Σε μια περίοδο αναβίωσης νεο-ψυχροπολεμικών πρακτικών μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, μοιάζει να είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε και να κατανοήσουμε την ανατολική σκέψη, απαλλαγμένη από την πολιτική ρητορική των μεγάλων κέντρων εξουσίας.
Αν η πολιτισμική γνώση χτίζει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των λαών, αντίθετα ο πολιτικός και ο δημοσιογραφικός λόγος των μεγάλων κέντρων εξουσίας κατασκευάζει στερεοτυπικές εικόνες για το ξένο. Έτσι, ενίοτε η εργασία ενός καλλιτέχνη ή ενός εθνογράφου σπάει κάθε στερεοτυπικό αφήγημα το οποίο έχει ριζώσει στο πνεύμα της εποχής του.
Σήμερα, η Γκαγκαουζία και η Υπερδνειστερία αποτελούν για τους περισσότερους αναλυτές περιοχές στις οποίες μπορεί να ξεσπάσει μια κρίση ανάλογη αυτήν στη νοτιοανατολική Ουκρανίας, καθώς οι κάτοικοι αυτών δεν αποκόπηκαν από τη ρωσική πολιτισμική επιρροή. Από τις αρχές του 2000, υπάρχει μια ευδιάκριτη κριτική στάση από ξένους δημοσιογράφους οι οποίοι εστιάζουν στη διαφθορά και στην αναξιοκρατία των τοπικών κυβερνήσεων.
Παράλληλα, ένα ακόμα στοιχείο προσκόλλησης της δυτικής δημοσιογραφίας, που εξιτάρει ιδιαίτερα τη φαντασία του Δυτικού ανθρώπου, είναι η παρουσία κομμουνιστικών συμβόλων σε δημόσιους χώρους, έτσι όπως αυτά παρέμειναν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πιο δύσκολη αποστολή σε τέτοιου είδους εργασίες (δηλαδή κατανόηση των πολιτισμικών διαφορών) είναι να μπορέσει ο ταξιδιώτης-ερευνητής να δει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια δύο διαφορετικών συγκρουόμενων τρόπων ζωής/σκέψης και να αποδώσει αυτά τα δεδομένα κατά το δυνατόν απαλλαγμένος από τα δικά του πολιτισμικά φίλτρα.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψει κανείς εντός λίγων γραμμών πώς η δυτική κοινωνία προσλαμβάνει αυτές τις εικόνες και πώς τελικά συντίθεται η πραγματικότητα αυτών των εικόνων για τους κατοίκους της περιοχής. Δύο ασφαλείς διακρίσεις που μπορούμε να κάνουμε είναι οι δύο αντίθετες οπτικές αντιλήψεις.
Έτσι, εντοπίζουμε τη δυτική στερεοτυπική σκέψη (ως τη φαντασιακά δημιουργημένη εικόνα για το άλλο) και την εικόνα των κατοίκων της αναφερόμενης άσκησης πεδίου (όπως αυτοί αντιλαμβάνονται τον ξένο δυτικό επισκέπτη/τον δυτικό πολιτισμό).
Η πιο δύσκολη αποστολή σε τέτοιου είδους εργασίες (δηλαδή κατανόηση των πολιτισμικών διαφορών) είναι να μπορέσει ο ταξιδιώτης-ερευνητής να δει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια δύο διαφορετικών και συγκρουόμενων τρόπων ζωής/σκέψης και να αποδώσει αυτά τα δεδομένα κατά το δυνατόν πιο απαλλαγμένος από τα δικά του πολιτισμικά φίλτρα.
Γενικά, αν μπορούσαμε με συντομία να διακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Δυτικός αστός έχει κατανοήσει τόσο τα «εξωτικά στοιχεία» (από υλικά αντικείμενα έως θρησκευτικά σύμβολα) όσο και τον Ανατολίτη άνθρωπο (από τον τρόπο ζωής του έως τη μεταφυσική αντίληψή του) θα διαπιστώναμε ότι έχει την τάση να κατασκευάζει και να πλαισιώνει λαούς σε ένα φαντασιακά κατασκευασμένο μύθο.
Αν μη τι άλλο, ο Δυτικός άνθρωπος καταναλώνει και βασίζει τη ζωή του στην εικόνα· ο εικονολατρικός τρόπος ζωής του διαμορφώνεται κυρίως από τα media και την αγορά. Τα παραδείγματα και οι λειτουργικές σχέσεις μεταξύ αγοράς και media ποικίλλουν, αυτό όμως που χαρακτηρίζει αυτές τις δράσεις είναι η ιδιοποίηση των ανατολικών στοιχείων/ιδεών, κάνοντάς τα μόδα (προϊόν).
