Ήταν η πρώτη μεγάλη απώλεια του '19: ο Χρήστος Ζυγομαλάς, από τις πλέον αναγνωρίσιμες περσόνες του ελληνικού underground, ο έτερος μεγάλος «τροβαδούρος των Εξαρχείων» μαζί με τον Νικόλα Άσιμο, συνθέτης, μουσικός, συγγραφέας και ταυτόχρονα ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης με πολύ σημαντικό έργο, έφυγε στις 30 Ιανουαρίου σε ηλικία 67 ετών, ύστερα από πολύχρονη «μάχη» με τον καρκίνο.
Από τους πρώτους ένθερμους «ιεραπόστολους» της ελευθεριακής κουλτούρας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, της «σποράς» του θρυλικού βιβλιοπωλείου Octopus Press που είχε ιδρύσει ο Τέος Ρόμβος, έγραψε ιστορία με την Exarchia Square Band και τους «Κροκανθρώπους» ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70, πειραματίστηκε δε με πολλά μουσικά είδη, από μπαλάντες, ροκ και παραδοσιακά –τα «τσιμπητά» σμυρναίικα ρεμπέτικα που αναβίωσε δημιούργησαν ολόκληρο ρεύμα– μέχρι έθνικ και new wave.
Άνθρωπος χαρισματικός, καλλιεργημένος, φιλοσοφημένος, ευαίσθητος και ταυτόχρονα «δρομίσιος», μαχητής, με ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, έδινε μέχρι τέλους το «παρών» σε όλους τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, από το Πολυτεχνείο του '73 μέχρι το κατειλημμένο Σύνταγμα το '11.
Δεν ησύχαζε ποτέ, επεξεργαζόταν διαρκώς καινούργια πρότζεκτ. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και όσα ακολούθησαν τα επόμενα ταραγμένα χρόνια τον συγκλόνισαν, επηρεάζοντας το μουσικό και καλλιτεχνικό του ύφος.
«Να είμαστε ενεργοί και όχι πρόβατα!» ήταν ένα αγαπημένο μότο του, «Στην Ιστορία θέλω να μπουκάρω» ονόμασε μία από τις τελευταίες του μουσικές συλλογές (2011). Στην Ιστορία, την πόρτα της οποίας κάποτε χτύπησε με τους συντρόφους του, καθώς έγραφε, και σαν εκείνη άνοιξε, ρωτώντας τους τι θέλουν, αυτοί της απαντήσανε «να πάει να γαμηθεί!».
Πιστός στις αρχές του, όλες του τις μουσικές δουλειές, όπως και με τα γραπτά του, τα κυκλοφόρησε είτε αυτόνομα είτε μέσω μικρών, ανεξάρτητων εταιρειών ή εκδοτικών οίκων, συνέδραμε δε αυθόρμητα και αφιλοκερδώς νέα ταλέντα αλλά και γενικότερα όπου του ζητούνταν.
Η γνωριμία του το '93 με τη μετέπειτα σύζυγο και συνεργάτιδά του Βάνια Σιδέρη, μια επίσης ιδιαίτερη προσωπικότητα, υπήρξε καταλυτική. Για την προσωπική του ζωή, αφού έκαναν οικογένεια και τρία παιδιά –τρεις πανέμορφες κόρες–, για την επαγγελματική, καθώς κρατούσαν μαζί για μια πενταετία (1994-99) τη Μουσική Σκηνή του Αγίου Νικόλαου Αρτέμιδας αλλά και για την καλλιτεχνική, που, χάρη και στη δική της συμβολή, άρχισε να «απογειώνεται».
Η ζωή, εντούτοις, τους επιφύλαξε αρκετές δοκιμασίες στην πορεία, με αποκορύφωμα την αρρώστια του Χρήστου που την πάλεψε εξαρχής σθεναρά, η υγεία του όμως επιδεινώθηκε ραγδαία μετά τη φονική πυρκαγιά πέρσι στο Μάτι, της οποίας παραλίγο να ήταν ένα ακόμα θύμα.
Λίγες μόλις μέρες μετά την αποδημία του, επισκέφτηκα την οικογένειά του στο σπίτι τους στο Μετς. Η αναγγελία της κηδείας –στην οποία παρέστη πλήθος κόσμου– ήταν ακόμα στην πόρτα, οι αναμνήσεις πολύ νωπές.
Το σπίτι γεμάτο έργα του, η παρουσία του αισθητή παντού, τα δικά μου συναισθήματα ανάμεικτα: μην ήταν ακόμα το πένθος ασήκωτο, μην έπρεπε να αναβάλω τη συνέντευξη κι ας την είχαμε συμφωνημένη; Μήπως γι' αυτό μου γαβγίζει η Ρέα; Όμως, τόσο η κ. Σιδέρη όσο και τα τρία κορίτσια με υποδέχθηκαν θερμά, μοιάζανε δε σαν να είχαν επιστρέψει από πολυήμερη γιορτή.
Πράγματι, μια βδομάδα τον «γλεντάγανε» με μουσικές και τραγούδια η οικογένεια και οι στενοί του φίλοι, όπως εξάλλου επιθυμούσε κι εκείνος: «Κάνε μωρό μου υπομονή / ο κόσμος δεν εχάθη / με τον ρυθμό της μουσικής / γιατρεύονται τα πάθη». Ήταν κιόλας, για τα παιδιά ειδικά, ο ιδανικότερος τρόπος να συμφιλιωθούν κάπως με την απώλεια.
