"Για να φτάσει κανείς στο Gad's Hill», έγραψε ο Ντίκενς σε μια πρόσκληση, «φεύγει από το Charing Cross στις εννιά με το τρένο προς North Kent, για τη στάση Higham." O τρόπος για να φτάσει κανείς σήμερα εκεί δεν έχει αλλάξει.
Στις 14 Μαρτίου 1856 ο Τσαρλς Ντίκενς έγραψε μια επιταγή 1.790 λιρών για να αγοράσει το Gads Hill Place από την κυρία Lynn Linton. Η τιμή του σπιτιού ήταν 1.700 λίρες – τα υπόλοιπα ήταν για να αγοράσει ένα ακόμη κομμάτι γης για να μεγαλώσει το οικόπεδο. Λέγεται ότι ο Ντίκενς ήθελε να μείνει σε αυτό το σπίτι από όταν ήταν παιδί και ζούσε στην περιοχή. Το είδε σε έναν περίπατο με τον πατέρα του και το θαύμασε, και ο πατέρας του είπε «αν δουλέψεις πολύ, μπορεί μια μέρα να γίνει δικό σου.»
Στην πίσω αυλή ο συγγραφέας έκανε κάτι που δεν έχει ερμηνευτεί μέχρι τώρα. Τον Σεπτέμβριο του 1860 μάζεψε όλη την αλληλογραφία του και το αρχείο είκοσι ετών και τους έβαλε φωτιά. Τι ήθελε να κρύψει, ή να ξεχάσει;
Η οικογένεια Ντίκενς μετακόμισε στο σπίτι τον Ιούνιο του 1857. Ο πρώτος επισκέπτης της οικογένειας ήταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ένα μήνα μετά την μετακόμιση. Ενώ σκόπευε να μείνει για δύο εβδομάδες αποφάσισε να παρατείνει την επίσκεψη για άλλες τρεις, κάτι που λέγεται ότι δεν ευχαρίστησε τον Ντίκενς. Η οικογένεια Ντίκενς έγινε αποδεκτή στην περιοχή πολύ γρήγορα, και οι γείτονες είχαν το ελεύθερο να παίζουν κρίκετ στην αυλή του σπιτιού και να διοργανώνουν αθλητικούς διαγωνισμούς μια φορά το χρόνο.
Όταν το σπίτι επιτέλους ήταν προς πώληση, ο Ντίκενς δεν έχασε χρόνο. Δεν το επισκέφτηκε καν πριν το αγοράσει, δεν είχε μπει ποτέ μέσα, μέχρι να έρθει η ώρα να δώσει οδηγίες για επισκευές. Στην αρχή ήταν μόνο για τους καλοκαιρινούς μήνες, αργότερα πούλησε το Tavistock House στο Λονδίνο και το Gad's Hill έγινε η μόνιμη κατοικία του.
Μετά τη φασαρία και την ένταση του Λονδίνου ο συγγραφέας βρήκε την ηρεμία ανάμεσα στα «ευλογημένα δάση και λιβάδια». Το σπίτι βρίσκεται σε ένα ύψωμα, σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία του Kent. Το σπίτι δεν ήταν πολυτελές, αλλά απλό, παλιομοδίτικο για την εποχή του, διώροφο με δεκατέσσερα δωμάτια. Οι τοίχοι του από κόκκινο τούβλο καταλήγουν σε δίκλινη στέγη με σοφίτα, με ένα μικρό πυργίσκο με καμπαναριό στη μέση. Στη στεγασμένη πρόσοψη η οικογένεια Ντίκενς περνούσε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα που βρισκόταν σε όλες τις πλευρές φαινόταν τα λουλούδια και τα αναρριχόμενα φυτά.
Στην αυλή του σπιτιού αυτού ο Ντίκενς διάβαζε δυνατά τα βιβλία του σε κοινό, ή τα διάβαζε στον εαυτό του, και οι χειρονομίες, τα γέλια και οι μονόλογοι που συνόδευαν τη μέθοδο συγγραφής του έκαναν τους γείτονες να υποψιάζονται ότι αρχίζει να τρελαίνεται. Στην πίσω αυλή ο συγγραφέας έκανε κάτι που δεν έχει ερμηνευτεί μέχρι τώρα. Τον Σεπτέμβριο του 1860 μάζεψε όλη την αλληλογραφία του και το αρχείο είκοσι ετών και τους έβαλε φωτιά. Τι ήθελε να κρύψει, ή να ξεχάσει;
Μετά την είσοδο στα δεξιά βρίσκεται το γραφείο του Ντίκενς και η βιβλιοθήκη του, το δωμάτιο του διάσημου χαρακτικού «η άδεια καρέκλα». Εκεί είναι τα ράφια με τα βιβλία του, ο τοίχος που είναι διακοσμημένος με ψεύτικα βιβλία. Δίπλα στο παράθυρο είναι το γραφείο του στο οποίο έγραψε πολλά έργα του. Δίπλα στο γραφείο είναι το δωμάτιο μπιλιάρδου και απέναντι στο διάδρομο είναι το καθιστικό και η τραπεζαρία, δύο δωμάτια με πολλούς καθρέφτες που του άρεσαν πολύ.
