Δύο είναι οι τρελοί που κατάφεραν να εισβάλουν στα ατελείωτα πεδία της δυτικής λογοτεχνίας, βάζοντας φωτιά στα δεδομένα και τις προκαταλήψεις της: ο Δον Κιχώτης και ο Τρίστραμ Σάντι (κύριος από σόι). Και οι δύο έβγαλαν με θάρρος τη γλώσσα στον κλασαυχενισμό της επιστήμης και της αφήγησης, ξέροντας ότι στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει ούτε ιερό ούτε όσιο: αντέδρασαν γελώντας στις κατακτήσεις της φιλοσοφίας, μετέτρεψαν σε όνειρο τις αρχές της πραγματικότητας και τίναξαν στον αέρα τις λογοτεχνικές συμβάσεις. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να είναι πέρα για πέρα αληθινοί – ίσως και να θυμίσουν ότι το πιο ασήμαντο μπορεί τελικά να αποδειχθεί σημαντικό, αν εξυπηρετεί την ανάγκη της πλοκής και της αφήγησης. Αν ο ιππότης Δον Κιχώτης και ο αλλόκοτος «ιππέας» Τρίστραμ Σάντι κατέληξαν να φαντάζουν, σύμφωνα με τα προβλέψιμα μέτρα και στεγανά, αλλόκοτοι και γελοίοι, είναι ακριβώς γιατί αντέστρεψαν το προβλέψιμο μέτρο και δεν υποτάχθηκαν σε καμία εξωτερική αρχή. Ο «αστείος» έως και φαιδρός ήρωας του Θερβάντες, όπως και ο όμορος εκφραστικά «κλόουν» του Λόρενς Στερν, διεκτραγώδησαν περιγελαστικά τον φόβο του θανάτου, θυμίζοντας πως η ιλαρότητα είναι το μόνο και αποκλειστικό αντίδοτο στην υποκρισία. Τίποτα, μάλιστα, δεν έμεινε όρθιο από τον καλπασμό τους: ειδικά ο Τρίστραμ Σάντι βάδισε με ιλιγγιώδη βήματα στην καρδιά της δυτικής αφήγησης για να φτάσει σε εποχές που ούτε καν έχουμε ακραγγίξει εκφραστικά και νοηματικά. Ήταν ποδηγέτης και πρωτοπόρος, ανατροπέας και μέγας κανιβαλιστής.
Γι' αυτό και δεν υπάρχουν ακριβείς όροι για να προσεγγίσει κανείς το αριστούργημα Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι (κυρίου από σόι) και είναι ευτύχημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά στη μνημειώδη μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη (από τη σειρά των βιβλίων-ορόσημων για την ιστορία της λογοτεχνίας, όπως είναι η Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg). Γραμμένο μόλις το 1760, κατάφερε να αποσχιστεί από οποιαδήποτε ανατρεπτική φόρμα καθιέρωσαν οι γραφές του μέλλοντος: ο τρόπος που η εξιστόρηση εμπλέκει διαφορετικές μορφές έκφρασης, καταργώντας μέχρι και τον ίδιο τον αφηγητή, ξεπερνά ακόμη και το ίδιο το μεταμοντέρνο, ενώ η ιδανική ειρωνική ενατένιση σε ό,τι θεωρούνταν δέον, σίγουρο και αληθινό εξηγεί γιατί ο Στερν έγινε το πρότυπο σε όλα τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα των επόμενων αιώνων. Οι ντανταϊστές εντόπισαν τις βασικές θέσεις τους στους Δαιμονικούς του Στερν –αυτούς τους αλλόκοτους κυνηγούς του παραλόγου–, ενώ μοντερνιστές όπως ο Προυστ αλλά και ο ίδιος ο Τζόις βρήκαν τα σπάργανα των επιρροών τους στον μέγα αυτό «στρατηλάτη» της αφήγησης. Αλλά δεν ήταν μόνο η φόρμα που ξάφνιασε τους πρωτοπόρους της γραφής και της ύπαρξης, ήταν και ο μετασχηματισμός κάθε ανθρώπινης έννοιας σε κάποια άλλη, διαφορετική από αυτήν που ξέραμε ως τότε. Από αυτή την άποψη, όπως επισήμανε και ο Μίλαν Κούντερα στον Πέπλο, ο Στερν ήταν εφευρέτης της γραφής: «Η ιστορία της τεχνολογίας εξαρτάται ελάχιστα από τον άνθρωπο και την ελευθερία του· υπακούει στη δική της λογική, κι έτσι δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτό που ήταν, ούτε από αυτό που θα είναι· μ' αυτή την έννοια, είναι απάνθρωπη· αν δεν είχε ανακαλύψει τη λυχνία ο Έντισον, θα την ανακάλυπτε κάποιος άλλος. Αν όμως ο Λόρενς Στερν δεν είχε την τρελή ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα χωρίς κανένα στόρι, δεν θα το είχε γράψει κανένας άλλος, και η ιστορία του μυθιστορήματος δεν θα ήταν αυτή που ξέρουμε».