Χρέος τους πλέον, συνεχίζει, είναι να συγκεντρώσουν και να αναδείξουν τη λαμπρή και εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό καλλιτεχνική του κληρονομιά.
Ήδη έχουν προγραμματιστεί η επανακυκλοφορία του CD «Από τη Σμύρνη στην Αθήνα», μια αφιερωματική παρουσίαση στον Ιανό στις 3/4 (έναρξη 20:30), κάνουν δε έκκληση σε όσους κατέχουν έργα τέχνης του και μπορούν να τα διαθέσουν να επικοινωνήσουν μαζί τους για το στήσιμο μιας αναδρομικής έκθεσης προς τιμήν του.
Ήδη όμως έγραψα αρκετά, «μικρόφωνο» στη Βάνια:
«Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε την άνοιξη του '93 στα εγκαίνια μιας έκθεσης γλυπτών από σίδερο –μια τέχνη που λατρεύω– στην γκαλερί της Σμαράγδας Γιαννάτου, σε ένα παλιό αρχοντικό στο Γαλάτσι. Συμμετείχαν, θυμάμαι, κάποιοι Ισπανοί καλλιτέχνες και από δικούς μας ο Takis, ο Θόδωρος κι ο Χρήστος που δεν γνώριζα τότε.
Καθώς, λοιπόν, παρατηρούσα τα έργα, είδα να έρχεται από πέρα ένας άνθρωπος με πολύ φως που προς στιγμήν με αναστάτωσε. Μιλήσαμε λίγο έτσι γενικά, χωρίς συνέχεια.
Το αμέσως επόμενο διάστημα συναντηθήκαμε "κολλητά" σε δύο ακόμα εικαστικές εκθέσεις, η δεύτερη μία ομαδική στο τότε εκθεσιακό Κέντρο Plaza στην Κηφισίας.
Φεύγοντας από κει, μου κάνει "να σου πω, πάμε να σε κεράσω κάτι;". "Σαν τι;" ρωτάω. "Να, ένα νερό!" λέει με το γνωστό χιούμορ του. "Άλλη φορά, δεν αδειάζω τώρα!" αποκρίθηκα καθώς έμπαινα βιαστική στο αυτοκίνητο να επιστρέψω στη Λούτσα.
Θέλοντας τότε να με κρατήσει κι έχοντας μάλλον παρατηρήσει το εξαιρετικό ενδιαφέρον μου για τη σιδηρογλυπτική, μου πρότεινε να μου χαρίσει μια σιδερένια λάμπα δικής του κατασκευής...
Ξαφνιάστηκα και από το πάθος μου για την τέχνη του σιδήρου απάντησα ενθουσιασμένη "ναι, φυσικά". Στη συνέχεια τον ρώτησα αν θα ήθελε να αναλάβει την ανακαίνιση του Athens Windsurfing Center, του πρώτου κέντρου ιστιοσανίδας στην Ελλάδα που είχαμε ιδρύσει το '87 στην έρημη τότε παραλία του Αγίου Νικολάου στη Αρτέμιδα μαζί με τον επί πολλά χρόνια συνεργάτη και σύντροφό μου Πολ.
Είχαμε ήδη, βέβαια, "συνυπάρξει" με τον Χρήστο από την εποχή του Πολυτεχνείου σε πολλά κοινά στέκια, πάρτι, συνελεύσεις, ακόμα και σε σπίτια κοινών φίλων στη Ρώμη και στη Βιέννη, μα δεν έτυχε να συναντηθούμε ποτέ τότε – η μοίρα είχε τα δικά της σχέδια!
Συμφώνησε, που λες, να έρθει στην Αρτέμιδα να δουλέψει, ζήτησε μόνο καμιά εικοσαριά μέρες περιθώριο. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει όταν ξάφνου εμφανίστηκε μες στην καλή χαρά. Ξεκίνησε χαλαρά, όπως το συνήθιζε, κι όταν ακούστηκαν κάποια παράπονα, του λέω "τι γίνεται;". "Βιάζεσαι ε;" μου κάνει. "Φέρε μου τότε αύριο εδώ ένα φορτηγό μπετόβεργες".
Μόλις φτάσανε τις πλάκωσε με τα χέρια, σμιλεύοντας ένα απίστευτο ουράνιο τόξο από σίδερο! Λέω απίστευτο όχι μόνο γιατί ήταν υπέροχο αλλά κι επειδή η έμφυτη παιδικότητα και η γενικότερη παιγνιώδης διάθεσή του δεν σε προδιέθεταν για τόση αξιοσύνη.
"Είσαι στ' αλήθεια μεγάλος καλλιτέχνης..." είπα έκθαμβη. "Ε, κάτι κάνω, αλλά..." "Τι αλλά;" τον ρώτησα, ούσα εξοικειωμένη με τον καλλιτεχνικό χώρο και την προώθηση ταλέντων. "Πάντα δημιουργούσα, ωστόσο δεν το είχα δει ως καριέρα...", αποκρίθηκε.
Τότε του είπα πως θα αναλάμβανα εγώ ατζέντης του! Όταν έμαθα κιόλας ότι είχε περάσει πρώτος στην ΑΣΚΤ, αλλά την εγκατέλειψε γιατί "με βάζανε να κάνω μελάνια κι εγώ δεν μπορούσα", τον αποπήρα: "Πρέπει οπωσδήποτε να την τελειώσεις!". Με κοίταγε αμήχανα.
