Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1952 και μέχρι τα 19 μου έμεινα εκεί, στην ίδια γειτονιά. Ο πατέρας μου, ο οποίος δεν ζούσε μαζί μας ‒οι γονείς μου χώρισαν αρκετά νωρίς‒, ήταν μουσικός, πιανίστας, και τη μουσική τη θυμάμαι στο σπίτι από μωρό. Ο πατριός μου ήταν επίσης ένας άνθρωπος που του άρεσε η τέχνη, κυρίως η μουσική και η λογοτεχνία.
Η πρώτη μου επαφή με τα εικαστικά ήταν οι πίνακες που υπήρχαν στο σπίτι. Γενικά, πάντα με τραβούσε η εικόνα, με ενδιέφερε ‒ οι φωτογραφίες, όχι αναγκαστικά πίνακες. Δεν διάβαζα καθόλου, δεν άντεχα να διαβάσω γράμματα, ούτε μία φράση, αλλά άνοιγα παλιές εγκυκλοπαίδειες και έβλεπα τις εικόνες. Ακόμα και στα Μίκι Μάους προτιμούσα να βλέπω μόνο τα σκίτσα. Είχαμε και κάποια βιβλία τέχνης στο σπίτι, αλλά από τους πίνακες έγινε η ζημιά.
• Στα 15 μου αποφάσισα να γίνω ζωγράφος, όταν είδα ότι το να ζωγραφίζεις ήταν το πιο εύκολα προσβάσιμο. Πήγαινα ήδη σε ωδείο, αλλά καταπιεζόμουν πάρα πολύ από το γεγονός ότι έπρεπε να κάνω πιάνο λόγω του πατέρα μου. Ηθοποιός δεν ήταν εύκολο να γίνω, ενώ η ζωγραφική ήταν κάτι που μπορούσες να ξεκινήσεις στο σπίτι σου. Από τα 15 μου μέχρι τώρα κάνω το ίδιο πράγμα.
Προφανώς και έχω πλάσει κι έναν μύθο, ότι έχω επιλέξει να είμαι μόνος και ότι δεν θα με καταλάβουν έτσι κι αλλιώς. Άμα δεν φτιάξεις αυτό το ηρωικό περιβάλλον, δεν προχωράς, ό,τι κι αν κάνεις. Πρέπει να σκέφτεσαι και ότι είσαι ένας παρεξηγημένος καλλιτέχνης, ότι το έργο σου δεν το έχουν καταλάβει ακόμα και ότι κάποια στιγμή, σε έναν αόριστο χρόνο, θα το καταλάβουν.
• Η μάνα μου έλεγε ότι έπρεπε να έχω ένα «βραχιόλι», ένα σίγουρο επάγγελμα, και μετά ας έκανα ό,τι ήθελα. Έτσι, πήγα στη Βιέννη για να σπουδάσω Αρχιτεκτονική. Τη ζωγραφική δεν ήθελα να τη σπουδάσω γιατί αντιλήφθηκα από πολύ νωρίς ότι το σχολείο δεν σου δίνει βάσεις κι αυτό που είχα αποφασίσει να κάνω δεν ήθελα να το μάθω με τις υποδείξεις κάποιου άλλου.
Στη Βιέννη πέρασα δυο χρόνια δυστυχίας γιατί η πόλη ήταν πάρα πολύ βαριά εκείνη την εποχή, ήταν σχεδόν στα όρια του Ανατολικού Μπλοκ, μια χώρα της δυτικής Ευρώπης με πάρα πολλές επιρροές ακόμα από τη Σοβιετική Ένωση. Δεν με ενδιέφερε καθόλου αυτό που σπούδαζα και η σχολή ήταν αρκετά σκληρή.
Έπρεπε να πηγαίνουμε στις 9 το πρωί και να φεύγουμε στις 7 το βράδυ. Αν ξεκινούσα τώρα, κανείς δεν ξέρει τι θα γινόταν, αλλά και στη Βιέννη έκανα ό,τι έκανα από μικρός, ζωγράφιζα, και περίμενα την ώρα και τη στιγμή που θα έλεγα στους δικούς μου ότι τα παρατάω. Η μάνα μου ήταν στο κρεβάτι όταν της το ανακοίνωσα. Ήταν βράδυ και είχαν ξαπλώσει με τον πατριό μου για να κοιμηθούν. Μόλις το άκουσε σκεπάστηκε με την κουβέρτα, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Μετά μου ζήτησαν να σπουδάσω ζωγραφική για να πάρω ένα χαρτί, κι έπρεπε να δώσω εξετάσεις στην Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχασα μερικές μέρες το καλοκαίρι κάνοντας φροντιστήριο, το παρακολούθησα, αλλά ήταν αδύνατο να μπω σε αυτό το λούκι. Έδωσα εξετάσεις και απέτυχα.
