Τρεφόμαστε από την ιδέα των ρομαντικών ηρώων. Εμπνεόμαστε από εικόνες σαν αυτή της Σύλβια Πλαθ. Ένα σύμβολο ταλέντου, ομορφιάς και νεότητας. Έτσι, υπάρχει πάντα αυτή η επικίνδυνη, τραγική παρεξήγηση: Να βλέπουμε τα έργα τους σαν μια προετοιμασία για το τέλος, ή σαν μέρος του δραματικού τους τέλους.
Μια τέτοια ρομαντική ηρωίδα του 20ου αιώνα είναι η Μαρία Πολυδούρη. Η Ελληνίδα ρομαντική ποιήτρια. Αλλά και μια μορφή της μεσοπολεμικής αβάν-γκαρντ. Διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο. Περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον Καρυωτάκη και λιγότερο –σε πολλούς και για πολλά χρόνια- για την ποίησή της. Την οποία πάλι σε συνάρτηση με τον ιδιοφυή ποιητή κοιτάζουμε συνήθως. Και σε σύγκριση με τη δική του θα τολμούσα να πω.Η Πολυδούρη δεν ήταν μια περίπτωση μελαγχολικού ατόμου. Αντιθέτως. Κινήθηκε και συμπεριφέρθηκε με φλόγα και ορμή σε όλη της τη ζωή.
Ας γυρίσουμε πίσω στα 1920. Η Πολυδούρη είναι 18 ετών. Χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Τον ίδιο χρόνο γράφεται στη Νομική και μετατίθεται από την Νομαρχία Μεσσηνίας στην Νομαρχία Αττικής. Να σημειώσουμε ότι το 1928 (οκτώ χρόνια αργότερα) το ποσοστό των αναλφαβήτων ανδρών στην Ελλάδα είναι 36,23% και των γυναικών 64,04%. Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εικοσάχρονες της εποχής της, η Πολυδούρη είναι ελεύθερη. Δε την δεσμεύει καμία κοινωνική σύμβαση προερχόμενη από το οικογενειακό περιβάλλον. Εδώ αρχίζει και η μοναχική της πορεία. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», γράφει στο ημερολόγιό της. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Οι νεαροί γύρω της συνωστίζονται ασταμάτητα. Καπνίζει. Γράφει ποίηση αντί να κεντάει. Συμπαθεί τους μπολσεβίκους. Μεταφράζει τους καταραμένους γάλλους ποιητές. Είναι μια γυναίκα που πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων . Αυτό δεν είναι προφίλ μιας νέας κοπέλας της εποχής. Είναι μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτή είναι η εικόνα. Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, έναν ήδη φτασμένο ποιητή και η ομολογία αυτής της σχέσης είναι ένα θέμα συζήτησης στα σαλόνια. Μη ξεχνιόμαστε. Η Αθήνα είναι ένα μικρό χωριό που ζει τις ημέρες μετά την κατάρρευση της εθνικής ιδέας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα γαλλικά έθιμα που επιθυμεί να έχει, παράλληλα με τη υποδοχή των προσφύγων.
Η Πολυδούρη ζει μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της είναι ασύλληπτη. Η Πολυδούρη βασανίζεται. Από τον ανολοκλήρωτο έρωτα για τον Καρυωτάκη, από το σύντομο ειδύλλιό τους, από το αδιέξοδο που της δημιουργεί η σχέση τους. Ασφυκτιά στο δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, κάποια στιγμή απολύεται. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια και ίσως αυτό είναι το καμπανάκι για την φυματίωση. Νοιώθει απογοήτευση και η συμπεριφορά της εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια στα τέλη του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι.
Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς πιτσιρίκα, ποιήτρια, λογοτέχνης, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη είναι μια καταραμένη περίπτωση. Έχει μεταφράσει στα 15 της Σαπφώ. Ποιητική φύση μεν, αλλά κοινωνικά μη αποδεκτή. Επιστρέφει από το Παρίσι με φυματίωση, άφραγκη, ταπεινωμένη, το 1928. Εισάγεται στη Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, πριν ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί τον Ιούλιο του 28. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Αν σήμερα, ακόμα, συζητάμε για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την πράξη τον ποιητή, σκεφθείτε αυτή τη νέα ερωτευμένη μαζί του γυναίκα, τη μόνη που γνώριζε το μυστικό της ασθένειάς του.
