χρήματος, τον ηλεκτρισμό του σεξ.
Είδα ότι το σώμα είναι το κυριότερο περιουσιακό στοιχείο των φτωχών και ο ταξικός φθόνος είναι απάλευτος. Είδα πρώτη φορά δράση —πάθος, υγρά μάτια, αυτά τα γλέντια που η μικροαστική μας κοσμιότητα δεν επέτρεπε κάτω στο νησί— και το ’νιωσα στο πετσί μου ότι ο δρόμος είναι η δημοκρατική πασαρέλα, το πιo λαμπρό αστέρι της βιοχημικής μου κολεξιόν.
Αλλά ο άνθρωπος ξεχνάει εύκολα. Τον εαυτό του. Ξαναγύρισα στην Αθήνα, φοιτητής πια, ενήμερος της κοινωνικής μου θέσης, ενήμερος του μισθού που παίρνει ο πατέρας μου, ενήμερος της αξίας των Ρόλεξ. Και προσπάθησα να ανέβω πίστα, κοινωνική, οικονομική.
Τώρα που φθάσαμε στην ακμή μας, ηλικιακά τουλάχιστον— απο πεποίθηση και ανάγκη, κατεβαίνω πάλι στη πίστα την παλιά, τη χαμηλή, και επιστρέφω, εκεί που ζει το αίμα μου, οι συγγενείς μου, το παρελθόν μου.
Αλλά πάντα κάτι στράβωνε, κι αυτό, στο μεταξύ, ήταν η μόνη ένδειξη ότι δεν είμαι από μέσα πεθαμένος: Το διαμέρισμα στο Κολωνάκι παρέμενε πάντα αντίσκηνο, τις μισθάρες τις σπαταλούσα στα πιο αθόρυβα πράγματα, είναι ζήτημα αν χρησιμοποίησα έστω μια φορά το «όνομά» μου για να κερδίσω κάτι — ούτε καν οι «πόρτες» δεν με ξέρουν και μόλις με μάθουν εξαφανίζομαι.
Στο μεταξύ παρακολούθησα τους ευγενείς συνοδοιπόρους μου. Παιδιά απ’ την επαρχία που κατέβηκαν στην Αθήνα, όπως οι Ούνοι στην Ευρώπη: ΝΑ ΓΑΜΗΣΟΥΝ. Ήθελαν να ξεσκίσουν τις γυναίκες του εργοδότη τους, να ξεβρακώσουν τα πλουσιόπαιδα, να ανατινάξουν τα βόρεια προάστεια, να γίνουν το σέξι δέος της κυρίας Υπουργού, να γίνουν έστω η παραμυθία ενός δροσερού μόδιστρου.
Δεν ξέρω αν φταίει η αγοραφοβία μου ή η προβλεψιμότητά τους για το γεγονός ότι ουδέποτε τα βρήκαμε. Τα ίδια πράγματα κάναμε, τις ίδιες ψευδαισθήσεις εξωραΐζαμε, τα ίδια κόμπλεξ ποτίζαμε (άλλος με σπέρμα, άλλος με δάκρυ) — αλλά φίλοι ποτέ δεν γίναμε. Ίσως γιατί εγώ παρέμεινα στιλιστικά επαρχιώτης, ενώ εκείνοι φόρεσαν (αιματηρά αγορασμένα) Dolce & Gabanna.
Πλάκα κάνω, οι διαφορές μας ήταν βαθύτερες. Γι αυτό και τώρα που φθάσαμε στην ακμή μας, ηλικιακά τουλάχιστον— απο πεποίθηση και ανάγκη, κατεβαίνω πάλι στη πίστα την παλιά, τη χαμηλή, και επιστρέφω, εκεί που ζει το αίμα μου, οι συγγενείς μου, το παρελθόν μου. Κι ανασυνθέτω (ενήμερος πια) την πρώτη εκείνη εικόνα της Αθήνας με τα αεροπλάνα στο Καλαμάκι.
Τι χαζός που υπήρξα! Πίστεψα ότι δύναμη είναι να συναναστρέφομαι πλούσιους με μυαλό μπιφτέκι, ή να με συζητούν ανθρωποι που θα ‘θελα να μη τους ξέρω. Είναι κουραστικό, είναι βαρετό! Αν πας να ζήσεις τη ζωή σου σαν καριέρα, πολύ πριν γίνεις διευθυντής, θα σε απολύσει η αυτολύπηση.
Επιστρέφω, λοιπόν, στους παλιούς δρόμους ―στην Αθηνάς, ας πούμε. Όταν πηγαίνω αργά το βράδυ (στα γραφεία ενός περιοδικού που ετοιμάζουμε κάτι φίλοι — στην πλατεία της Κεντρικής Αγοράς) κοιτάζω τους ξενύχτηδες και τους λαχαναγορίτες, λέω ένα γεια στα τραβεστί που στέκονται στην είσοδο και ανεβαίνω στον 6ο όροφο με ένα αίσθημα απορίας — σαν παιδί.
Στα διαλείμματα, βγαίνω να πιω ένα ουίσκι στο μπαλκόνι. Η Αθήνα, μετά από πολύ καιρό, μου φαίνεται πάλι λαμπερή, ατίθαση — στην πρίζα. Μικρά μπλε φώτα περνούν αργά στον ουρανό — σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα πάνω απ’ την Ακρόπολη. Ανθρώποι ταξιδεύουν. Οι εποχές αλλάζουν. Φυσάει.
Έχω πολλά να μάθω ακόμα...
Ελευθεροτυπία, 1994, Στήλη »Επιλογές»