• Συμπτωματικά, στη Σκόπελο όπου παραθέριζα ενδιαφέρθηκε ένας Ιταλός καθηγητής, άσχετος με ζωγραφική, να με πάρει στη Φλωρεντία, έτσι βρέθηκα στην Καλών Τεχνών εκεί, όπου πήδησα δυο χρόνια, γιατί έβλεπαν ότι ζωγράφιζα ήδη και δεν είχαν κανέναν λόγο να με ταλαιπωρήσουν.
Δεν με είδαν ποτέ να δουλεύω στη σχολή, απλώς πήγαινα και δήλωνα την παρουσία μου, ήταν πάρα πολύ εντάξει σε αυτό το θέμα. Δεν είχε αλλάξει και τίποτα στην ουσία, στη Φλωρεντία έκανα ακριβώς αυτό που έκανα και στην Ελλάδα, ζωγράφιζα μόνος μου.
Μετά, γύρισα στην Ελλάδα έξι μήνες, και μετά πήγα πάλι στην Ιταλία με τη φίλη μου, αυτήν τη φορά ως συνοδός. Και πάλι δούλευα, ζωγράφιζα στο διαμέρισμα όπου μέναμε. Έμεινα εκεί μέχρι το 1980, μετά χώρισα και γύρισα στην Ελλάδα.
• Με επηρέασε πολύ το οικογενειακό περιβάλλον, η μάνα μου, ο πατέρας μου, που του είχα πολύ μεγάλη εκτίμηση ως καλλιτέχνη ‒ ήταν πολύ διασκεδαστικός και αξιαγάπητος άνθρωπος. Δεν έκανε για οικογενειάρχης, αλλά ήταν πάρα πολύ καλός για ένα παιδί, όταν αυτό πλέον θα είχε μεγαλώσει.
Σε σχέση με την τέχνη, από τον πατέρα μου έμαθα το πώς μπορεί ένα άγγιγμα του πιάνου να είναι ένα τίποτα ή κάτι θεϊκό. Ότι μπορούμε όλοι να ζωγραφίζουμε το ίδιο πράγμα και ο ένας να το κάνει σκατά και ο άλλος να το κάνει έργο τέχνης.
• Γυρνώντας στην Ελλάδα, παντρεύτηκα και πήγαμε με τη γυναίκα μου να μείνουμε στη Σκόπελο. Στο νησί πήγαινα από το 1959, από 7 χρονών, και ήταν πάντα στο μυαλό μου ως το μέρος όπου ήθελα να πάω και να μείνω. Στη Σκόπελο ζωγράφιζα όπως ζωγράφιζα στην Ιταλία, σε ένα λίγο μεγαλύτερο δωμάτιο, αλλά σε ένα απέραντο κτήμα.
Το εργαστήριο είχε μια μεγάλη πόρτα και έβγαινα έξω για να βλέπω το έργο μου από απόσταση. Πολλές φορές το ακουμπούσα σε ένα δέντρο και είχα ακόμα περισσότερο χώρο, κάτι που είναι πολύ σημαντικό όταν κάνεις μεγάλα έργα: τα βλέπεις από μακριά κι έτσι μπορείς να τα διορθώνεις.
Γενικά, όταν κάνω κάτι βαριέμαι να κάνω κάτι άλλο ταυτόχρονα και στη Σκόπελο ήταν μια χαρά, ζωγράφιζα, δεν είχα κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, δεν με ρώταγαν και πολύ τι κάνω. Δεν ξέρω τι φαντάζονταν ‒ ότι τρώω τα χρήματα της γυναίκας μου;
Εν μέρει ήταν αλήθεια, γιατί με αυτά ζούσαμε. Συμπλήρωνα κι εγώ κάτι, βέβαια. Ήταν πολύ ωραία, ζούσαμε σε ένα περιβάλλον που για να το έχεις στην Αθήνα, κυρίως αυτό το επίπεδο ζωής, έπρεπε να είσαι εκατομμυριούχος. Εκεί το είχαμε τσάμπα. Έφυγα για την Αθήνα το 2006 γιατί προέκυψε ένα συναισθηματικό θέμα και δεν γινόταν να μείνω πια εκεί.