Στη Σωτηρία τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει. Γράφει ασταμάτητα. Εγχειρίζεται και επιδεινώνεται η υγεία της. Ενώ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση εκδίδεται και η πρώτη και η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και η «Ηχώ στο χάος». Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Αρκεί να διαβάσετε τις λεπτομέρειες τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος» , στο επίμετρο του βιβλίου που κυκλοφόρησε από την Εστία «Μαρία Πολυδούρη-Τα ποιήματα». Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, κολλητικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο είναι ένα αξιοθέατο. Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει. Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της «Σωτηρίας», η σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Κ. Παπαδάκης, ο Π. Κριναίος, ο Μίνως Ζώτος και άλλοι νεαροί ποιητές, γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές Είναι βέβαιον ότι η ζωή της Πολυδούρη θα μπορούσε να παραταθεί αν υπήρχαν χρήματα, αν είχε μια καλύτερη περίθαλψη, αν είχε καλύτερη τροφή και τα ακριβά φάρμακα της εποχής. Υπήρχε και η κοινωνική αντίληψη που έλεγε ότι η Πολυδούρη ήταν μια κοπέλα που δεν πρόσεχε. Τα έπαθε, επειδή ζούσε μια έκλυτη ζωή, σχεδόν της άξιζε. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το πόσο απροστάτευτη είναι. Και πόσο μόνη. Δεν υπήρχε στην περίπτωσή της ένας ισχυρός ιστός προστασίας, ούτε οικογένεια, ούτε συγγενείς. Τα αδέρφια της μόνο, νεαρά παιδιά και αυτά.
Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της «Σωτηρίας», γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές
Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. «Έκανε κάθε λογής καταχρήσεις. Έπινε, γλεντούσε, χόρευε μέχρι το πρωί, αλητόφερνε. Εκεί σε ένα κρεβάτι της τρίτης θέσης δεχόταν τις επισκέψεις του Καρυωτάκη και όταν αυτός αυτοκτόνησε και άλλων φίλων της». « Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη που πεθαίνει τρελή στη Σωτηρία». «Μια ζωή που σβήνει σε λουλούδια και στίχους. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί». Ενα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες πιο βρώμικες. «Της δίνουν ηρωΐνη και άλλα δηλητήρια». Στον «Ημερήσιο Τύπο», τα νέα της από το Σωτηρία, βρίσκονται ακριβώς πλάι στα σχόλια για την κοσμική κίνηση. «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;» γράφει σε μια επιστολή της στον φίλο της Γ. Χονδρογιάννη. Οι πλούσιοι της εποχής και οι σνομπ αγαπούσαν την «εκκεντρικά ποιοτική» φιγούρα της αλλά όχι την ίδια. Ο στενός της κύκλος δεν είχε εύπορους. Οι πλούσιοι δεν είχαν λόγο να βάλουν το χέρι στην τσέπη.
Υπήρχε για αρκετά χρόνια ο μύθος πως τάχα ο Σικελιανός, ο οποίος είχε πολλά χρήματα, φρόντισε για τη μεταφορά της, λίγο πριν το τέλος σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Δεν είναι αληθές. Για τη μεταφορά της φρόντισε ο πρώην αρραβωνιαστικός της σε απόλυτη μυστικότητα. Και αυτό γιατί λίγο πριν, ο επίσης πλούσιος ποιητής Κώστας Ουράνης έκανε μια άκομψη κίνηση δημοσιεύοντας στο «Ελεύθερο Βήμα» μια έκκληση προς τους ανθρώπους του πνεύματος «να μην αφήσουν τη νέα ποιήτρια να χαθεί και να φροντίσουν για τη μεταφορά της στο φθισιατρείο της Πάρνηθας». Χοντράδα. Ο Ουράνης μπορούσε και αλλιώς. Όταν έφτασαν τα νέα στην Πολυδούρη εξοργίστηκε. Απαγορεύει τη διενέργεια οποιουδήποτε εράνου.
Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τόσο νωρίς επειδή ήταν φτωχή. Πρώτα η φτώχεια και μετά η φυματίωση. Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν είχε το τέλος σαν σκοπό. Έβλεπε το τέλος και πήγαινε τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Η ασθένειά της ήταν δυστυχώς, ο κινητήριος μοχλός της τόσο πυρετικής της δημιουργίας.
Σήμερα, 84 χρόνια μετά από το θάνατό της, μπορούμε να σκύψουμε καθαρά επάνω στο έργο της, το οποίο είναι σαφώς συνδεδεμένο με τη ζωή της και την αγέραστη προσωπικότητά της και σαφώς ανώτερο από αυτήν.