Χρειάστηκε να τον πρήξουμε εγώ κι οι φίλοι του για να ενδώσει. Φαντάσου ότι πήγα και τον έγραψα εν τέλει στη Σχολή αυτοπροσώπως!
Όταν εμφανίστηκε εκεί, καθηγητές και παλιοί συμφοιτητές του μαζεύτηκαν γύρω του και απόρησαν – πολλοί αγνοούσαν ότι δεν είχε πτυχίο. "Τι να σου μάθουμε, εσύ πρέπει να μας διδάξεις" του λέγανε. Κατέληξε στο εργαστήριο του Γιώργου Λάππα, που το θεώρησε μεγάλη τιμή και του έπλεξε δημοσίως το εγκώμιο. Στη δε πτυχιακή του ο Χρήστος φιλοτέχνησε κάτι απίθανα μουσικά γλυπτά.
Η έντονη έλξη που εξαρχής υπήρχε μεταξύ μας γρήγορα εξελίχθηκε σε σφοδρό έρωτα. Έγινε κυκλώνας που αναστάτωσε τις ζωές και των δυο μας. Αμφότεροι ισχυρές προσωπικότητες, ανήσυχες και ανεξάρτητες, ταιριάζαμε σε πολλά, τόσο ως χαρακτήρες όσο και στο πώς αντιλαμβανόμασταν τον κόσμο. Κόντρα σε κάθε σύμβαση γίναμε με τον Χρήστο ζευγάρι....
Τον επόμενο χρόνο, το '94, γεννήθηκε η Άρτεμις, η πρώτη μας κόρη. Όταν πια ήμουν έγκυος στη δεύτερη, την Περσεφόνη (1996), αποστασιοποιηθήκαμε με τον Χρήστο από το windsurfing κομμάτι και φτιάξαμε τη Μουσική και Εικαστική Σκηνή που εξελίχθηκε σε δημοφιλές στέκι γνωστών καλλιτεχνών και ορμητήριο νέων: Mode Plagal, Drums of Passion, Πρίαμος Μωράκης και Φίλιππος στο σαξόφωνο, Το Υγρόν Πυρ του Δημήτρη Ζαφειρέλη, Μανώλης Ρασούλης, Βαγγέλης Γερμανός, Μάριος Παπαδέας, Βλάσσης Μπονάτσος, Ρίκα Βαγιάννη, Βασίλης Σπεράντζας, Νίκος Στεφάνου, Πάνος Φειδάκης, Ανδρέας Βουτσινάς, Σταμάτης Κραουνάκης, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Αλέκος Φασιανός και πολλοί άλλοι.
Το κύρος του κλαμπ που μετονομάσαμε Κέντρο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο κύκλος του Χρήστου και η οργανωτική μου εμπειρία ήταν η μαγιά για τα περίφημα δρώμενα που στήναμε εκεί.
Μέχρι μουσικούς από την Κρατική Ορχήστρα της Βιέννης φέραμε που έπαιξαν Μότσαρτ και Χάιντν, πού, στη Λούτσα! Χαμός γινόταν από κόσμο, τα δε έσοδα από τις εκδηλώσεις διετίθεντο για τον καθαρισμό της παραλίας και της θάλασσας μέσω του οικολογικού πρότζεκτ Save the Sea που επί τούτω ξεκινήσαμε...
Έγινε πόλος έλξης, σημείο αναφοράς και ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής. Ήταν κάτι τόσο ελεύθερο και μοναδικό, ώστε έμεινε σαν θρύλος στις καρδιές μας!
Η ιδέα τότε για την περιοχή υπήρξε πολύ ελκυστική και πρωτοπόρα, τόσο που πολλοί δεν δίστασαν να μας δημιουργήσουν προβλήματα που μας ταλαιπώρησαν για πολλά χρόνια, με οικονομικά προβλήματα και δικαστικές διαμάχες.
Μετά τον σεισμό του '99, που έκανε πολλή ζημιά στις εγκαταστάσεις κι ενώ είχε γεννηθεί η τρίτη μας κόρη, η Αριάδνη, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να επιστρέψουμε στην Αθήνα. Έκτοτε μας πήρε η κάτω βόλτα, δεν διεκδικήσαμε κιόλας τίποτα φεύγοντας, όπως δικαιούμασταν, αφήσαμε όλα τα μέτωπα ανοιχτά...
Υπόψη ότι η ευρύτερη περιοχή της παραλίας του Αγίου Νικολάου Αρτέμιδος, δημοφιλέστατος πλέον θερινός προορισμός, αναπτύχθηκε βάσει χωροταξικού σχεδιασμού που κάναμε με τη συνδρομή καθηγητών μου από την έδρα Μακροπολεοδομίας του Μιλάνου το '88.
Το φθινόπωρο της τελευταίας χρονιάς μας εκεί ο Χρήστος έλαβε μέρος στον διαγωνισμό για τη μαρμάρινη προτομή της Μελίνας Μερκούρη που είχε ένα σεβαστό χρηματικό έπαθλο.
Την αγαπούσε πολύ τη Μελίνα. Δεν είχε ξαναφτιάξει προτομή, κλείστηκε λοιπόν σε μια ξύλινη παράγκα είκοσι μερόνυχτα και το πολέμησε με μόνο βοήθημα την ταινία "Ποτέ την Κυριακή".