Με έχει κουράσει το υπερβολικό political correctness, το ότι πρέπει να απολογείσαι για πράγματα που δεν σου έχουν περάσει ποτέ από το μυαλό και δεν υφίστανται. Και το ότι πρέπει να αποδεχτείς ότι ο κόσμος πάει προς το καλύτερο, όταν ο κόσμος πάει σκατά.
• Είναι τέτοιος ο χαρακτήρας μου που, ακόμα και να γύριζα πίσω τον χρόνο, θα έκανα τα ίδια. Και τώρα επαναλαμβάνω τα ίδια λάθη, πάλι μπλέκομαι και κάνω τις ίδιες μαλακίες. Μακάρι να μπορούσα να κερδίσω μερικές δεκαετίες, αλλά με την προϋπόθεση να γύριζαν στο παρελθόν και οι άνθρωποι που ζουν μαζί μου. Αυτό πολύ ευχαρίστως θα το έκανα, κι ας έκανα πάλι τα ίδια λάθη.
• Η ζωγραφική είναι ένας τρόπος βιοπορισμού και, κυρίως, μια άσκηση που σου μαθαίνει να σκέφτεσαι. Κι επειδή είναι και μια μοναχική δουλειά, σού επιτρέπει να έχεις διάφορες σκέψεις στο κεφάλι σου.
• Όταν οι άνθρωποι βρεθούν μπροστά στον Άγιο Πέτρο δεν υπάρχουν αστεία, ψάχνουν να δουν αν θα πάνε στον παράδεισο ή στην κόλαση. Κάπως έτσι είναι και όταν ζωγραφίζεις, μπορεί όλοι να σου λένε «μπράβο» και «τι ωραία που είναι», αλλά συνήθως είσαι κακόπιστος απέναντι σε αυτό που κάνεις και πρέπει να το περάσεις από χίλια κόσκινα, μέχρι αηδίας.
Ακόμα και ένα έργο του Ντελακρουά, ένα αριστούργημα, αν ξεχάσεις ποιος το έφτιαξε και το δεις σαν δικό σου, θα κάνεις σίγουρα διορθώσεις. Θα αρχίσεις να το αμφισβητείς, θα δεις ότι η ουρά του αλόγου μοιάζει με λουκάνικο και θα θέλεις να την αλλάξεις. Όταν όμως βλέπεις το έργο κάποιου άλλου και είναι σημαντικό, δεν έχεις κανένα πρόβλημα.
Βέβαια, αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τον χαρακτήρα σου, αλλά σ' εμένα λειτουργεί πάρα πολύ γιατί είμαι καχύποπτος. Αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη και τ' ακούω βερεσέ όταν λέει κάποιος ότι δεν τον ενδιαφέρει η υστεροφημία. Δεν μπορείς να δουλεύεις για το τώρα και να μη δουλεύεις για το αύριο, δεν γίνεται.
Είναι ωραία να μη φοβάσαι τον θάνατο, μπορεί να μην τον σκέφτεται συνειδητά, αλλά τον σκέφτεσαι υποσυνείδητα, και πρέπει να έχεις στο μυαλό σου ότι γεμίσαμε τον κόσμο αντικείμενα. Γεμίζουμε με αυτά ολόκληρα σπίτια, τα οποία, όταν τα γκρεμίσουν, θα γεμίσουμε σκουπίδια, μπάζα, μπετά, τσιμέντα σπασμένα, οι μπαταρίες θα γεμίσουν τον κόσμο μόλυβδο. Και τα μουσεία θα γεμίσουν με έργα που δεν θα ξέρουμε τι να τα κάνουμε.
• Όταν ξεκίνησα ήταν πολύ πιο αφηρημένα τα πράγματα και έβαζα στα έργα μου τίτλους. Η ιστορία βρισκόταν πολύ θαμπά στο έργο και έβαζα τίτλους προβοκατόρικους για να την περιγράψουν. Μετά, όταν οι φιγούρες άρχισαν να γίνονται πιο συγκεκριμένες, αποφάσισα να μη βάζω τίτλους, γιατί θεώρησα ότι ο τίτλος βοηθάει τον θεατή να του αρέσει το έργο, είναι κολακευτικός και απλώς τον καλοπιάνει.
