Τo heavy metal ήταν πάντοτε από τα πιο παρεξηγημένα μουσικά είδη στην Ελλάδα. Βέβαια, σήμερα αυτό δεν το βλέπεις σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως παλιότερα.
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Πάτρα, όμως, με τη θρησκευτική υστερία που δημιουργήθηκε στα social media από την ακύρωση της συναυλίας των Rotting Christ, έδειξαν πως δεν έχει ξεμπερδέψει εντελώς με την καχυποψία που το συνοδεύει, ότι δηλαδή υπάρχει κάτι απειλητικό και ζοφερό στο βάθος του.
Θες από τα εξώφυλλα των δίσκων του με τον έντονο συμβολισμό, θες από τη μαύρη αισθητική του, θα μπορούσες να το πεις αμφιλεγόμενο ακόμη και πολιτικά (ασχέτως του αν στην πλειοψηφία του είναι απολιτικό).
Η σκηνή του metal γεννήθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια της χούντας. Αναμενόμενο, επομένως, να αντιμετωπίζεται σαν κάτι εξωγήινο και αντιδραστικό από τα εγχώρια χρηστά ήθη. Άντε να εξηγήσεις σε κάποιον αμύητο εκείνη την εποχή την αισθητική του ότι χωράει πολλές και διαφορετικές αντιλήψεις ενώ απαρτίζεται από άπειρα παρακλάδια.
Ήταν πιο εύκολο να έχεις στην μπούκα όποιον προτιμούσε να φοράει μαύρα ρούχα, κολλητά παντελόνια και μπλούζες συγκροτημάτων και να αφήνει τα μαλλιά του μακριά (οι άνδρες κυρίως, για τις γυναίκες ας μη μιλήσουμε καλύτερα).
Ο χεβιμεταλάς ενοχλούσε και προκαλούσε με το στυλ του και μόνο. Δεν χρειαζόταν να πάει παραπέρα στο θέμα της μουσικής ή της φιλοσοφίας.
Στην Ελλάδα συνεχίζουν να εμφανίζονται διάφορα φαινόμενα που στοχοποιούν το heavy metal. Παρά την επιτυχία και την αναγνώριση ελληνικών συγκροτημάτων στο εξωτερικό, εδώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεωρείται ακόμα και σήμερα περιθώριο.
Την πρώτη φορά που θεωρήθηκε πραγματικά επικίνδυνο ήταν τη δεκαετία του '80, όταν έγινε συνώνυμο της βίας στα γήπεδα και του χουλιγκανισμού.
«Το μέταλ συνδέθηκε με πολλά πράγματα, αλλά από συγκεκριμένους ανθρώπους και με συγκεκριμένους ανθρώπους» μου λέει ο διευθυντής του τμήματος Χειρουργικής Ογκολογίας και Ενδοκρινών Αδένων στο Ιατρικό Παλαιού Φαλήρου, Μανώλης Τσίγκος, που παράλληλα είναι κιθαρίστας στην power metal μπάντα InnerWish.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Άγγελου Γεωργιόπουλου «665 ημέρες και μια ζωή μέταλ» ότι εκείνα τα χρόνια «αποτέλεσαν την κορύφωση του κοινωνικού φοβικού συνδρόμου απέναντι στο μέταλ.
Ο μεταλάς, ανεξαρτήτως φύλου, ήταν περιθωριακός, ναρκομανής, αλήτης, σατανιστής – λόγω προφίλ και μακριών μαλλιών. Χουλιγκάνος, βαβουρατζής των γηπέδων και των χώρων νεανικής συνεύρεσης.
Έτρωγε σχεδόν πάντα πόρτα από τα μοδάτα κλαμπ της εποχής. Ενώ σε όσα γινόταν αποδεκτός, συνήθως μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες, ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Βίωνε ένα ιδιόμορφο bullying (εκφοβισμό) για την ενδυματολογική του άποψη περισσότερο, παρά ως νοήμων παρουσία».
Τέτοιου είδους στερεότυπα, όμως, το δαιμονοποίησαν και στη συνέχεια. Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Κώστας Χρονόπουλος, διευθυντής του «Metal Hammer», του μακροβιότερου μουσικού περιοδικού στη χώρα μας.
«Αν περνούσαν 100 άνθρωποι μπροστά από ένα περιπολικό, τον χεβιμεταλά θα σταματούσαν για εξακρίβωση στοιχείων. Το ήξερα επειδή συνέβαινε σ' εμένα, συνέβαινε και σε όλους όσοι ακούγαμε αυτήν τη μουσική. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα το αντιμετώπιζαν με αδιαφορία.
Κάπου στην πορεία φάνηκε ότι δεν υπάρχει και τόσο μεγάλο πρόβλημα με τους χεβιματαλάδες, απλώς στην ουσία δεν μας αποδέχτηκαν ποτέ. Δεν μας αντιμετώπιζαν ποτέ ως παιδιά που έχουν μια εναλλακτική έκφραση και μια αισθητική που αξίζει τον κόπο».
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, στο εξωτερικό ο σκληρός ήχος άρχισε να θεμελιώνεται στη γενικότερη κουλτούρα που τον γέννησε. Το ίδιο άρχισε να συμβαίνει δειλά και εδώ.