Ο Τσαρλς Ντίκενς πέθανε σε έναν καναπέ του Gad's Hill Place στις 9 Ιουνίου 1870 από εγκεφαλικό. Στην διαθήκη του είχε φροντίσει να αφήσει ένα ποσό σε όλα τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού. Για την κηδεία του ζήτησε «να μην φορέσει κανείς φουλάρι, κάπα, μαύρο παπιγιόν, μαύρη κορδέλα στο καπέλο, ή οποιονδήποτε άλλο αποκρουστικό παραλογισμό.»
Ο Ντίκενς έζησε στο Gad's Hill Place μετά τον δημόσιο και άγριο χωρισμό από τη γυναίκα του, Catherine. Εκεί διοργάνωσε μεγάλα δείπνα, με ένα κελάρι κρασιών αντάξιο ενός εμπόρου κρασιών, εκεί έγραψε την τελευταία του παράγραφο πριν πεθάνει. Τα έπιπλα του σπιτιού μοιράστηκαν και πουλήθηκαν, αλλά το καλύτερα διατηρημένο δωμάτιο του σπιτιού παραμένει το γραφείο του.
Διαβάστε: η ζωή του Ντίκενς μέσα από τα μάτια της κόρης του
«Όταν δούλευε ο πατέρας μου ήταν πάντα μόνος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και τα αποτελέσματα των περιπετειών των ηρώων του ήταν φανερά στην διάθεσή του, αλλά ξέραμε λίγα για τη δουλειά του. Ήταν εντελώς απαραίτητη η απόλυτη ησυχία όταν δούλευε, ο παραμικρός θόρυβος μπορούσε να προκαλέσει μία καίρια διακοπή στη δουλειά του, αλλά παραδόξως, όταν ήταν ώρα χαλάρωσης, ο σαματάς και η αναστάτωση μιας μεγαλούπολης του προκαλούσαν μεγάλη ευχαρίστηση.
Όπως είπα, ήταν μόνος του όταν δούλευε, αλλά υπήρχαν μερικές εξαιρέσεις που και που, κι εγώ η ίδια ήμουν μία εξαίρεση. Όταν ζούσαμε στο Tavistock House ήμουν σοβαρά άρρωστη για πολύ καιρό, με μεγάλη περίοδο ανάρρωσης. Ο πατέρας μου πρότεινε να με μεταφέρουν κάθε μέρα στο γραφείο του για να είμαι μαζί του, και αν και φοβόμουν ότι θα τον ενοχλούσα, με διαβεβαίωσε ότι ήθελε να με έχει μαζί του. Ένα τέτοιο πρωινό ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ κάνοντας απόλυτη ησυχία, ενώ ο πατέρας μου έγραφε βιαστικά στο γραφείο του. Ξαφνικά, πετάχτηκε από την καρέκλα του και έτρεξε σε έναν καθρέφτη και στην αντανάκλασή του είδα έκπληκτη ασυνήθιστες εκφράσεις του προσώπου του. Γύρισε γρήγορα στο γραφείο του, έγραψε εξαγριωμένος για λίγα λεπτά, και ξαναγύρισε στον καθρέφτη. Συνέχισε την παντομίμα και γύρισε προς το μέρος μου, κι ενώ βρισκόμουν μπροστά του, δε με έβλεπε – άρχισε να μιλάει με χαμηλόφωνα. Τελικά γύρισε στο γραφείο του, όπου έμεινε αμίλητος μέχρι το μεσημέρι. Ήταν μία πολύ παράξενη εμπειρία, αλλά πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω τι είδα. Η ένταση με την οποία σχημάτιζε χαρακτήρες ήταν τόσο μεγάλη, που όχι μόνο ξεχνούσε εντελώς το περιβάλλον του αλλά μεταμορφωνόταν και ο ίδιος.»
σχόλια