Ο Ανδρέας Λόλης ήταν εξαρχής καταχωρισμένος στο μυαλό των ομοτέχνων του και όσων τον γνώριζαν ως ένας σπουδαίος «μάστορας» του μαρμάρου. Μέχρι που μια συγκεκριμένη στιγμή και ξαφνικά −αλά Θεοφάνεια− ήρθε σε όλους η επιφοίτηση του τεράστιου εννοιολογικού υπόβαθρου που φέρει το έργο του.
«Η γλυπτική στο μάρμαρο είναι μια παρεξηγημένη πρακτική, επειδή παραμένει υπερβολικά συνδεδεμένη με την παράδοση και την τεχνική και λιγότερο με την παραγωγή ιδεών. Πρόκειται για μια προκατάληψη που υψωνόταν μπροστά μου σταθερά και από την αρχή.
Και είναι βέβαιο ότι η κατάκτηση της τεχνικής είναι και ευλογία και κατάρα, γιατί μπορεί μεν να σε εκτινάξει στο φάσμα των εννοιών αλλά και να σε κρατήσει πάντα κοντά της, χωρίς να εξελίσσεσαι καλλιτεχνικά» λέει ο ίδιος, που αποφοίτησε με άριστα το 2002 από το Α' Εργαστήριο Γλυπτικής της ΑΣΚΤ και το 2005 έφυγε με υποτροφία του ΙΚΥ για μεταπτυχιακές σπουδές στην Carrara της Ιταλίας, απ' όπου τελείωσε επίσης με «άριστα» και βράβευση.
Τα αντικείμενα που επιλέγει να αναπαραστήσει σε γλυπτά –οι χαρτόκουτες, οι παλέτες εμπορευμάτων, οι σακούλες σκουπιδιών κ.λπ.− είναι ισχυρότατα σύμβολα της παγκοσμιοποίησης και της ρύπανσης του περιβάλλοντος, όπως και των υπόλοιπων δεινών που προέκυψαν από τη νεότερη διαμόρφωση της διεθνούς οικονομίας.
Το 2012 καταγράφεται ως η χρονιά καμπής προς τη διεθνή αναγνώρισή του, όταν, χάρη σε πρόταση της γκαλερί Breeder που τον εκπροσωπεί, συμπεριλήφθηκε έργο του στο «Πάρκο Γλυπτών» του περίφημου Frieze Art Fair στο Λονδίνο.
Ήταν σίγουρα μια συμμετοχή με σπουδαία διεθνή προβολή, όμως όσοι είδαν τον «Μονόδρομο», όπως ήταν ο τίτλος της 3ης Μπιενάλε της Αθήνας, το 2011, θα επέμεναν ότι εκείνη ήταν η έκθεση που πυροδότησε πρώτη και στο έπακρο το ενδιαφέρον για το έργο του Λόλη.
Η Νάγια Γιακουμάκη, επιμελήτρια και επικεφαλής Επιμελητικών Σπουδών στην Whitechapel Gallery του Λονδίνου, στην οποία ανατέθηκε η τωρινή έκθεση του Λόλη, λέει ότι μέσα από τα έργα του και ακολουθώντας τα πολλαπλά επίπεδα προσέγγισής τους μετακινείσαι πάντα προς μια πρόσληψή τους που είναι πολιτικού χαρακτήρα και συσχετίζεται με το πλαίσιο που οριοθετούν οι πρακτικές της διεθνούς οικονομίας.
«Τα αντικείμενα που επιλέγει να αναπαραστήσει σε γλυπτά –οι χαρτόκουτες, οι παλέτες εμπορευμάτων, οι σακούλες σκουπιδιών κ.λπ.− είναι ισχυρότατα σύμβολα της παγκοσμιοποίησης και της ρύπανσης του περιβάλλοντος, όπως και των υπόλοιπων δεινών που προέκυψαν από τη νεότερη διαμόρφωση της διεθνούς οικονομίας. Για παράδειγμα, η πεποίθηση ότι τα αγαθά είναι πια ευτελή και αναλώσιμα, ώστε να τα πετάμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όμως, λόγω του μαρμάρου που χρησιμοποιεί ο Λόλης, ακόμα κι αν αφήναμε τα έργα του σε ένα χωράφι, θα στέκονταν για πάντα εκεί ως σύμβολα μιας νέας μονιμότητας που διαθέτει τη δύναμη της επιβολής της» λέει η κ. Γιακουμάκη.