Εν τέλει, ένα πρωί μου είπε: "Ήρθε η Μελίνα και άγγιξε το έργο μου, το ένιωσα!". Πάω κι αντικρίζω μια Μελίνα συγκλονιστική. Ο Ζιλ Ντασέν που είχε τον ύστατο λόγο επέλεξε τελικά την προτομή του Κρατίδη, εντύπωση όμως έκανε και το έργο του Χρήστου, που βραβεύτηκε κιόλας από τον τότε δήμαρχο Αβραμόπουλο.
Υπήρξε άνθρωπος πολυδιάστατος, πολυτάλαντος, πολύτροπος, δύσκολος κι ανάποδος καμιά φορά, πάντοτε όμως φιλότιμος, δοτικός και εξαιρετικά ταπεινός.
Τα τεχνουργήματα καθώς και τα γραπτά του τα διακρίνει ένα έντονα υπαρξιακό και ταυτόχρονα υπερβατικό, σουρεαλιστικό, ντανταϊστικό στοιχείο.
Μεταλλικά γλυπτά, μπρούντζινα αγαλματίδια, κηροπήγια, σχέδια, πίνακες, χαρακτικά, κοσμήματα, ασύγκριτες μάσκες, μακραμέ, μέχρι σφραγιδόλιθους έφτιαχνε. Είτε για εκθέσεις, είτε κατά παραγγελία, είτε επειδή απλώς κάτι εμπνεύστηκε. Ό,τι έπιανε το μεταμόρφωνε, ενώ και στα μαστορέματα ήταν μέγας καλλιτέχνης, κανονικός μάγος του σιδήρου!
Προσωπικά τον αποκαλούσα Ήφαιστο καθότι γνώριζε καλά πώς να δαμάσει κάθε υλικό αλλά και πού να απευθυνθεί για να βρει αυτό που ήθελε.
Είχε φιλοτεχνήσει και δημόσια γλυπτά, τους "Σιδερένιους Αγγέλους" που στήθηκαν τα Χριστούγεννα του '01 στην Ομόνοια και το '06 στoν Φλοίσβο, το άγαλμα της Αγίας Αιμιλίας ντε Βιαλάρ μέσα στον Άγιο Ιωσήφ των καθολικών στη Χ. Τρικούπη επίσης, το οποίο μάλιστα βραβεύτηκε από το Βατικανό.
Ήταν ο γλύπτης που έλιωσε χρησιμοποιημένα CD και παρουσίασε έργα φτιαγμένα από το υλικό αυτό στο πλαίσιο της Recycle Art. Αλλά και πολλά έργα τέχνης ακόμα, άσε τι χάθηκε κιόλας στην πορεία...
Το φθινόπωρο του '02 διοργάνωσα η ίδια μια μεγάλη έκθεση μαρμάρινων και πέτρινων γλυπτών του στην αίθουσα ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ η οποία σάρωσε, αγοράστηκαν αμέσως άπαντα.
Στα Τζουμέρκα, πάλι, το '06, στο πλαίσιο του εκεί κινηματογραφικού φεστιβάλ βραβεύτηκε και κατόπιν δώρισε στον δήμο το "Ψάρι του Βουνού", ένα τεράστιο ψάρι σμιλεμένο σε έναν μεγάλο γρανίτη – υπήρξε αγαπημένο καλλιτεχνικό θέμα του το ψάρι.
Σκεφτόμουν, ξέρεις, σοβαρά ν' αρχίσω να τον βιντεοσκοπώ, ήταν σαν να έδινε καθημερινά μια διαφορετική παράσταση ακόμα κι όταν εργαζόταν, όμως απανωτές αναποδιές ματαίωσαν το σχέδιο εκείνο.
Δεινός λεξιπλάστης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, άριστος κωμικός και περφόρμερ, θα έκανε σίγουρα καριέρα στο stand up comedy!
Το μεγάλο του ταλέντο το είχε δείξει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70 στη Βουκουρεστίου, στην Πλάκα πιο μετά και στα Εξάρχεια με τον Νικόλα Άσιμο, όπου δίνανε κανονικές παραστάσεις μουσικοθεάτρου δρόμου.
Ήταν η εποχή των Exarchia Square Band, των Κροκ... Είχε παίξει τότε σε διάφορα μαγαζιά όπως ο Φαέθων, το Χρυσό Κλειδί, η Σοφίτα, η Λήδρα, το Green Door, το Vitovsky, στο μπαράκι του Βασίλη κ.α.
Με τον Άσιμο είχαν πράγματι στενή συνεργασία και παράλληλη μουσική πορεία, όχι όμως κοινή και κακώς αναφέρεται ως συνοδοιπόρος εκείνου. "Γύρνα πίσω και θα σε κάνω υπουργό!" του μήνυσε όταν χωρίσανε τα τσανάκια τους.
Ο Χρήστος απομακρύνθηκε σταδιακά γιατί η φάση είχε, καθώς έλεγε, τελειώσει, ο δε Νικόλας είχε πάρει τον δικό του δρόμο. Λίγο καιρό αργότερα αυτοκτόνησε, ανήμερα των γενεθλίων του Χρήστου...