Κι όντως, η ιστορία του μυθιστορήματος δεν θα ήταν αυτή που ξέραμε: δεν θα είχε την επιστημονική ακρίβεια κι επάρκεια που απαιτείται για να κοροϊδεύει κανείς τους πεφωτισμένους ιατρούς, επιστήμονες και φιλοσόφους της εποχής του, το κανιβαλικό χιούμορ που μπορεί και καταλύει κάθε βέβαιο συμπέρασμα και τη μαεστρία με την οποία ο συγγραφέας περιπλέκει τις λογοτεχνικές βεβαιότητες, αφήνοντας τον αναγνώστη σε αμφιβολία ακόμη και για την ίδια του την επάρκεια: «Και στο ζήτημα αυτό, κύριε, είμαι τόσο απόλυτος και ιδιότροπος, ώστε, αν πίστευα ότι ήσασταν σε θέση να διαμορφώσετε την παραμικρή γνώμη ή εικασία του τι υπάρχει στην επόμενη σελίδα, θα την έσκιζα από το βιβλίο μου» γράφει ο Στερν, απευθυνόμενος στον αναγνώστη του. Όσο για την ιστορία, δεν κρατάει κανένα δεδομένο όρθιο μέχρι τέλους. Ο αναγνώστης πρέπει να γυρίσει την 300ή σελίδα για να φτάσει στον έβδομο χρόνο της ύπαρξης του κεντρικού ήρωα Τρίστραμ Σάντι, έχοντας καταλάβει ότι τελικά ελάχιστη σημασία, σε αντίθεση με αυτό που λέει ο τίτλος, έχουν οι απόψεις του. Αντίθετα, αυτό που συνειδητοποιεί μέσα από τις αδιανόητες θεωρίες του πατέρα του Τρίστραμ, Γουόλτερ, αλλά και τις περιπέτειες του θείου του Τόμπι, είναι τι μπορεί να πάθει κανείς κάθε φορά που παρασύρεται από τις βεβαιότητές του. Έτσι, ανάμεσα στην αφήγηση παρεμβάλλονται διαρκώς διάσπαρτες λέξεις και επανασχεδιάζονται οι πρώτες ύλες του προηγούμενου κεφαλαίου, φτάνοντας πολλές φορές στο αντίθετο σημείο του εκφραστικού ορίζοντα (αφού δεν υπάρχουν ούτε καν τα συνηθισμένα σημεία στίξης, ενώ τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και η ίδια η ετυμολογία των λέξεων). Οι ασφαλείς παρατηρήσεις, όπως παραδέχεται κάπου προς το τέλος και ο ίδιος ο αφηγητής, «μένουν για πάντα στη θήκη του μόνιππου» και στη θέση τους υπάρχει ένας κενός χώρος για να χωρέσει ο αναγνώστης ολόκληρο το σύμπαν – των προσδοκιών του, των ασελγών σκέψεων και των πραγμάτων που δεν θα ξεχάσει ποτέ να πάρει μαζί του φεύγοντας από τη ζωή. Άλλωστε, αν υπάρχει ένα μυθιστόρημα που επιβεβαιώνει σε κάθε του σελίδα ότι η λογοτεχνία είναι απαραίτητη για τον καθένα, όπως η ανάσα για την ίδια τη ζωή, αυτό είναι «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίσταμ Σάντι» – ενός κυρίου, φυσικά, από σόι. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από αυτό.
σχόλια