Η ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ
Συνέντευξη με την Χριστίνα Ντουνιά, επιμελήτρια της πρόσφατης έκδοσης των ποιημάτων της και μελετήτρια του έργου της
Γ ια την Μαρία Πολυδούρη, το ποιητικό της έργο και το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, μιλήσαμε με την Χριστίνα Ντουνιά, επιμελήτρια της πρόσφατης έκδοσης των ποιημάτων της και μελετήτρια του έργου της. Η Χ. Ντουνιά, αναπληρώτρια καθηγήτρια της νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας, είναι γνωστή από τα βιβλία της για τη λογοτεχνία του Μεσοπόλεμο.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ασχολείται με την Πολυδούρη, αφού επιμελήθηκε και έγραψε εισαγωγή και χρονολόγιο στο ανθολόγιο-Ημερολόγιο2005, Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ΄αγάπησες. Από την εποχή αυτή , όπως η ίδια μας έχει πει, ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη πάνω στο έργο και τη ζωή μιας εμβληματικής μορφής του μεσοπολέμου και όχι μόνον.
«Στην Πολυδούρη είναι η αλήθεια ότι έφτασα μέσω του Καρυωτάκη. Στα νιάτα μου με γοήτευε η προσωπικότητα της ποιήτριας, ή μάλλον ο μύθος της, έτσι όπως αναδυόταν μέσα από την αφήγηση της Λιλής Ζωγράφου. Η Ζωγράφου την αγαπούσε πολύ, την ανέδειξε ως σύμβολο επαναστατημένης γυναίκας, αλλά την υποτίμησε ως ποιήτρια. Θεωρεί ότι τα ποιήματά της είναι ξεπερασμένα και κατώτερα των δυνατοτήτων της. Είναι μια άποψη που επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε την Πολυδούρη. Ακόμα και στις μέρες μας διαβάζουμε κυρίως για τη ζωή και την προσωπικότητα της, λιγότερο για την ποίησή της και καθόλου για την πεζογραφία της. Ακόμα και όσοι τη συμπαθούν, ουσιαστικά γνωρίζουν πολύ λίγα ποιήματά της», λέει η Χριστίνα Ντουνιά.
Η μελετήτρια της Πολυδούρη και επιμελήτρια των δύο πρόσφατων βιβλίων της "Ποιήματα" και "Ρομάντσο" Χριστίνα Ντουνιά
Στη δεκαετία του '20, τι συμβαίνει σε επίπεδο λογοτεχνικό;
Την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η γενιά της Πολυδούρη περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης στο εμπνευσμένο του δοκίμιο «Ο ματωμένος λυρισμός» που έγραψε μόλις κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση των Απάντων της: «ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική». Είναι μια εποχή που διαπνέεται από μια έντονη διάθεση αμφισβήτησης των κοινωνικών συμβάσεων: οι μαρξιστικές εκδόσεις πολλαπλασιάζονται, η ποίηση του Καβάφη κερδίζει την αθηναϊκή νεολαία, ο Λαπαθιώτης δεν κρύβει την ομοφυλοφυλία του δηλώνοντας ταυτόχρονα οπαδός του κομμουνιστικού οράματος, η Πολυδούρη κάνει πράξη τις ιδέες του φεμινιστικού κινήματος και ο Καρυωτάκης γράφει τις ανατρεπτικές του σάτιρες.
Ποιοι άλλοι ποιητές εκφράζονται μέσα στα πλαίσια αυτής της δεκαετίας;
Μνημονεύω πρόχειρα: Ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Τέλλος Άγρας, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Γιάννης Χονδρογιάννης, η Ρίτα Μπούμη, αλλά και οι μεγαλύτεροι που επηρεάστηκαν από τις ιδέες της Decadence, ή της Παρακμής, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά, αυτή η τάση αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών στην ζωή και στην τέχνη: ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Ουράνης ο Νίκος Βέλμος, ακόμα και ο Κώστας Βάρναλης. Επίσης κάποιοι πολύ νεότεροι, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Αλέξανδρος Μπάρας και ο Νίκος Καββαδίας. Και πολλοί άλλοι ξεχασμένοι πια σήμερα.