Πάντα ζωγράφιζα ιστορίες, καταστάσεις, ιστορίες καθημερινής σκέψης, όχι καθημερινής ζωής. Ζωγραφίζω αυτό που σκεφτόμαστε, το οποίο όμως δεν γίνεται πράξη ‒ «θα τον φάω», «θα τον σκοτώσω», «θα τον διαλύσω», «γαμώτο», φράσεις τις οποίες επαναλαμβάνουμε συνέχεια. Αυτό ζωγραφίζω.
Tις γυναίκες τις σέβομαι πιο πολύ από τους άντρες, γιατί το γελοίο του αντρικού κόσμου το γνωρίζω πολύ καλύτερα. Οπότε, μπορώ να μιλήσω με μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στον άντρα, είμαι πολύ πιο αντικειμενικός γιατί τον γνωρίζω. Αν δεις τα έργα μου, δεν γελοιοποιώ καμία γυναίκα, τη χρησιμοποιώ για να φανεί η αδυναμία των αντρών.
• Η τέχνη είναι ένα πράγμα μελαγχολικό, έτσι τη σκέφτομαι. Στη μουσική μου αρέσουν πάρα πολύ τα βόρεια, τα Βαλκάνια, που έχουν ημιτόνια πολύ πιο μελαγχολικά, όχι τόσο πολύ τα νησιώτικα. Γενικά, δεν θα υπήρχε η τέχνη αν ο άνθρωπος δεν είχε αγωνία, αλλά και η αγωνία κρύβει μια θλίψη, μια μελαγχολία. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη ζωή κάθεται και ζωγραφίζει.
Ένας τρόπος για να με αποτρέψεις από το να πάω στο μπουντρούμι να ζωγραφίσω είναι να μου πεις ότι υπάρχει μια κούκλα εκεί παρακάτω που σε θέλει ‒ τα παρατάω αμέσως και τρέχω. Επειδή όμως είναι απίθανο να συμβεί, πάω κάτω και ζωγραφίζω με το δάκρυ στο μάτι. Όταν τυχαίνει κάτι πάρα πολύ καλό που έχει να κάνει με τη ζωή την ίδια, όχι με την τέχνη, όλοι μας παρατάμε τις δουλειές μας και πάμε να το βιώσουμε. Δεν υπάρχουν ηλικίες στο μυαλό, μόνο στο σώμα.
Φαντάζομαι ότι κι αυτοί στα σπήλαια που ζωγράφιζαν τα βόδια ήθελαν να τα «πιάσουν», είχαν το πρόβλημα της επιβίωσης, άρα ήταν ένα παράπονο και μια ανάγκη να τα ζωγραφίσουν, μια αγωνία. Χωρίς αγωνία και πόνο δεν θα υπήρχε τέχνη. Ακόμα κι όταν έχεις χαρά, υπάρχει η αγωνία μην τη χάσεις. Η ζωή είναι δύσκολη. Μια χασούρα είναι, απ' την αρχή.
• Γενικά, τις γυναίκες τις σέβομαι πιο πολύ από τους άντρες, γιατί το γελοίο του αντρικού κόσμου το γνωρίζω πολύ καλύτερα. Οπότε, μπορώ να μιλήσω με μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στον άντρα, είμαι πολύ πιο αντικειμενικός γιατί τον γνωρίζω. Αν δεις τα έργα μου, δεν γελοιοποιώ καμία γυναίκα, τη χρησιμοποιώ για να φανεί η αδυναμία των αντρών.
• Με έχει κουράσει το υπερβολικό political correctness, το ότι πρέπει να απολογείσαι για πράγματα που δεν σου έχουν περάσει ποτέ από το μυαλό και δεν υφίστανται. Και το ότι πρέπει να αποδεχτείς ότι ο κόσμος πάει προς το καλύτερο, όταν ο κόσμος πάει σκατά.
Το Χόλιγουντ είναι μια κοινωνία που λειτουργεί κατά 90% υποκειμενικά και είναι εκνευριστικό που τώρα ξαφνικά ανακάλυψαν αυτό το πράγμα – το οποίο συνέβαινε από καταβολής κόσμου. Δεν γίνεται, επειδή εγώ είμαι κοντός, όλοι να περπατάνε με τα γόνατα. Κι εμένα μου έπιασαν τον κώλο όταν ήμουν μικρός, αλλά δεν έγινε και τίποτα, δεν το θυμήθηκα μετά από σαράντα χρόνια. Σιγά τα ωά.