Αφανής πρωτοπόρος, ανέτρεπε λογικές, έσπαγε συμβάσεις, ήτανε παθιασμένος αγωνιστής και ταυτόχρονα άνθρωπος απλός, ανεπιτήδευτος. Ρομαντική, ευαίσθητη και καλλιτεχνική ψυχή, διέθετε ταυτόχρονα τη σκληρότητα και την αγριάδα του δρόμου.
Υπήρξε δε ανέκαθεν διχασμένος ανάμεσα στον κόσμο της υψηλής τέχνης κι αυτόν των Εξαρχείων που τον είχε κάπως σαν ίνδαλμα και με τον οποίο τον συνέδεαν τόσες αναφορές και βιώματα. Αφενός ενεργό μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και του Συλλόγου Γλυπτών Ελλάδος, αφετέρου αντάρτης και αμφισβητίας!
Δυσκολευόταν να συνδυάσει αυτές τις δύο ζωές κι αυτό τον βασάνιζε. Έπειτα, σε τέτοιους πολιτικοκοινωνικούς χώρους κυριαρχεί μια σύμβαση του τύπου "ή θα είσαι μαζί μας ή απέναντι" –το βίωσα κι εγώ στα «στρατευμένα» φοιτητικά μου χρόνια–, κάτι που επίσης τον εγκλώβιζε.
Έχοντας ζήσει, δε, τα Εξάρχεια σε καλύτερες εποχές, όταν γίνονταν εκεί σπουδαία πράγματα, είχε απογοητευτεί από την παρακμιακή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί καιρό τώρα – "εποχή του λαλήματος" την αποκαλούσε.
Την αγαπούσε, παρά ταύτα, πολύ αυτήν τη γειτονιά, την ιστορία, τους ανθρώπους, την κουλτούρα της. Σύχναζε μέχρι τέλους εκεί, στο "αναρχικό" μπαρμπέρικο, στης Μυρτώς, στο Aylak και άλλα γνωστά στέκια.
Για τα Εξάρχεια όπως τα έζησε συνέγραψε, άλλωστε, το αυτοβιογραφικό του βιβλίο-ντοκουμέντο "Η μπαλάντα της πλατείας" (εκδ. Ρενιέρη 2018). Έγραψε, επίσης, τη συλλογή μικρών κειμένων "Η Μυγοσκοτώστρα" (Bibliotheque 2018), που εκδόθηκε μόλις μια εβδομάδα πριν από τον θάνατό του, την ποιητική συλλογή "Cantos Desperados"(αυτοέκδοση, 2017) και τη συλλογή κοάν «Ενακανονακάνε», διανθισμένη με δικά του πρωτότυπα σχέδια (Ανοιχτή Πόλη 2015).
Σταθερός στις αρχές και στις ιδέες του, όλες του τις μουσικές δουλειές, όπως και τα γραπτά του, τα κυκλοφόρησε είτε ο ίδιος είτε μέσω μικρών, ανεξάρτητων εταιρειών ή εκδοτικών οίκων.
Διακινούσε τα τραγούδια του σε DIY κασέτες και CD, εκτός εμπορικών κυκλωμάτων, και τα διέθετε κυρίως σε συναυλίες του. Μια τέτοια χαρακτηριστική συλλογή είναι το "Xeneroma - Τα χειρότερα τραγούδια των Εξαρχείων" (σε κασέτα το '82, σε CD το '96 με νέες ηχογραφήσεις), που την ονόμασε έτσι επειδή επέμενε στις μπαλάντες «κόντρα» στο ρεύμα.
Στο ίδιο πνεύμα κυκλοφόρησε αργότερα τις "Sleeping Ballads" του, συλλογή παλιότερων και ανασκευασμένων κομματιών του. Από τις πιο ξεχωριστές δουλειές του ήταν τα λεγόμενα "τσιμπητά ρεμπέτικα", τα ρεμπέτικα δηλαδή της κιθάρας που έπαιζαν ξενιτεμένοι μουσικοί στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα επειδή δεν υπήρχαν εκεί μπουζούκια. Απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων, είχαν με τον αδερφό του μια σπάνια συλλογή δίσκων με τέτοια τραγούδια αλλά και παραδοσιακά σμυρναίικα.
Με θυμάμαι έγκυο στην Άρτεμη να επιλέγουμε τα τραγούδια της συλλογής "Από τη Σμύρνη στην Αθήνα" που κυκλοφόρησε το '94, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Δύσκολα, πια, το βρίσκει κανείς και η ζήτηση είναι μεγάλη, δρομολογούμε επομένως ανατύπωση εκείνου του CD. Ο Λάμπρος Λιάβας είχε γράψει τότε, θυμάμαι, εξαιρετικά επαινετικά λόγια στην "Ελευθεροτυπία".
Το εγχείρημα εκείνο του Χρήστου δημιούργησε ολόκληρο ρεύμα που ακολούθησαν πολλά μεγάλα ονόματα. Ήταν ο πρώτος που ανέδειξε ξανά αυτό το είδος!
Όταν ήρθε, δε, υπερήλικας πια ο Γιώργος Κατσαρός, 104 ετών, από τη Φλόριντα στο θέατρο Μινώα να παίξει, πήγαμε στο καμαρίνι του και του λέει ο Χρήστος: "Δάσκαλε, παίζω κι εγώ τσιμπητά". "Παίξε τώρα" απάντησε ο Κατσαρός, δίνοντάς του την κιθάρα. Όταν τελείωσε, του είπε "μπράβο, παιδί μου, συνέχισε εσύ τώρα στη θέση μου!".