Γιατί πολλοί ποιητές της γενιάς της Πολυδούρη χάθηκαν στη συνέχεια;
Πράγματι μια ματιά στο ληξιαρχείο αυτής της παρέας είναι αποκαλυπτικό: πολλοί πέθαναν νέοι, από τη φυματίωση, την καταπόνηση του οργανισμού τους από την πείνα, τα ξενύχτια ή τα ναρκωτικά, κάποιοι αυτοκτόνησαν και άλλοι σώπασαν νικημένοι από τη βιοπάλη. Χαμένοι μέσα σε πλάγιους δρόμους κοινωνικής αμφισβήτησης οι νέοι αυτοί ταύτισαν τη ζωή τους με την τέχνη και αφού η πραγματικότητα τους ήταν απωθητική πήραν συχνά μονοπάτια επικίνδυνα. Όπως έχω γράψει στο βιβλίο μου Λογοτεχνία και πολιτική στον Μεσοπόλεμο, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Η «μπωντλερική έλξη του μπολσεβικισμού» χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις των νέων στην Ευρώπη, μετά την ρωσική επανάσταση του 1917. Η καταστροφή του 1922, με ό,τι ακολούθησε στην Ελλάδα εντείνει αυτή την διάθεση που κινείται ανάμεσα στην απογοήτευση, τη διάθεση φυγής και την εξέγερση, ατομική και συλλογική.
Αυτό έχει να κάνει με κάποιο ευρωπαϊκό ρεύμα;
Όπως ήδη είπαμε φτάνει και εδώ καθυστερημένο το κίνημα της ευρωπαϊκής Ντεκαντάνς και οι συνήθειες της γαλλικής μποεμίας, παροξυμένα όμως από τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι νέοι θεωρούν ότι οι θεσμοί βρίσκονται σε κρίση, η αστική τάξη καταρρέει, οι αξίες, οτιδήποτε έχει να κάνει με τους ηθικούς κανόνες αμφισβητούνται και το μόνο που μένει όρθιο είναι η τέχνη. Επιζητούν εμπειρίες ακραίες και έντονες, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις. Πιστεύουν, όπως και ο Καβάφης, ότι η μυητική διαδικασία για τον καλλιτέχνη, όταν είναι νέος, περνά μέσα από την εμπειρία «της ηδονικής κλίσης που φέρνει στο δρόμο της κατάχρησης». Ή για να θυμηθούμε τα λόγια του Ρεμπώ, στην ωραία μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, «ο ποιητής γίνεται αυτός που βλέπει σε ένα ηρωικό, μακρόχρονο και λελογισμένο παραστράτημα των αισθήσεων όλων. Κάθε μορφή έρωτα, οδύνης, τρέλας, -ψάχνει τον εαυτό του, ξοδεύει σπάταλα μέσα του όλα τα δηλητήρια...»
Η Πολυδούρη βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά;
Μέσα σε αυτό το κλίμα ιδεών μεγαλώνει ορφανή και απόλυτα ελεύθερη η Πολυδούρη. Δεν της ταιριάζει η δημοσιοϋπαλληλία και ουσιαστικά προκαλεί την απόλυσή της από την υπηρεσία παρόλο που δεν έχει οικονομική στήριξη από κανέναν. Φεύγει για το Παρίσι με ελάχιστα χρήματα. Ο Καρυωτάκης παρόλο που το σκέπτεται συνεχώς, ποτέ δεν το τόλμησε ζώντας μονίμως σε μια εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση που τελικά τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
Τι διαβάζουν εκείνη την εποχή, η Πολυδούρη και η παρέα της;
Αν περιοριστούμε στην ποίηση πολύ δημοφιλείς είναι οι γαλλόφωνοι συμβολιστές και οι ντεκαντάν, καθώς και οι φαντεζίστ, που ουσιαστικά είναι παρακλάδι τους. Δημοφιλέστερος μακράν ο Μπωντλαίρ, αλλά και ο Βερλαίν, ο ελληνικής καταγωγής Ζαν Μορεάς, ο Βέλγος Μαίτερλιγκ, για να μείνουμε στους πιο γνωστούς. Όπως επίσης και ο Έντγαρ Άλαν Πόε, που τον γνωρίζουν κυρίως μέσα από τις μεταφράσεις του Μπωντλαίρ και του Μαλλαρμέ. Όλοι γνωρίζουν γαλλικά, η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης έχουν αλληλογραφία στα γαλλικά, με άλλους αλλά και μεταξύ τους. Βέβαια, ενώ ο Καρυωτάκης κυρίως επικοινωνεί με την ευρωπαϊκή ποίηση, η Πολυδούρη μένει πιο κοντά στην ελληνική ποιητική παράδοση, κυρίως στο σολωμικό παράδειγμα. Σε αυτό την οδηγεί και η λυρική της στόφα, αλλά και η ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και το δημοτικό τραγούδι, στοιχεία συνδεδεμένα με τα παιδικά και εφηβικά της βιώματα.
Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός;
Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Σώζονται λίγες φωτογραφίες από μια εκδρομή με τη Σχολή θεάτρου,αλλά δεν έχω μπορέσει ακόμα να αναγνωρίσω κάποιον από την παρέα της. Και πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες έπαιξε σε μια θεατρική παράσταση. Η Πολυδούρη είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά. Ήταν μια φύση απόλυτα καλλιτεχνική και αυτό δείχνει η διάθεσή της να εκφραστεί με κάθε θυσία.