Η εικόνα του άλλου και η ανασημασιοδότησή της σύμφωνα με τις επιταγές του μητροπολιτικού κανόνα είναι κάτι από το οποίο δεν κατάφερε να απαλλαγεί ο Δυτικός άνθρωπος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί μια επιπλέον εσωτερική διάκριση στη δυτική αντίληψη ως προς την ηγεμονική επιβολή εικόνων/ιδεών.
Πρακτικά, λοιπόν, έχουμε αυτές των μητροπολιτικών (κυρίαρχων) και αυτές των περιφερειακών (κυριαρχουμένων) εικόνων/ιδεών εντός του δυτικού κόσμου. Αποτέλεσμα αυτής της επιβολής, μιλώντας τόσο για τη δυτική περιφέρεια όσο και για τον Ανατολίτη άνθρωπο, είναι η ανάπτυξη συμπλεγμάτων επαρχιωτισμού σε πολλές εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.
Ενδιαφέρον είναι ότι η παραπάνω τοποθέτηση μοιάζει να ισχύει από τον χώρο των τεχνών έως τα ακαδημαϊκά έδρανα – πρόκειται για χώρους οι οποίοι έχουν τον απόλυτο κοινωνικό κύρος. Όμως, επί της ουσίας, οι ιδέες τους είναι περιορισμένες εντός του μητροπολιτικού κανόνα. Όπως και να έχουν τα δεδομένα, μοιάζει παράλογο να θέλει κανείς να διασπάσει τις δεσπόζουσες αντιλήψεις, αφού για να κερδίσει τη ζωή του πρέπει να συνεχίσει να τις διαχέει.
Ο δρόμος είναι μοναχικός και δύσβατος για τον ερευνητή που θέλει να φτάσει στον πυρήνα των ζητημάτων της πολιτισμικής ετερότητας. Εξίσου καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η χρηματοδότηση με δικούς του πόρους του κόστους της έρευνας του έτσι ώστε να αποφύγει στρατηγικές επιβαλλόμενες από τον χρηματοδότη του.
Στο σημείο αυτό ίσως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μπορεί να χαιρόμαστε την ελευθερία της έκφρασης (εντός της δυτικής κοινωνίας όπου ανήκουμε), παρ' όλα αυτά είναι δύσκολο να θέσει κανείς νέες προβληματικές, αφού οι ιδέες ελέγχονται από θεσμούς και φορείς.
Στην δυτικότροπη σκέψη είναι πιο εύπεπτο να προβάλλεις στερεότυπα θέματα παρά να σπας διαχρονικά αποστήματα, γι' αυτό και στην ιστορία της φωτογραφίας τα όρια μεταξύ καλλιτεχνικής φωτογραφίας και δημοσιογραφίας μοιάζουν πολλές φορές να αλληλοκαλύπτονται.
Εν προκειμένω, και στο σύνολό τους, καλλιτεχνικά μέσα και είδη λόγου/έκφρασης στην εποχή μας βρίσκονται σε απόλυτη σύγχυση, αφού ο καθένας οφείλει να εξυπηρετήσει την ιδεολογία του χώρου εργασίας ή του κοινωνικού στόχου μιας μικρής ομάδας στην οποία θέλει να ανήκει.
Η θεωρητική κρίση που πέρασαν οι ανθρωπιστικές επιστήμες τόσο τη δεκαετία του '50-'60 όσο και σήμερα μας κάνει να δούμε ξανά τις βασικές επιστημολογικές διακρίσεις στην ανάλυση καλλιτεχνικών και εθνογραφικών θεμάτων, συγκεκριμένα μεταξύ των ορίων υποκειμενισμού και αντικειμενισμού στην έρευνα.
Επί της ουσίας, είναι δύσκολο να πειστεί μια στενή ακαδημαϊκή σκέψη ή ένας βερμπαλιστικός κύκλος θεωρητικών τέχνης ότι στην πραγματικότητα το κέντρο της εξαγώγιμης γνώσης δεν είναι παρά αποτέλεσμα διάδρασης και συνύπαρξης επί του συνόλου των συμμετεχόντων.
Είναι αδύνατο να ξεκινήσει κάποιος να εθνογραφεί εάν πρώτα δεν έχει αντιληφθεί το πολιτισμικό και κοινωνικό πεδίο μέσα από το οποίο γεννήθηκαν οι αναζητήσεις του. Το δώρο που αποκομίζει ο εθνογράφος από τη δουλειά του είναι η γνώση του εαυτού, αφού για να γνωρίσεις τον εαυτό σου πρέπει να γνωρίσεις την κοσμοθεωρία άλλων ανθρώπων.
Αν ο εθνογράφος δεν προσεγγίσει τον ξένο ως έναν μικρό θεό ή ως αδελφό του, η έρευνα θα μείνει στην επιφάνεια μιας καταγραφής φαινομενολογικών συμπερασμάτων, όπου τις περισσότερες φορές θα διαφαίνεται η δεσπόζουσα γραφή του συγγραφέα.