Επιμελήθηκα, που λες, προσωπικά την παραγωγή αυτή που κυκλοφόρησε η ανεξάρτητη Molon Lave Records του Σλοβένου χεβιμεταλά Τζορτζ Όσμακ σε διανομή LYRA, συμμετείχα δε και στα φωνητικά.
Ανακαλύπτοντας πως οι φωνές μας ενώνονταν το ίδιο μαγικά όπως οι ψυχές μας, λέγαμε μαζί ρεμπέτικα, σμυρναίικα, ιταλικά αναγεννησιακά τραγούδια και, φυσικά, τις αγαπημένες του μπαλάντες – συχνά μας συνόδευε και η μικρότερη μας κόρη, η Αριάδνη.
Tραγουδήσαμε επί σειρά ετών σε πολλές μουσικές σκηνές κι άλλους χώρους, εντός κι εκτός Αθηνών, στη Γερμανία επίσης. Τον Αύγουστο του '05 παρουσιάσαμε από κοινού μελοποιημένους ομηρικούς ύμνους, οι οποίοι επιλέχτηκαν ανάμεσα από δέκα ομάδες καλλιτεχνών για να πλαισιώσουν ένα συμπόσιο Φιλοσοφίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Εgeis της Σμύρνης στον ναό του Απόλλωνα στο Claros, ένα εγχείρημα που έκανε αίσθηση σε Τουρκία και Ελλάδα.
Μάλιστα, δεν είχε δεχτεί ο Χρήστος να κυκλοφορήσουν μαζί με την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", όπως του πρότειναν τότε. Οι ύμνοι αυτοί τώρα ενορχηστρώνονται και σύντομα θα παρουσιαστούν. Γενικότερα, είχε πειραματιστεί με πολλά μουσικά είδη, κυρίως με ροκ, μπαλάντες, ρεμπέτικα, σμυρναίικα, παραδοσιακά, μέχρι και με new wave (με το σχήμα Nodead το '84).
Δεν ησύχαζε ποτέ, επεξεργαζόταν διαρκώς καινούργια πρότζεκτ. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και όσα ακολούθησαν τα επόμενα ταραγμένα χρόνια τον συγκλόνισαν, επηρεάζοντας το μουσικό και καλλιτεχνικό του ύφος.
Ένιωθε ξανά «νέος οργισμένος», κατέβαινε στις μεγάλες διαδηλώσεις, όπως έκανε διαρκώς, ήδη από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το '73, προς τιμήν της οποίας μάλιστα είχε γράψει το τραγούδι "Το ροκ εν ρολ του Νοέμβρη"!
Λίγο μετά τα Δεκεμβριανά του '08 μελοποίησε τους "Σαράντα Ματατζήδες", κατά τα "Σαράντα παλικάρια", και το καλοκαίρι του '11, στο αποκορύφωμα των μεγάλων κινητοποιήσεων, κυκλοφόρησε ως Χρήστος Ζυγομαλάς and The Afranx τη συλλογή "Στην Ιστορία θέλω να μπουκάρω" με στίχο επίκαιρο, σκωπτικό και ανατρεπτικό.
Επικαιροποιούσε διαρκώς την τέχνη του, του άρεσε δε να ορμηνεύει τους νεότερους: "Να έχετε κρίση καθαρή, επίγνωση και σύνεση" τους έλεγε.
Λίγο πριν αρρωστήσει, καταγινόταν με τις μουσικοποιητικές, όπως τις έλεγε, ομάδες που έφτιαχνε με άλλους φίλους, όπως η Γη της Απαγγελίας.
Μαζευόντουσαν κάθε τόσο στο Nosotros, στο θέατρο Εμπρός, στο Δίπορτο, στον Ορίζοντα Γεγονότων και αλλού. Απήγγειλλαν ποίηση, κάνανε performing, ενθάρρυνε ο ίδιος νέους ποιητές να εκφραστούν, παρακινούσε μάλιστα και τις κόρες μας να γράψουν στίχους! Τον εξίταρε η ποίηση, έγραφε από φοιτητής.
Διάβαζε επίσης πολύ, από μοντέρνα διανόηση μέχρι αρχαία γραμματεία και φιλοσοφία, ιδίως Ηράκλειτο και προσωκρατικούς. Τον συνέπαιρναν η αρχαία ελληνική μυθολογία –δεν διάλεξε τυχαία για τα κορίτσια μας αρχαιοελληνικά ονόματα–, ο βουδισμός και το ταό, που θεωρούσε πως μοιραζόταν αρκετά κοινά με τον πρώιμο χριστιανισμό.
Αγαπημένος του αρχαίος θεός ήταν ο Απόλλωνας, του οποίου είχε κιόλας φιλοτεχνήσει άγαλμα κατά παραγγελία του Σωκράτη Χριστοδουλάρη. Δεν ήταν, εντούτοις, θρήσκος ή οπαδός κάποιου cult, υπήρξε μάλλον συγκριτιστής.
Από τον Ιούλιο του '17 ξεκίνησε ο μαραθώνιός του με τον καρκίνο –όγκος στον εγκέφαλο– και κατ' επέκταση όλων μας... Αντιμετώπισε εξαρχής την ασθένεια στωικά, με απίστευτη γενναιότητα, με χιούμορ και αισιοδοξία. Εκείνος ήταν που έδινε και σ' εμάς δύναμη κι ελπίδα!