• Δεν παρακολουθώ πάρα πολλά πράγματα, όχι επειδή δεν θέλω αλλά επειδή ζω στη Βούλα και, έχοντας μάθει να ζω τόσο μακριά, είναι εκτός των συνηθειών μου. Συνήθως πάω μέχρι την πλατεία να πιω έναν καφέ και να πάρω λίγο οξυγόνο και γυρίζω να δουλέψω.
Δεν θα πάω εύκολα σε μια έκθεση και αυτό, βέβαια, είναι ντροπή. Νεότερος ίσως πήγαινα περισσότερο, αλλά είμαι σε μια ηλικία πλέον που έχω μπει σε μια ράγα, σε ένα τρένο που δεν έχει διασταυρώσεις. Έχεις να ασχοληθείς με τα δικά σου προβλήματα, δεν είναι εύκολο να πηγαίνεις σε εκθέσεις.
Γενικά, πάντως, όσο μου λέει το ένστικτο και απ' όσο μπορώ να καταλάβω από τα λίγα που έχω δει τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στην Ελλάδα. Δηλαδή έχει πιο πολλούς καλούς καλλιτέχνες.
• Η κατάσταση στην τέχνη είναι, γενικά, απελπιστική. Επειδή πουλάς αέρα κοπανιστό ως καλλιτέχνης, επειδή δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια ‒κι αν υπάρχουν είναι στον αέρα‒, έχει να κάνει με τη διάθεση του άλλου, με τον χαρακτήρα του, δεν είναι όπως ένας φυσικός ή μαθηματικός που πάει κάπου με τα πτυχία του, του κάνουν δέκα ερωτήσεις και απαντάει.
Εδώ ο καθένας θα δει το έργο σου με την αντίληψή του, δεν υπάρχει αυτό που λένε καθαρή αντικειμενική ματιά, είναι μια κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη. Ήταν πάντα μια κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη, αλλά το θέμα είναι ότι τώρα οι νέοι άνθρωποι θέλουν να μπουν σε έναν επαγγελματικό χώρο.
Η χώρα αλλάζει, για να κάνεις οτιδήποτε πρέπει να πληρώσεις. Σε μικρή ηλικία δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα μπορούσα να βγάλω λεφτά από τη ζωγραφική. Δεν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να βγάλω χρήματα από κάτι που μου αρέσει, θεωρούσα υπερβολή το να κάνω κάτι και να με πληρώνουν κι από πάνω.
Την εποχή που ξεκινούσα εγώ υπήρχαν λίγες γκαλερί, υπήρχαν οι λεγόμενοι καταξιωμένοι καλλιτέχνες που ήταν λιγάκι σαν τους μητροπολίτες και ήταν αδύνατο να πλησιάσεις. Αλλά δεν μας ενδιέφερε και τόσο, ήταν χαμένο το παιχνίδι, ήμασταν «καμένοι» εξαρχής, οπότε δεν ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία.
• Προφανώς και έχω πλάσει κι έναν μύθο, ότι έχω επιλέξει να είμαι μόνος και ότι δεν θα με καταλάβουν έτσι κι αλλιώς. Άμα δεν φτιάξεις αυτό το ηρωικό περιβάλλον δεν προχωράς, ότι κι αν κάνεις.
Πρέπει να σκέφτεσαι και ότι είσαι ένας παρεξηγημένος καλλιτέχνης, ότι το έργο σου δεν το έχουν καταλάβει ακόμα και ότι κάποια στιγμή, σε έναν αόριστο χρόνο, θα το καταλάβουν.
• Τώρα, μπορεί να έχουν αλλάξει τα πράγματα και να υπάρχουν επιμελητές, νέα παιδιά που σπούδασαν στο εξωτερικό και καλλιτέχνες από σχολές ή αυτοδίδακτοι, που έχουν ανάγκη να μπουν κάπου, να βρουν μια γκαλερί, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι πολλοί οι καλλιτέχνες, είναι καλύτερο το επίπεδο ασυζητητί.