Και είναι γεγονός ότι μία εκ πρώτης όψεως αφανής πηγή της γοητείας που ασκούν τα έργα του Λόλη είναι το θάρρος τους να προκαλούν σε αντιπαράθεση −με αλαζονεία− τη δύναμη του χρόνου.
Ταυτόχρονα, όμως, από το ίδιο σημείο πηγάζει και το δραματικό στοιχείο τους, που είναι η «σκουπιδοποίηση» ως νέος γενικός κανόνας – η ξαφνική αφαίρεση κάθε αξίας που θα μπορούσε να έχει κάτι και η οποία χαρακτηρίζει την καινούργια, πεζή πραγματικότητα που επιβάλλεται χωρίς οίκτο και επ' αόριστον, χωρίς άγχος για το αν θα επικρατήσει, αφού έχει ήδη εδραιωθεί.
Η «σκουπιδοποίηση» των πάντων καταλαμβάνει μια θέση που δεν είναι κεντρική στη ροή της καθημερινότητάς μας αλλά είναι τρομακτικά παρούσα και σταθερή, παρά το ότι εμείς συχνά την παραβλέπουμε ή τη δικαιολογούμε.
Ο καλλιτέχνης και η επιμελήτρια της έκθεσης γνωρίζουν καλά πόσο πιο βίαιη μπορεί να νιώσει κάποιος μια ανεπαίσθητη παρουσία. Γι' αυτό και τα εκτιθέμενα έργα είναι τοποθετημένα κυρίως περιφερειακά –στις άκρες αυτού του ήσυχου και όμορφου κήπου με το πιο βελούδινο γκαζόν στο κέντρο της πόλης−, σαν να ήθελαν να περάσουν απαρατήρητα.
Αλλά είναι και τόσο «φυσική» η παρουσία τους σε αυτό το περιβάλλον που ο επισκέπτης θα μπορούσε να τα προσπεράσει, χωρίς να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για έργα – θεωρώντας ότι πραγματικά βλέπει κάποια παρατημένη χαρτόκουτα ή μια ξύλινη σκάλα ξεχασμένη να ακουμπά στον μαντρότοιχο.
Το παιχνίδι των ψευδαισθήσεων παίζεται διαρκώς και παραλλάσσεται. Όπως, ας πούμε, στην περίπτωση των μαρμάρινων καλαμιών που επιδιώκουν να ξεγελάσουν ακόμα και την αφή του θεατή που θα τα αγγίξει, χάρη στη φυσική κίνησή τους.
Όμως, ο στόχος είναι πάντα ένας: να μεταφέρουν το μήνυμα της «σκουπιδοποίησης», το οποίο σε αυτήν την έκθεση εμπλουτίζεται με μια πιο ξεκάθαρη και ευθεία αναφορά στον ευτελισμό και της ανθρώπινης αξίας.
Είναι κάτι που υπογραμμίζεται από το έργο που καταλαμβάνει την πιο κεντρική θέση μέσα στον κήπο, με το παγκάκι πάνω στο οποίο βρίσκονται μια μαρμάρινη κουβέρτα και ένα μαξιλάρι. Ένα έργο που εκ πρώτης όψεως είναι κάπως παράταιρο σε σχέση με τα υπόλοιπα, μια και το μαρμάρινο στέλεχός του (που στις περιπτώσεις όλων των άλλων έργων συνιστά το σύνολο του έργου) εδώ είναι σαν να τοποθετείται πάνω σε βάθρο (που είναι το παγκάκι).
Εν πάση περιπτώσει, η έκπτωση της ανθρώπινης αξίας αξίζει μια πιο πλουμιστή παρουσίαση. Αν και το σημαντικότερο μήνυμα στην όλη απεικόνιση είναι ξανά το ίδιο: ήρθε για να μείνει.
Το πιο δυσάρεστο σε όλα αυτά είναι ότι παρέχουν και προεκτάσεις των νοημάτων. Για παράδειγμα, τη «σκουπιδοποίηση» της αξιοπρέπειας των πολιτών, που προκάλεσε εδώ η πολυετής και ατελείωτη οικονομική κρίση και μάλλον θα παγιωθεί.