Στο νοσοκομείο ή έξω στα καφέ καθόταν κι έγραφε ή σχεδίαζε καθημερινά με τις ώρες, το θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας του, όπως και τη μουσική. Άκουγε ασταμάτητα βυζαντινή και ευρωπαϊκή μεσαιωνική μουσική, πίστευε δε ακράδαντα ότι θα νικούσε την αρρώστια.
Οι φήμες ότι αρνούνταν τις συμβατικές θεραπείες είναι ανυπόστατες, αντιθέτως ήταν συνεπέστατος, πρώτος-πρώτος περίμενε τον Ορέστη να τον πάει στις θεραπείες του. "Νοσοκομειακός τουρισμός, αγαπητέ!" έλεγε στον Σπύρο που ξενυχτούσε μαζί του.
Στις 14/4/18, με δική τους πρωτοβουλία, τα τρία μας κορίτσια διοργάνωσαν συναυλία αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης για τα ιατρικά του έξοδα στην ΑΣΚΤ με τη συνδρομή φίλων.
Παρευρέθηκαν οι Lost Bodies & Θάνος Κόης, Road Duck, Honeybadger, Αέρα Πατέρα, Δημήτρης Δημητράκας, Τάκης Άκος, Δημήτρης Πουλικάκος & Νίκος Σπυρόπουλος, El Paso Soundsystem, Yard Session, Bolosis... Κάπου 3.000 άνθρωποι τίμησαν τον Χρήστο εκείνη τη βραδιά και τους ευχαριστούμε όλους θερμά!
Η κατάστασή του όμως έμελλε να επιδεινωθεί ραγδαία μετά την περσινή φωτιά στο Μάτι, οπότε για να σωθεί πέρασε μέσα από τις φλόγες που πλησίαζαν το σπίτι όπου παραθερίζαμε...
Ήμασταν όλοι σε ώρα χαλάρωσης, ήταν μάλιστα η επέτειος του γάμου μας. Μας ξεσήκωσε έγκαιρα ευτυχώς η Περσεφόνη. Σπεύσαμε άρον-άρον στην παραλία, μέσα στην αναταραχή όμως ο Χρήστος χάθηκε από κοντά μας, η μητέρα μου δυστυχώς δεν τα κατάφερε, απεβίωσε λίγο αργότερα.
Η Περσεφόνη θαλασσοπνιγόταν πέντε ώρες και εν τέλει σώθηκε όλως τυχαίως, εγώ τους έψαχνα όλους με σπασμένο δάχτυλο, πόδια γεμάτα αγκάθια αχινών και έγκαυμα στην πλάτη...
Για τον Χρήστο ήμουν σίγουρη για το χειρότερο, καθώς ταλαιπωρούνταν ήδη από κινητικά προβλήματα, ώσπου το βράδυ πια τον είδα να καταφθάνει κουτσαίνοντας, με δύσπνοια και κατάμαυρος από την κάπνα.
Σαν από θαύμα είχε βγει αλώβητος, έπεσε όμως αμέσως ημιλιπόθυμος στα φύκια. Έκτοτε η υγεία του χειροτέρεψε – ήταν από μόνη της τεράστιο σοκ η εμπειρία εκείνη, είχε κιόλας να το λέει, "η φωτιά μ' έφαγε...".
Στα τελευταία του, που αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί κι εμείς δεν μπορούσαμε καν να τον σηκώσουμε, κατέφθασε ένας Ιταλός φίλος μας, ο Γιάκοπο, που μας βοήθησε στη νοσηλεία.
"Θέλω να σου πω ένα ευχαριστώ για όλο αυτό που ζήσαμε μαζί, για το ότι με δίδαξες να βλέπω, να καταλαβαίνω, να κατανοώ..." έγραψε για τον Χρήστο όταν πια εκείνος έφυγε. Ο Σπύρος έκανε επίσης τα περισσότερα ξενύχτια στα νοσοκομεία όπου μπαινοβγαίναμε. Κι άλλα παιδιά, φίλοι καρδιακοί, βοήθησαν απ' την ψυχή τους...
Ξημερώματα της 30ής Ιανουαρίου, στα 67 του χρόνια αναχώρησε τελικά για το μεγάλο ταξίδι. Μια εβδομάδα τον γιορτάζαμε με μουσικές και τραγούδια εδώ στο σπίτι με φίλους αγαπημένους, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Χρέος μας τώρα να συγκεντρώσουμε και να αναδείξουμε τη σπουδαία μουσική, συγγραφική και καλλιτεχνική κληρονομιά που άφησε πίσω.
Ο Χρήστος Ζυγομαλάς με δικά του λόγια (από την εισαγωγή και τον επίλογο της «Μπαλάντας της Πλατείας»)
«Η χρυσόσκονη του Πολυτεχνείου πλανιόταν ακόμα στον αέρα, όταν ένα φάντασμα άρχισε να σκιάζει τον ουρανό της Αθήνας, μπουουου μικροαστοί, θα σας φάμε! Πετούσε πάνω από τα Εξάρχεια και όσα διαδραματίστηκαν τότε εκεί είναι απόλυτα εξακριβωμένο πως υπήρξαν μια ιστορική αναγκαιότητα, με όλα τα καλά και τα κακά της... Η χώρα μόλις ξύπναγε από τον λήθαργο της επταετίας και η γενιά μας, τα εικοσιπεντάχρονα – η γενιά που, όπως λένε αυτοί που κοιτάνε τα άστρα, είχε τον Πλούτωνα στον Λέοντα–, έμπαινε δυνατά στο προσκήνιο: "Και χτυπήσαμε δυνατά την πόρτα της ιστορίας / Και εκείνη μας άνοιξε / και μας ρώτησε / Τι θέλετε; / Και εμείς της είπαμε / να πάει να γαμηθεί"».