Άνοιξαν τα μάτια πολλών, αλλά ακόμα και οι αξιόλογοι καλλιτέχνες δεν μπορούν να πλάσουν έναν μύθο, δεν σου επιτρέπει η χώρα πια να σκέφτεσαι έτσι. Είναι σε κατάθλιψη, η κοινωνία περνά κρίση, και η μόνη λύση γι' αυτά τα παιδιά είναι να διοριστούν ως εκπαιδευτικοί σε κάποιο πανεπιστήμιο, στη δευτεροβάθμια ή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Είναι πολύ περιορισμένος ο χώρος, είναι πολύ περιορισμένοι οι συλλέκτες, ο κόσμος δεν έχει λεφτά. Δεν τους αξίζει τέτοια ατυχία. Ίσως να έχουν σκεφτεί μια λύση που δεν την ξέρω εγώ, να έχουν βρει μια συναισθηματική ή ψυχολογική διέξοδο, αλλά βλέπω ότι αδικούνται οι νέοι καλλιτέχνες, παιδιά με ικανότητες που θα ήθελα πολύ να τις είχα. Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι;
Αυτό που έχω να τους προτείνω είναι να φύγουν από την Αθήνα, να μείνουν σε κάποιο νησί ή στην επαρχία, όπου είναι λιγότερα τα έξοδα και μπορούν να αφοσιωθούν στη ζωγραφική. Είναι άσχημο να πρέπει να φύγεις από την Ελλάδα για να επιβιώσεις. Αυτοί που κάνουν ζωγραφική θα πρέπει να έχουν πάντα το όνειρο, είναι το μόνο που σε τρέφει. Tο να διδάσκεις σε σχολείο και να ζωγραφίζεις παράλληλα είναι μια χαρά, κάν' το.
• Λεφτά από τη ζωγραφική άρχισα να βγάζω στα 50 μου. Όταν έκανα την πρώτη ατομική μου στην Αθήνα, είπα: «Εγώ με αυτούς τους γέρους δεν θέλω να έχω σχέσεις». Τρόμαξα ότι θα εντασσόμουν σε ένα γεροντικό περιβάλλον. Ήμουν πιτσιρικάς και τον κύκλο των ακαδημαϊκών τον έβλεπα και μου σηκωνόταν η τρίχα.
Μου άρεσε ο Φρανκ Ζάππα, μου άρεσε η τζαζ, και σε αυτό το περιβάλλον ήταν σαν να γέρασα ξαφνικά. Είπα «άσ' το» και έκανα 17 χρόνια να οργανώσω άλλη ατομική. Και σώθηκα, γιατί είχα την πολυτέλεια να μην το κάνω.
Το '76 ήμουν 24 χρονών, ζούσα στην Ιταλία και όταν γύρισα δεν είχα καμία σχέση με γκαλερί. Γενικά, στην πορεία μου την επαγγελματική είχα πρόβλημα με τις επαφές, ήταν κάτι πολύ βαρετό, βαριόμουν τις διαδικασίες, να πηγαίνω να βρίσκω κόσμο...
Έκανα μια προσπάθεια και για πέντε χρόνια λαχάνιαζα, μέχρι να ξανάρθει το οξυγόνο. Δεν είχα φίλους καλλιτέχνες, δεν ήμουν σε έναν χώρο εικαστικών, οι φίλοι μου ήταν άσχετοι με τον χώρο. Είχα φίλους γέλιου, όχι φίλους πάνω στην τέχνη. Ήμουν αυτό που ήμουν και ήθελα πολύ γέλιο. Η φιλοδοξία με έπιανε ανά πενταετία, έκανα μια προσπάθεια, αποτύγχανα και πήγαινα ξανά πίσω. Πάντα, όμως, ζωγράφιζα.
• Το πιο μεγάλο όφελος από τη ζωγραφική είναι το ότι με βοήθησε να διαπιστώσω πως είμαι το ίδιο μαλάκας, το αν είμαι πετυχημένος ή όχι, καταξιωμένος ή όχι, δεν παίζει ρόλο. Δεν έχω αλλάξει καθόλου, οι μαλακίες παραμένουν οι ίδιες. Κατάλαβα ότι, τελικά, η επιτυχία δεν επηρεάζει τον άνθρωπο προς το καλύτερο.