Μπορεί να μη φτάσουμε όλοι στην κατάσταση εξαθλίωσης που βιώνουν οι άστεγοι, αλλά πολλοί από μας θα μπορούσαμε να νιώθουμε ότι διάγουμε ζωή άστεγου με σπίτι (ή και σπίτια), σαν παραπεταμένες μαρμάρινες χαρτόκουτες που ολοένα γκριζάρουν υπό τον ήλιο και τη βροχή, αλλά ακίνητες (και αμετακίνητες) στη θέση τους ατενίζουν τον χρόνο της ζωής να περνά.
Ομοίως και με το υπέροχο μάρμαρο Διονύσου στο οποίο ο Λόλης με τη σπουδαία μαστορική του δίνει την όψη γερασμένου φελιζόλ. Το λευκό, φυσικό, πανέμορφο και ευγενές αυτό υλικό –ένα απτό σύμβολο της αρχαίας πολιτισμικής κληρονομιάς− είναι πλέον όμοιο (χάρη στη γλυπτική του Λόλη) με το αναλώσιμο ευτελές συνθετικό υλικό που με την πρώτη ευκαιρία ξαποστέλνουμε στους κάδους απορριμμάτων.
Ένα θέμα προς σκέψη είναι ότι παρά το τόσο μεγάλο και ξεκάθαρο εννοιολογικό φορτίο των έργων, οι αγνοί θεατές (αλλά και οι κάπως πιο «διεφθαρμένοι» από τη στενότερη σχέση τους με τη διαδικασία της παραγωγής των εικαστικών έργων) στέκονται κυρίως στη «μαστοριά» τους. Είναι σαν αυτή, για κάποιον λόγο, να βαραίνει (και κυρίως να γοητεύει) περισσότερο απ' ό,τι ο συναισθηματικός αντίκτυπος που μπορεί να προκαλέσουν το έργο και η εξώθηση σε μια ακολουθία σκέψεων και συνειρμών.
Τα έργα του δημιουργούνται, όπως λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, χωρίς σχέδιο ή πλάνο, μόνο επειδή εκείνος αποκρίνεται στην απάντηση που δίνει το υλικό στο χτύπημα της σμίλης του. «Εμένα ο λόγος μου ως καλλιτέχνη δεν παράγεται από τη διαδικασία της κατασκευής αλλά αφού το γλυπτό έχει ολοκληρωθεί. Επίσης, εκείνος που νιώθει αυτό το υλικό και ξέρει πώς το χειρίζεται ένας γλύπτης θα καταλάβει ότι τα έργα μου δεν είναι τέλεια.
Η μαστοριά που βάζω είναι τόση όση, ώστε το έργο να στέκεται ως γλυπτό και όχι ως αντιγραφή του αληθινού. Αναζητώ κάθε φορά το σημείο όπου η μαστοριά είναι αρκετή ώστε το έργο μου να είναι πειστικό για μένα, πριν από οποιονδήποτε άλλο. Αλλά για να μη μείνουμε μόνο σε μομφές κατά της μαστοριάς, ας πούμε ότι χάρη σε αυτήν γεννιέται η πρώτη θερμή σχέση και η οικειότητα του θεατή με το γλυπτό».
Σίγουρα, η μαστοριά και ο θαυμασμός που γεννά στον θεατή κάθε γλυπτό του Λόλη είναι το «δόλωμα» για να καταπιεί το «δηλητήριο» που περιέχει το εννοιολογικό φορτίο του. Το ερώτημα όμως παραμένει: μήπως ο θεατής τρώει το δόλωμα και απομακρύνεται ευτυχής, χωρίς να πιαστεί στο αγκίστρι του μηνύματος του έργου;
Αν αυτό του συμβεί, είναι κρίμα για τον ίδιο. Θα περνούσε καλύτερα αν είχε αγκιστρωθεί.
Αυτή είναι και η μόνη στενόχωρη σκέψη που μπορεί να κάνει κάποιος βλέποντας αυτά τα έργα, τα οποία εξάπτουν τη σκέψη και την επιθυμία να αντικρίσεις ευθέως το δράμα που φωτίζουν.
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση του Ανδρέα Λόλη, Prosaic Origins, που παρουσιάζεται στη Βρετανική Σχολή Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Έργο στη Πόλη 2018».
σχόλια