«Από το 2008, τη χρονιά του Αλέξη και μετά, έκανα ανατυπώσεις στο "Xeneroma" και τα έδινα σε δύο μπαρ στα Εξάρχεια. Μετά έβγαλα κι ένα άλλο άλμπουμ με παλιές και νέες συνθέσεις, γιατί πέρασα όλο εκείνο το καλοκαίρι με τους Αγανακτισμένους στο Σύνταγμα. Ο τίτλος ήτανε "Στην Ιστορία θέλω να μπουκάρω". Αυτό το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο είναι μια ανασκευή του 1976 που ακούγομαι να το λέω και σε εκείνη την παλαβή συναυλία, το Κροκ. Τώρα υπάρχει ένα CD με τις καλύτερες παλιές ηχογραφήσεις, που το πουλάω μόνο σε συναυλίες... Παράλληλα, παίζω ρεμπέτικα με μια τεχνική που έχω εξελίξει στην κιθάρα, παρόμοια με εκείνη που παίζανε οι ρεμπέτες της Αμερικής... Μεγάλο μου όνειρο είναι, εκτός από το να κάνω ηχογράφηση με μπάντα τα καλύτερα ροκ κομμάτια μου, να συνδέσω το ροκ με το ρεμπέτικο και το δημοτικό...»
«Το 2011 έγραψα τα Cantos Desperados. Με βράβευσε ένα λογοτεχνικό περιοδικό γι΄αυτή την ποιητική συλλογή κι ένα ποίημα, "Το Αύριο Συνελήφθη", το απαγγέλλω συχνά σε συγκεντρώσεις. Τώρα έχω ήδη έτοιμη και τη συλλογή "Exarcheia Rapsody"... Δημιουργώ και μουσικοποιητικά events με τη μη-ομάδα Gatos Desperados. Απεχθάνομαι τη σοβαροφάνεια των διανοουμενίστικων κύκλων. Στόχος μας είναι να μην είμαστε παθητικοί καταναλωτές των μπαρ αλλά να δημιουργούμε συμμετοχικές εκδηλώσεις και να δίνουμε βήμα σε όποιον έχει κάτι να πει, όπως κάναμε κάποτε με τον Νικόλα: Να είμαστε ενεργοί και όχι πρόβατα.
Cantos Desperados, δύο αποσπάσματα:
Τα 'μαθες;
το αύριο συνελήφθη
και κρατείται σε μυστική τοποθεσία.
Ήτανε λέει αστάθμητος παράγοντας
και οι αστάθμητοι παράγοντες απαγορεύονται.
Ακόμα και το σήμερα θεωρείται ύποπτο
γιατί μας θυμίζει πως υπάρχουμε και έχουμε ανάγκες
και αυτό δεν μπορεί να τραβήξει μακριά... Κατηγορείται ό,τι κινείται
ό,τι πετάει, ό,τι κολυμπάει
ό,τι ονειρεύεται.
Από το «Αύριο συνελήφθη»
Προσδοκώ μια ζωή
καλλίτερα μαγειρεμένη
από αυτή στο δόκανο πιασμένη
και με αγνά υλικά.
Από το «Όνειρο του Ρεμπό»
Ποια είναι η Βάνια (Ευανθία) Σιδέρη
Γεννημένη στη Σάμο, απόφοιτος του Αρσακείου, σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μιλάνο και Ιστορία Τέχνης στη Βενετία. Στην Αθήνα δούλεψε σε γνωστούς αρχιτέκτονες καθώς και στην οικογενειακή τεχνική εταιρεία, ενώ συμμετείχε στη μελέτη της Πολυκεντρικής Πόλης.
Εργάστηκε επίσης επί σειρά ετών ως καλλιτεχνικός μάνατζερ με τη Hellenic Concerts στη διοργάνωση συναυλιών, φεστιβάλ και λοιπών θεαμάτων, συνεργάστηκε με τον δήμο Αθηναίων και άλλους δήμους στον πολιτιστικό τομέα, απασχολήθηκε δε και στον τουριστικό κλάδο ως tour leader και animateur.
Ταξίδεψε πολύ, ασχολήθηκε επιπλέον με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Ούσα αθλήτρια της ιστιοσανίδας, υπήρξε συνδημιουργός το 1987 του Athens Windsurfing Center στον Άγιο Νικόλαο Αρτέμιδας.
Αφότου παντρεύτηκαν με τον Χρήστο Ζυγομαλά στήσανε εκεί μια Μουσική Σκηνή που άφησε εποχή (1994-99), οι δυο τους δε συνεργάστηκαν στενά και καλλιτεχνικά.
Μαζί απέκτησαν τρεις κόρες, την Άρτεμη, σπουδάστρια Βιολογίας, την Περσεφόνη, φοιτήτρια στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας, και την Αριάδνη, υπότροφο της Δραματικής Σχολής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.