• Επιτυχία είναι γίνει εν μέρει αποδεκτή η δουλειά σου, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις πολλές τούμπες, με τη λιγότερη ψυχολογική φθορά. Το να βρίσκει απήχηση η δουλειά σου σού δίνει κάποια χαρά, γιατί έχεις ανάγκη τον κόσμο. Το κοινό δεν σε έχει ανάγκη, εσύ το έχεις, γιατί όλη την έπαρση και τον ενθουσιασμό τα παίρνει ο θεατής, αυτός που απολαμβάνει το έργο, όχι αυτός που το κάνει.
Εγώ, ως ακροατής της μουσικής, παθαίνω νιρβάνα, πεθαίνω, ενθουσιάζομαι, αλλά δεν έχω βρεθεί ποτέ μπροστά από έναν πίνακα και να έχω βάλει τα κλάματα. Ενώ στον Μπαχ λέω: «Ευχαριστώ που με έκανες άνθρωπο». Την ευτυχία την έχω βιώσει, μια περίοδο της ζωής μου το δήλωνα κιόλας κάθε μέρα. Αν δεν είχαμε την τέχνη να μας βασανίζει, όλες οι μέρες θα ήταν ή ωραίες ή άσχημες.
• Αυτό που εύχονταν οι παλιοί «υγεία, υγεία», όσο περνούν τα χρόνια, βλέπω ότι είναι κάτι που το εκτιμάς όλο και πιο πολύ. Είμαστε δοκάρι κι έξω, είναι μέχρι να μπει η μπάλα στην εστία, μετατοπίζουμε τα γκολπόστ. Η μεγάλη αλλαγή γίνεται ανά 7ετίες: μέχρι τα 45 δεν υπάρχει αλλαγή, γίνεται μία αλλαγή προς το τέλος των 40, μετά προς το τέλος των 50 και μετά άλλη μία που έχει να κάνει με τη λογική πια, μετά τα 60.
Θυμάμαι κάποτε τον πατέρα μου στη Σκόπελο, λίγο πριν εγχειριστεί για προστάτη, στα 70κάτι και με πολύ κέφι, ενώ καθόμασταν στο μπαλκόνι, που μου είπε «να φυτέψουμε μια βερικοκιά κοντά στη δεξαμενή, να ποτίζεται και να κάνουμε μαρμελάδες».
Ήταν πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Σκεφτόμουν «τι λέει τώρα;», αλλά τη φυτέψαμε τη βερικοκιά, μεγάλωσε, και ο πατέρας μου έζησε άλλα 15 χρόνια και πρόλαβε να φάει μαρμελάδες. Είχε ακόμα προοπτική. Εγώ, στα 67, δεν έχω τέτοια αισιοδοξία, και αυτό είναι κακό, γιατί, αν είχα φυτέψει μια βερικοκιά όταν ήρθα εδώ, τώρα θα τάιζα την γειτονιά. Είναι θέμα το πού βάζεις εσύ το όριο, πόσο σου το επιτρέπουν οι φοβίες σου.
• Το σπίτι στη Σκόπελο είναι σε μια περιοχή όπου η αμμουδιά αγκαλιάζει το κτήμα, με 180 μοίρες θάλασσα. Ξύπναγα στις 6 το πρωί. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε, έβλεπες το πέλαγος να αφρίζει και εσύ να είσαι μέσα και να κάνεις τον καφέ και το τσιγάρο σου. Και μετά, να ξέρεις ότι μόλις φύγει το παιδί για το σχολείο, θα καθίσεις να ζωγραφίσεις με τη μουσική στη διαπασών. Πέρασα και πολύ ωραία χρόνια, ήταν κάθε μέρα ωραία.
Αν το αποφασίσεις νωρίς, αλλάζεις και το επάγγελμά σου. Ήμασταν τυχεροί να έχουμε το κτήμα και εκεί περάσαμε καλύτερα από οπουδήποτε αλλού.
Δεν έχω πάει σε πολλά νησιά στην Ελλάδα. Συνολικά, σε νησιά πρέπει να έχω περάσει έναν μήνα όλη μου τη ζωή. Και τώρα, αν βρεθώ σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, θα βρω το κοντινότερο καφέ και θα πάω εκεί, δηλαδή κάνω ό,τι κάνω κι εδώ, δεν πάω παραπέρα. Στα μουσεία πάω με το ζόρι, αν με τραβήξουν, είμαι τόσο μονόχνοτος και μονόπλευρος.
