Άραγε, έχει κανείς ανάγκη να του υπενθυμίσουν με άλλη μία έκθεση τη σημασία των βασικών στοιχείων της ζωγραφικής: του χρώματος, του φωτός και της σύνθεσης;
Η επιστροφή σε αυτά τα βασικά φαίνεται τυπολατρική και πασέ και δεν χρειάζεται να πάει κάποιος σε μια γκαλερί για να δει έργα ιμπρεσιονισμού και μετα-ιμπρεσιονισμού, τα οποία βρήκαν τον τρόπο να εισβάλουν στη μέινστριμ κουλτούρα εδώ και πολύ καιρό.
Και είναι παντού, από μαξιλαράκια και παζλ, μέχρι θήκες για κινητά και κολλάν για γυμναστική. Ωστόσο, είμαι μαγεμένος από την έκθεση Πιερ Μπονάρ: Το Χρώμα της Μνήμης που μπορείς να δεις τώρα στην Tate Modern.
Από τη μία είναι εντυπωσιακό να βλέπεις ότι η Tate φιλοξενεί μια έκθεση που περιστρέφεται γύρω από τα ίδια παλιά θέματα και το έργο ενός καλλιτέχνη που έχει παρουσιαστεί σε αμέτρητες εκθέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από την άλλη, η κατά κάποιον τρόπο αμφιλεγόμενη θέση του Μπονάρ στην ιεραρχία του μοντερνισμού δικαιολογεί μία περαιτέρω εξέταση.
Η Tate συμβουλεύει «να κοιτάζεις τους πίνακες της έκθεσης με αργό ρυθμό», αλλά είναι περιττό να σου πουν ότι πρέπει να δώσεις ιδιαίτερη προσοχή, όταν περιτριγυρίζεσαι από αυτούς τους καλειδοσκοπικούς πίνακες που σε βυθίζουν στον κόσμο τους.
Για τους νεότερους συναδέλφους του, οι οποίοι πειραματίστηκαν με τον κυβισμό και τον εξπρεσιονισμό, ο Μπονάρ αντιπροσώπευε έναν καλλιτέχνη που ποτέ δεν ακολούθησε τα εξελισσόμενα στυλ της εποχής του.
Ο Πικάσο αποκαλούσε τους πίνακες του Μπονάρ «ένα ποτ πουρί αναποφασιστικότητας» και τον κατηγορούσε ότι δεν ήταν αρκετά διανοούμενος.
Η έκθεση δεν εστιάζει στην υποτιθέμενη «αναποφασιστικότητα» του Μπονάρ, αλλά εξετάζει προσεκτικά την μέθοδο της δουλειάς του. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν είχε ποτέ εκτιμηθεί για τους πίνακες που έφτιαχνε αναπαριστώντας αυτά που έβλεπε, και στην ώριμη περίοδό του δούλευε αποκλειστικά από μνήμης.
Ωστόσο, οι πίνακές του είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλές ιμπρεσιονιστικές αφηγήσεις περασμένων γεγονότων. Θυμίζουν σελίδες από ένα εικονογραφημένο ημερολόγιο, συχνά αναθεωρημένες και ξαναγραμμένες καθώς οι αναμνήσεις του άλλαζαν.
Όση ώρα περπατούσα ανάμεσα στα εκτεθειμένα με χρονολογική σειρά έργα του στις αίθουσες της Tate, εντόπισα τα πειράματά του με το χρώμα. Είναι ξεκάθαρο πια ότι με το πέρασμα των χρόνων η παλέτα του Μπονάρ γίνεται όλο και πιο τολμηρή και λιγότερο συμβατική.
Η Tate συμβουλεύει «να κοιτάζεις τους πίνακες της έκθεσης με αργό ρυθμό», αλλά είναι περιττό να σου πουν ότι πρέπει να δώσεις ιδιαίτερη προσοχή, όταν περιτριγυρίζεσαι από αυτούς τους καλειδοσκοπικούς πίνακες που σε βυθίζουν στον κόσμο τους.
Περνώντας τον περισσότερο χρόνο του έξω από την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού, ο Μπονάρ αφοσιώθηκε στην προσεκτική παρατήρηση του περιβάλλοντός του: του σπιτιού του, των ειδυλλιακών τοπίων της γαλλικής ριβιέρας, της συζύγου του.