Είναι παρορμητική στην ποίησή της;
Δεν θα την έλεγα ακριβώς παρορμητική. Είναι παρορμητική στη ζωή της, αλλά στην ποίησή της είναι εξομολογητική και αναστοχαστική. Παρόλο που είναι τόσο νέα, λειτουργεί λίγο σαν τον Καβάφη. Όταν γράφει ποιήματα στη Σωτηρία αναφέρεται σε γεγονότα μιας ζωής που έχει γίνει ήδη παρελθόν. Είναι τόσο νέα αλλά και τόσο σημαδεμένη από μια εντυπωσιακή πύκνωση εμπειριών σε λίγο χρόνο. Η Πολυδούρη γράφει, σαν έτοιμη από καιρό, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο του θανάτου της με φιλοσοφική εγκαρτέρηση.
'Εχουμε βρει όλα της τα ποιήματα;
Το παράδοξο είναι ότι ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια έρευνας βρίσκω και νέα κείμενα της Πολυδούρη. Πρόσφατα, ο γιος κάποιου φίλου της μου παρέδωσε μερικά ποιήματα και μάλιστα πέντε είναι άγνωστα. Η Πολυδούρη είχε πολλούς φίλους, κυρίως νέους και ερωτευμένους μαζί της, στους οποίους έδινε κείμενά της. Άλλωστε έγραφε συνεχώς. Γράμματα, ποιήματα, ημερολόγια, πεζά. Αρκετά σώθηκαν, άλλα λανθάνουν ίσως και κάποια καταστράφηκαν οριστικά. Ξέρουμε ότι ορισμένα κάηκαν με δική της παρότρυνση λίγο πριν το τέλος, και άλλα καταστράφηκαν αμέσως μετά το θάνατό της: ήταν τα χαρτιά μιας φυματικής.
Κάποια στιγμή γράφει μόνο πεζά, δεν είναι έτσι;
Στην αρχή έγραφε κυρίως ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο. Μετά αποφασίζει να γίνει πεζογράφος. Ίσως νοιώθει ένα δέος απέναντι στον Καρυωτάκη, σίγουρα θέλει κάτι να του δείξει με αυτόν τον τρόπο. Και γράφει ένα μυθιστόρημα που στέλνει για έκδοση το Φθινόπωρο του 1926. Και όταν επιστρέφει από το Παρίσι φυματική στη «Σωτηρία» πάλι με πεζό καταπιάνεται. Ξεκινά ένα αυτοβιογράφημα που παραμένει μισοτελειωμένο. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Για να γίνεις μυθιστοριογράφος, θες να έχεις άνεση χρόνου. Αυτό που λείπει στη Πολυδούρη πιο πολύ και από τα χρήματα, είναι ο χρόνος. Γιαυτό τελικά αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποίηση, γιατί μόνο με πύκνωση και αφαίρεση θα μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ήξερε ότι δεν έχει χρόνο. Η δεν ήθελε να έχει χρόνο. Ειδικά μετά το θάνατο του Καρυωτάκη.
Η Πολυδούρη έχει πάρει τη θέση της στα γράμματα; Σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες δεν έχει αποκατασταθεί;
Η Πολυδούρη στην εποχή της είχε πολύ καλές κριτικές. Έκανε μεγάλη αίσθηση ειδικά με τη συλλογή την «Ηχώ στο Χάος». Πολλοί έγραψαν ότι είναι καλή ποιήτρια, κάποιοι σημείωσαν απλώς ότι γράφει καλή γυναικεία ποίηση. Κυρίως όμως οι γυναίκες κριτικοί φεμινιστικών περιοδικών, συλλαμβάνουν με μεγαλύτερη ευστοχία το βάθος και τη δυναμική της ποιητικής τής Πολυδούρη, γιατί είναι σε θέση να εκτιμήσουν -και να ενθαρρύνουν- τον δύσκολο και πολυμέτωπο αγώνα μια νέας γυναίκας. Έχουμε λοιπόν μια θετική αποτίμηση της Πολυδούρη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 30. Μετά θεωρείται ξεπερασμένη. Και μπαίνει στο περιθώριο με πολλούς άλλους λόγω της παραδοσιακής μορφής, μόνο τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο αξιολογούνται θετικά. Παράλληλα υποβαθμίστηκε και απαξιώθηκε ο λυρισμός, η εξομολογητική προσωπική ποίηση, η πριμοδότηση του νοήματος. Από όλη τη γενιά της Πολυδούρη, στοιχειωδώς επιβιώνει ο Καρυωτάκης, ο οποίος περίπου έως τη δεκαετία του 70, θεωρείται απλώς ως μια ενδιαφέρουσα περίπτωση ελάσσονος ποιητή του νεοσυμβολισμού.