• Αυτό τον καιρό με ενοχλεί πιο πολύ ο Τσίπρας. Πάρα πολύ, μάλιστα. Όχι η αριστερά, αν και δεν θυμάμαι πια τι είναι αριστερά, το έχω ξεχάσει. Κάνει ό,τι έχει μάθει να κάνει. Κάπως έτσι αυτοί οι άνθρωποι επιβίωσαν μέσα στο ίδιο τους το κόμμα. Πώς είναι οι καραβανάδες που κάνουν καψόνια, που έχουν μάθει να παραμερίζει ο ένας τον άλλο;
Ο Τσίπρας είναι η πεμπτουσία αυτού του πράγματος, ψάχνει λόγο για να κάνει καψόνια. Ξέρει πώς να καλύπτει τα πάντα μέσα από ένα λόμπι και με ενοχλεί πολύ το ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ στον Έλληνα να πει «άντε, ρε γαμώτο, να το κάνω αλλιώς, δεν μας πήγε καλά έτσι».
Διαιωνίζει την αθλιότητα και τα κακά χαρακτηριστικά του. Αυτό έκανε και ο Ανδρέας, πήρε και ό,τι σκατό είχαμε και το ανέδειξε, κι έφτιαξε τον εαυτό του, το κόμμα. Ο Τσίπρας πάει να κάνει ακριβώς το ίδιο μια εποχή που είναι ακόμα χειρότερη από τότε. Πάει να φτωχοποιήσει τους Έλληνες, να χάσουν οποιαδήποτε ελπίδα. Κι όταν χάνεις κάθε ελπίδα, από τον αριστερό περιμένεις να σου δώσει ένα κομμάτι ξερό ψωμί.
Στο μυαλό του Έλληνα η αριστερά είναι καλή και η δεξιά είναι κακή, στο μυαλό ολωνών μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να υποφέρει ο διπλανός και άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει αν υποφέρει ο διπλανός, εμείς το έχουμε πει αριστερά και δεξιά.
Όταν έχεις χάσει κάθε ελπίδα κι έχεις βολευτεί στη φτώχια σου, το ελάχιστο σου φαίνεται εντάξει, καλύτερο από το τίποτα. Εκεί που ο Αντρέας έλεγε «κανένα γκαρσόνι και όλοι θα βγάλουν λεφτά», ο Τσίπρας λέει «όλοι φτωχοί και μην ασχολείστε, θα τα κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα».
Μια κωλοτρυπίδα είμαστε, πόσο να υψώσεις το ανάστημα. Αλλά δεν μπορείς να λες τόσο ψέμα και να αντιμετωπίζεις τον κόσμο σαν βλάκα. Θέλει φτύσιμο γι' αυτά που υποσχέθηκε, όχι γι' αυτά που έκανε.
• Επειδή έχω περιορίσει πολύ τις δραστηριότητες και τα όνειρά μου αυτήν τη στιγμή, νομίζω ότι δύναμη μου δίνει η αγάπη των κοντινών μου ανθρώπων, αυτών που γνωρίζω. Και το ότι βγάζω κανένα έργο της προκοπής, το ότι μπορώ να λειτουργώ ακόμη ως καλλιτέχνης, ότι δεν ξέφτισα. Είναι ωραίο όταν βλέπεις πως κάποιος καταλαβαίνει τι κάνεις και σου κλείνει το μάτι...
• Ο έρωτας με γάμησε. Όλη μου η πορεία από αυτόν εξαρτάται, οι κινήσεις μου έχουν να κάνουν με τον έρωτα, αυτός με κινεί γεωγραφικά. Είχα τεράστιο έρωτα για τη γυναίκα μου, ήταν η γυναίκα που ερωτεύτηκα πιο πολύ, και μετά χώρισα γιατί ερωτεύτηκα μια άλλη γυναίκα.
• Έχω πάψει να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν έχει αλλάξει σ' εμένα τίποτα, διαπίστωσα ότι ακόμα δεν έχω ωριμάσει, έχω παραμείνει ένα ώριμο παιδί. Και κατάλαβα ότι κάποια πράγματα είναι απαγορευτικά, το γαμημένο το μάτι βλέπει μπροστά, δεν βλέπει κάτω...
Info
O Aπόστολος Γεωργίου συμμετέχει αυτή την περίοδο στην ομαδική έκθεση «Ψυχοσάββατο Μέρος 1» στην γκαλερί Rodeo, Πολυδεύκους 41, Πειραιάς. www. rodeo-gallery.com
σχόλια