Παρ' όλη την ομοιότητα της θεματικής του, οι πίνακές του ποτέ δεν γίνονται μονότονοι και βαρετοί, δεν έχουν τίποτα το περιττό. Ο καθένας έχει μία ιδιαίτερη ζωντάνια.
Μεγάλης κλίμακας πίνακες όπως «Το Καλοκαίρι» (1917) σε προκαλούν να εντοπίσεις τα σχέδια και τις πινελιές: είναι απαλές, χαλαρές και εκφραστικές και δημιουργούν λαμπερά τοπία που αντανακλούν την αναταραχή και την αβεβαιότητα της εποχής.
Η συναισθηματική δύναμη των έργων του Μπονάρ είναι ιδιαίτερα εμφανής σε πολλούς από τους πίνακες της συζύγου του και στο αγαπημένο του μοντέλο, την Marthe, που πάλευε με πολλές αρρώστιες σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Απεικονίζεται σε ήσυχες φάσεις της καθημερινότητάς της: την ώρα που κάνει ιαματικά λουτρά, όταν αλλάζει τα ρούχα της.
Στον πίνακα «Γυμνή στο μπάνιο» (1936), το νερό είναι θολό, και τα όρια ανάμεσα στην μπανιέρα και το υπόλοιπο δωμάτιο είναι δυσδιάκριτα, κάνοντας το εύθραυστο, επιμηκυσμένο σώμα της Marthe να φαίνεται ότι το καταπίνει το περιβάλλον.
Εκτός από τους πίνακες, η έκθεση περιέχει αρκετές φωτογραφίες των Andre Ostier και Henri Cartier-Bresson που καταγράφουν το στούντιο του Μπονάρ στη νότια Γαλλία. Προσφέρουν μια εικόνα της ιδιωτικής του ζωής, παρουσιάζοντάς τον να περιτριγυρίζεται από φίλους και συγγενείς.
Σε μία αίθουσα οι πίνακες εκτίθενται χωρίς τις κορνίζες τους, αναπαριστώντας τον τρόπο που δούλευε συνήθως. Αντί να χρησιμοποιήσει καβαλέτα, ζωγράφιζε απευθείας σε καμβάδες κρεμασμένους στους τοίχους.
Μέχρι να φτάσω σε αυτό το σημείο της έκθεσης, είχα συνηθίσει να βλέπω τους πίνακές του στολισμένους με φανταχτερά σκαλιστές, επιχρυσωμένες κορνίζες, έτσι η απουσία τους πρόσφερε μια φρέσκια προοπτική.
Αυτή η μικρή κίνηση του μουσείου αυξάνει δραστικά την απόσταση ανάμεσα στο ίδρυμα και τα έργα τέχνης. Αμέσως φέρνει στον νου την εικόνα του Μπονάρ, καθισμένου μπροστά από τους πίνακές του, με τα χέρια στα γόνατα, βυθισμένου στις αναμνήσεις του.
Οι πίνακες που έκανε προς το τέλος της ζωής του έγιναν πιο ασαφείς, χαοτικοί και αόριστοι, με εμφανή σημάδια μελαγχολίας λόγω της απώλειας της γυναίκας του.
Τα τοπία του δεν θυμίζουν καμία εποχή, τα αυτοπορτρέτα του μοιάζουν στοιχειωμένα. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το χιόνι από τη σκιά, τη σιλουέτα από το φόντο.
Η έκθεση εξετάζει τις προφανείς διαστάσεις της τέχνης του, αλλά, επιλέγοντας να επικεντρωθεί στην ώριμη περίοδό του –ξεκινώντας από το 1912, όταν το χρώμα έγινε βασικό μέλημά του, μέχρι τον θάνατό του το 1947–, εγγυάται μια προσεκτικά επιλεγμένη συλλογή από σαγηνευτικούς πίνακες.
Επανεξετάζοντας την κληρονομιά του, η Tate προσφέρει μια αρκετά διαφοροποιημένη ματιά στο έργο του Μπονάρ, παρουσιάζοντάς τον όχι ως τον «ζωγράφο της ευτυχίας», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει πολλοί κριτικοί, αλλά ως έναν ζωγράφο με απίστευτες ικανότητες και ευαισθησία.
Το κείμενο αποτελεί απόδοση στα ελληνικά άρθρου που δημοσιεύτηκε στο hyperallergic.com