Είναι και πολιτικό θέμα η απαξίωση αυτών των ποιητών;
Δεν ξέρω αν θα το χαρακτήριζα πολιτικό, είναι ωστόσο και ιδεολογικό. Είναι η γενιά που γράφει επηρεασμένη από την εθνική καταστροφή του 1922 και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Γι αυτό και απουσιάζουν τα πατριωτικά θέματα, αλλά και γενικά το ενδιαφέρον για την ελληνική παράδοση. Άρα η ποίησή τους δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια τέτοια γραμμή. Η αναζήτηση της ελληνικότητας και της παράδοσης είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται με τη γενιά του ΄30. Από την άλλη, με εξαίρεση τις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ποιητές του ιδιωτικού χώρου, της εξομολόγησης, της υπαρξιακής αναζήτησης, πιο κοντά στο λυρισμό του συναισθήματος και σίγουρα μακριά από τη στρατευμένη τέχνη των συλλογικών οραμάτων. Αυτό είχε ως συνέπεια να χαρακτηριστούν από την αριστερά ως ποιητές της φυγής, που δεν μπορούν να χρησιμεύσουν στην αφύπνιση των λαϊκών μαζών.
Έχει νόημα να ξέρουμε τη ζωή ενός ποιητή και σε ποιο βαθμό αυτό επηρεάζει την πρόσληψη της Πολυδούρη;
Ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η βιογραφία ωστόσο, όταν δεν χρησιμοποιείται λαθεμένα για να ερμηνεύσει το κείμενο, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά με ποικίλους τρόπους στην ανάγνωσή μας. Όπως επίσης πιστεύω ότι είναι χρήσιμη και η γνώση της εποχής και της ιστορίας των ιδεών. Το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης έγραψε τον «Μιχαλιό» το 1919 και όχι το 1927 που κυκλοφόρησε η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες έχει τη σημασία του. Το 1927 όλοι μπορούσαν να γράψουν έναν Μιχαλιό, ένα θέμα αντιπολεμικό και αντιηρωικό. Αλλά το 1919 που καλπάζαμε προς τη Μεγάλη Ιδέα, ποιος μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο; Είναι ένα ποίημα που ανατρέπει τον ορίζοντα των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού.Και για να έρθω στο προκείμενο. Μας ενδιαφέρει η ζωή της Πολυδούρη; Ναι, γιατί η ζωή της τρέφει με τόσο συγκλονιστική ειλικρίνεια την ποίησή της, ώστε δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε το έργο της, όσο και αν μπορεί κάλλιστα να σταθεί αυτόνομο και ανεξάρτητο. Εξάλλου γνωρίζουμε βιογραφίες συγγραφέων που έχουν σε τέτοιο βαθμό ταυτιστεί με το δημιουργικό τους έργο, που μετατρέπουν τα συμβάντα του βίου τους σε «λογοτεχνικό γεγονός».
Έχει κάνει μια επιστροφή τα τελευταία χρόνια η Πολυδούρη;
Η απάντηση είναι θετική και αρκεί μια περιήγηση στο διαδίκτυο για να το διαπιστώσει κανείς. Τα ποιήματά της μελοποιούνται από ταλαντούχους συνθέτες και νεανικά συγκροτήματα. Σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι σχεδιάζουν τη μορφή της, μυθιστορήματα, τηλεοπτικές σειρές, και θεατρικές παραστάσεις θεματοποιούν τη ζωή και την τέχνη της. Όλο αυτό το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για την Πολυδούρη ανατροφοδοτεί το ενδιαφέρον για το έργο της. Από την άλλη δε θα υπήρχε αυτό το ενδιαφέρον αν δε μπορούσε να υποστηριχτεί από τη δύναμη του έργου της. Να το πούμε απλά. Και άλλοι πέθαναν νέοι αλλά δυστυχώς την ποίησή τους δε την ξέρουμε.
Γιατί αυτή η αγάπη στην Πολυδούρη;
Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό επειδή επανασυνδεόμαστε ξανά με την ποίηση που μπορεί να γίνει τραγούδι. Επίσης επειδή αναζητούμε τις φωνές της ειλικρίνειας, της αυθεντικότητας, του βιωμένου πάθους. Γιατί μας ενδιαφέρουν και τα πρόσωπα πια. Ποιός είναι αυτός που γράφει και τι καταθέτει. Επειδή όταν είσαι καλλιτέχνης κουβαλάς την αλήθεια σου. Όσο και αν σε ανεβάσει η μόδα ή οι μηχανισμοί της εξουσίας, αν δεν έχεις κάτι πραγματικά να πεις ο χρόνος θα σε εκδικηθεί.