Το κέντρο γνώσης που πρέπει να μεταφράσει ο εθνογράφος στον πολιτισμικό κώδικα όπου ανήκει είναι το βαθύτερο οντολογικό πνεύμα του ετέρου πολιτισμού. Πώς, δηλαδή, ενσαρκώνεται και μετουσιώνεται ο τρόπος σκέψης και οι δράσεις μεταξύ της υλικής και της ιδεολογικής πραγματικότητας του άλλου.
Η ευρύτερη περιοχή της Βεσσαραβίας αποτελεί ένα πεδίο διαρκούς άσκησης πολιτικών και πολιτισμικών πιέσεων σε μικρές εθνοτικές ομάδες που προσπαθούν να ορίσουν ένα δικό τους status quo.
Συγκεκριμένα, στο ημιαυτόνομο καθεστώς της Γκαγκαουζίας πραγματοποιούνται πολλαπλές πιέσεις από διαφορετικούς πόλους εξουσίας, όπως η Μολδαβία-NATO, η Ρωσία και η Τουρκία. Ο καθένας από αυτούς τους παίκτες θέλει να ορίσει την ταυτότητα και την καταγωγή των κατοίκων ανάλογα με τα γεωστρατηγικά του συμφέροντα. Η άσκηση επιρροής δεν διακρίνεται μόνο σε πολιτικό επίπεδο, βασίζεται παράλληλα στην καθιέρωση πολιτισμικών και θρησκευτικών παρεμβάσεων στους ιστούς της κοινωνίας.
Όσον αφορά την προβληματική της φωτο-λογοτεχνικής εθνογραφίας, αυτή είναι η κατανόηση του άλλου μέσα από τη διακαλλιτεχνικότητα, έτσι ώστε από τη διασταύρωση φωτογραφίας και λογοτεχνίας να πραγματοποιηθεί οι πολυφωνική διεύρυνση της οπτικής και οντολογικής αντίληψης του αναγνώστη σε σχέση με τον ξένο/έτερο πολιτισμό.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν η τέχνη (ως μια πραγματικότητα βγαλμένη μέσα από τη ζωή) μπορεί να καταφέρει να διαρρήξει τις αντιλήψεις μας για τον άγνωστο ή λάθος αναπαριστώμενο έθνος/πολιτισμό. Αυτό μένει να κριθεί με την ολοκλήρωση της εργασίας μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει και στο παρελθόν. Η διαφορά αυτήν τη φορά βρίσκεται στο ότι δεν εισβάλλουμε και δεν κλείνουμε τον διάλογο, όπως οι τελευταίες σελίδες συμπερασμάτων των κλασικών εθνογραφικών εργασιών. Η διαδικασία νοηματοδότησης εθνογραφικών και καλλιτεχνικών ζητημάτων δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία δεδομένη χωροχρονική τοποθέτηση.
Μέλημά μας είναι να δώσουμε τη δυνατότητα μιας ανοιχτής και συμμετρικής επικοινωνίας ανάμεσα στο εθνογραφούμενο υποκείμενο (όπως αυτό τοποθετεί τον εαυτό του) και την οπτική αντίληψη από την πλευρά του αναγνώστη (όπως αυτός αντιλαμβάνεται το διακαλλιτεχνικό γεγονός του εθνογραφούμενου υποκειμένου).
Η καινοτομία σε αυτή την προσέγγιση βρίσκεται στο ότι δεν απευθύνεται σε έναν στενό εθνογραφικό κύκλο, αφού καταφέρνουμε, μέσω των φωτογραφικών και λογοτεχνικών ανθολογημένων έργων, να απευθυνόμαστε σε κάθε αναγνώστη.
Η εφαρμογή αυτής της εθνογραφικής δοκιμής επιτυγχάνεται μεταφράζοντας και ανθολογώντας λογοτεχνικά έργα (λαϊκό τραγούδι, ποιήματα, νουβέλες) της περιοχής. Έτσι, σε συνδυασμό με τα φωτογραφικά καρέ εκπληρώνεται, ίσως, μια ολιστική αποτύπωση του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου της περιοχής.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια νέα φόρμα εθνογραφικής προσέγγισης που δεν κινείται γύρω από τις συνηθισμένες στρουκτουραλιστικές ή μεταστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις. Αν ο άνθρωπος τοποθετεί και κατανοεί τον εαυτό μέσω των εικόνων, τότε η διαδικασία οργάνωσης και παρουσίασης διακαλλιτεχνικών έργων εντός του κλάδου της εθνογραφίας πιθανόν να συντελέσει στην πιο γόνιμη σύνθεση μελετών.
Info:
Ο Jean Paul Dupont είναι Έλληνας μεταπτυχιακός ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών στο Παρίσι. Έχει κάνει φωτογραφικά και εθνογραφικά πρότζεκτ στη βαλκανική χερσόνησο, Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, Ανατολική Ευρώπη.
σχόλια