Ποιο είναι το σημαντικότερο στοιχείο της ποιητικής της αξίας;
Ένα στοιχείο που κάνει αξιανάγνωστη σήμερα την Πολυδούρη είναι η εσωτερική ενότητα των ποιημάτων της και το προσωπικό ύφος. Είναι μια ποιήτρια που διακρίνεται για την εκφραστική της δύναμη και την απόλυτη αφοσίωσή της στην ποίηση: αυτή είναι το τελευταίο και ισχυρότερο πάθος της ζωής της. Αυτό το παράφορο δόσιμο στην τέχνη, αυτή η σπάνια ενότητα ζωής και ποίησης μιας χαρισματικής προσωπικότητας, φέρνει στ' αυτιά μας τη φωνή της Πολυδούρη αγέραστη παρά το πέρασμα και την ταραχή ενός συγκλονιστικού αιώνα.
Η αποκατάσταση μιας γενιάς
Επιλογές από το επίμετρο του βιβλίου
Είμασταν μιας γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας αγάπαε με το πάθος που ζητά να πάρει το αισθανθήκαμε φριχτά και πήραμε αλλούθε τη ματιά μας. Παιδιά μιας γενιάς απόβλητης από τη γενεαλογία της ποίησης – παραγενιά και ούτε καν γενιά... Οι ψυχές του ασώτου καημού, τα σώματα που δεν ξέρουν πια πως ν' αγαπήσουν, για λίγο μόνο, κάθε τόσο ελκύουν το ρίγος τους ακυρώνοντας την τέχνη της ποιήσεως με την ίδια την ποίηση. Σύντομα επέρχεται η διαδοχή της συνετής επίσημης ποιητικής γενιάς, νόμιμης διεκδικήτριας της ιστορικής αναγνώρισης που αρνείται και καταδικάζει την ασωτία.
[Ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης για τους τρεις επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς του '20, του Άγρα, του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη στο δοκίμιο «Το πάθος και το λάθος».]
Το μέγεθος της εποχής εκείνης είναι μεγάλο και ανυπόκριτο. Σημειώνει μια κρίσιμη στροφή της ελληνικής ζωής από τα έξω στα μέσα. Για πρώτη φορά επικοινωνεί ο τόπος με τα μεγάλα ρεύματα του αιώνα. Μέσα στα μουχλιασμένα δημόσια γραφεία στρατολογείται μια νεολαία που θα πιστέψει με πάθος στην κοινωνική δικαιοσύνη, θα στρώσει με τα κορμιά της τους τραγικούς της δρόμους. Αυτό –όποια και νάναι η προσωπική μας πίστη και ο τελικός απολογισμός- πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Σύγκαιρα, μια μειοψηφία εκστατική, λυρική, μια χούφτα νέοι που έγραφαν, πάσχιζαν εκείνα τα χρόνια να προσανατολιστεί μέσα στην ανεμοζάλη, να συλλάβει κάτι από τους μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα. Αργότερα, σαν έρθουν ξεκούραστοι, αμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οι προφήτες των νέων τάσεων, θα κηρύξουν μια φρεσκογυαλισμένη πίστη στην γραφικότητα, θ' ανεμίσουν χρώματα γαλάζια και χρυσαφιά. Την ιστορία τη γράφουν οι επιζώντες. Η νεολαία της δραματικής δεκαετίας έπεσε θερισμένη και αναπολόγητη στο σύνορο της χίμαιρας
[Άγγελος Τερζάκης «Ο ματωμένος λυρισμός», το Βήμα 1961.]
Αχ! Η υπέροχη η θεία εκείνη περηφάνεια της, που δεν εκάμφθηκε ως τη στερνή της ώρα, ενωμένη με κάποια δόση σαρκασμού που όσο ζύγωνε η τελική καταστροφή, οξυνόταν και προκαλούσε πόνο... Κάθε τι που γραφότανε στον τύπο για τη φτώχεια ή την αρρώστια της, και ο ελαφρότερος υπαινιγμός, την πλήγωνε φαρμακερά, αλλοφρονούσε στην αδυναμία της. «Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους ενδιαφέρει η φτώχεια μου κι η αρρώστεια μου; Ποιός γύρεψε τον οίκτο τους; Έλεγε σφίγγοντας τα χείλη.
[Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, περιοδικό Ελληνίς Μάιος 1930]
6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΛΕΝΤΙ
Σ' ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι.
Δε θ' αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.
Το νεκρό πόχω μέσα μου περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
Θα 'μαι σα χαρωπή, σα μυστικόπαθη
θα 'μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.
Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους
κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
μα θα 'μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.
Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
μήπως σε μια χλωμή χαράν ελπίσουν,
μα τόσο αληθινό θα 'ν' το τραγούδι μου
που σαστισμένοι θα σωπήσουν.
***
Τι θέλει τούτη η Άνοιξη...
Σαλεύουν
αόρατα, πανάλαφρα
των δέντρων τα κλαδιά.
Τι θέλει η μυρωδιά
που μας χτυπά απαλότατα
με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο
την καρδιά...
(Μια νέα περνά ζυγίζοντας
στα δάχτυλα
ένα κορμί, φτερό.
Κι όπως σιεί ρυθμικά
μια κατάλευκη ομπρέλα,
είναι πουλί.
Ένας νέος αράθυμος
Συλλογιέται γλυκά,
σα να πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη,
το φιλί).
(Τρέμει κάτι το αδύναμο
κι όλο μένει
σαν κουτσό... κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στη γαλήνη
και σα λυγμός παράφορος.
Ένα πιάνο ξεσπά
το δικό μας ενάντιωμα
με κλειστό στόμα.
Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη...
Τι να μας φέρει ακόμα...
***
[Κάποτε ο Έρως ξαφνικά...]
[...]
Το άπλωμα του λαχταριστού χεριού πάντα να δώσει,
να δώσει· κι είναι ανύποπτο για μια δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντού και σ' ό,τι δεν αξίζει.
–Καθώς ο χρόνος κι ο καιρός περνά και δε γυρίζει.
Κι ο ύπνος που με τ' όνειρο μου 'κλεβε εμπιστοσύνη.
Ανάσταση το ξύπνημα και το πρωί αγιοσύνη.
Και λίγο λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν,
μ' έπαιρναν πάλι ξένοιαστη και σκλάβα τους με κάναν.
Αχ, πώς μπερδεύτηκα, κουτή, χωρίς φιλοδοξία,
μ' αυτά τα λίγα, μ' έδεσε η χαρά τους προδοσία
και μοναχά κατάλαβα τι μου 'λειψε στ' αλήθεια,
όταν τον είδα επίσημα να φεύγει με τα πλήθια
των δώρων του, πιστότατη ακολουθία. Χαθήκαν
περήφανα, ανεπίστροφα, σαν που να πλανηθήκαν.
Τώρα μ' αυτό που μ' άφησε μένω το ομοίωμά του,
(αφήνει κάποτε ίχνη του σε κάποιο πέρασμά του)
κι εμπρός σ' αυτό το ομοίωμα – ω πλάνη αυτού του κόσμου!
μαδώ πικρά κι αχρείαστα τα ρόδα του αίματός μου.
***
Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κι έφυγε αγνώριστη κι έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ' άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ' ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσό μας 'στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κι είναι λησμονημένη;
Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;
***
[...]
Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου 'δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ. [...]
***
Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα.
Σας χαιρετίζω,
πια δεν ορίζω
τη φωνή μου.
Ξεφεύγει παραλήρημα.
Σας σμίγω μα η πνοή μου
δε φτάνει, σπα.
Σκοπέ, σ' αφήνω. Ήχε, Τραγούδι
μ' αφήνετε. Τη μονάχη
χορδή μάταια κρούω στη λύρα μου.
Να 'χει μόνο ένα «χαίρε»
να 'ναι μονάχη τού «χαίρε» η χορδή
στην καρδιά μου!
Πάνε τα ωραία, τ' αγνά, η ζωή.
Αδιαφορία στης αγάπης τα μάτια.
Κακίας μεθύσι στο χαλασμό
τού ό,τι απομένει,
στο μαρασμό που έχει ανθίσει
μέσα μου κι έξω –κισσού πλημμύρα,
σημαία αποκλεισμού!
Πάνε τα ωραία, τ' αγνά, η ζωή.
Γλυκέ Σκοπέ, δε μου αντέχει
η φωνή.
Να τραγουδώ
το θάνατο τη δυστυχία,
να λησμονώ
της χαράς την αγάπη,
δε θέλω. Ας σβήσω
σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μου μένει
να μη σημαίνει
γλυκά στο Θάνατο κι αυτός αργεί
με ιδιοτροπία ερωμένου!
Σας χαιρετίζω,
Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε.
σχόλια