Δυστυχώς, στις αρχές των '90s γράφτηκε και μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του παγκοσμίως. Τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας κάπου χάθηκαν στη νορβηγική black metal σκηνή. Όσα συνέβησαν είναι πάνω-κάτω γνωστά και καθόλου ωραία. Ο μπαξές είχε απ' όλα: αυτοκτονίες, δολοφονίες, εμπρησμούς σε εκκλησίες, σατανιστικές τελετές που έκρυβαν περισσότερο μια εξωτερίκευση τοξικής αρρενωπότητας και φασιστικής, μισανθρωπικής άποψης για τα πράγματα.
Το ανταγωνιστικό role-play των ιδρυτικών μελών του συγκροτήματος Mayhem και του στενού τους κύκλου, αντί να τους κάνει να φαίνονται περισσότερο μοχθηροί, τους μετέτρεψε σε εγκληματίες – ή βρήκαν βίαιο θάνατο.
Έγιναν και ταινία πρόσφατα με τίτλο «Lords of Chaos», ένα φιλμ που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις για τον ειρωνικό και ωμό τρόπο που απεικόνιζε το γκρουπ και τη βία που το περιτριγύριζε.
Για την ιστορία, πάντως, η νορβηγική κοινωνία δεν κατηγόρησε ποτέ τη συγκεκριμένη μουσική, αντίθετα την αγκάλιασε και τη θεώρησε αναπόσπαστο μέρος της γενικότερης πολιτιστικής κουλτούρας του λαού της. Οι Mayhem υπάρχουν ακόμη ως συγκρότημα με όσα μέλη κατάφεραν να ξεφύγουν νωρίς από τον κύκλο του αίματος.
Τουναντίον, στην Ελλάδα συνεχίζουν να εμφανίζονται διάφορα φαινόμενα που το στοχοποιούν. Παρά την επιτυχία και την αναγνώριση ελληνικών συγκροτημάτων στο εξωτερικό, εδώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, θεωρείται ακόμη και σήμερα περιθώριο.
Αδικαιολόγητα, κάπως, επειδή το ελληνικό black metal ή το Hellenic Black Metal, όπως το αποκαλούν έξω, δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τον φασισμό ή τον σατανισμό της νορβηγικής σκηνής.
Σύμφωνα με τον Brad Sanders: «Υπήρχε τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις ελληνικές μπάντες και αυτούς τους τύπους που έκαιγαν εκκλησίες – όχι μόνο αισθητικά αλλά και ηχητικά και φιλοσοφικά.
Ο ελληνικός ήχος αγκάλιασε τα κλασικά μέταλ riffs, καθώς και στοιχεία από την ελληνική παραδοσιακή μουσική και έτρεφε μια λατρεία σε επικές ιστορίες που είχαν τις ρίζες του στην Ιστορία και στη μυθολογία της χώρας. Πρόκειται για μουσική που αναπτύχθηκε κάτω από τον ήλιο της Μεσογείου, αντί πάνω σε κάποιο παγωμένο φιόρδ».
Επίσης, είναι από τα πιο εξωστρεφή μουσικά είδη που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στη χώρα. Οι εκπρόσωποί του είναι πάντοτε ανοιχτοί στον διάλογο και στα μίντια.
«Αν ήμασταν στη Νορβηγία τότε που έκαιγαν εκκλησίες, θα συζητούσαμε σε άλλη βάση. Στην Ελλάδα, όπου είναι απλώς μουσική, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γιγαντώνεται έτσι ένα θέμα και τα παιδιά από τους Rotting Christ να καλούνται σε όλα τα κανάλια να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες» αναφέρει ο Μανώλης Τσίγκος και συνεχίζει: «Να αποδείξουν, δηλαδή, τι; Ότι παίζουν τη μουσική που τους αρέσει και με την οποία μεγάλωσαν και τίποτε άλλο».
Πάντως, η γνωστότερη, και ίσως μοναδική, μέταλ περίπτωση που έχει καταγραφεί στη χώρα μας σε σχέση με την παραβατικότητα είναι του Γιώργου Γερμενή των Naer Mataron, από τους οποίους η υπόλοιπη σκηνή έχει διαχωρίσει τη θέση της και τους έχει κάνει πέρα (πότε ήταν, άραγε, η τελευταία φορά που το συγκεκριμένο συγκρότημα έκανε συναυλία επί ελληνικού εδάφους;).
Ο Γερμενής εκλέχθηκε στη Βουλή ως υποψήφιος της Χρυσής Αυγής, αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε περιορισμό και δικάζεται ως ένας από τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Για όσους κατηγορούν ακόμη το μέταλ ως ακροδεξιό ή σκοταδιστικό κ.ο.κ., είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιοι ήταν απέναντι στους RC στην Πάτρα.
Σύμφωνα με διάφορες πηγές, εκτός από τους θρησκευτικούς κύκλους που αντέδρασαν, έγινε παρέμβαση στην εισαγγελία της Πάτρας και από τον Ανδρέα Νικολακόπουλο, υποψήφιο περιφερειάρχη Δυτικής Ελλάδας της Χρυσής Αυγής προκειμένου να μη γίνει η συναυλία. Κάπως οξύμωρο, έτσι;
Ευτυχώς, αν και μετά από μέρες, ο δήμος αναθεώρησε και οι Rotting Christ θα παίξουν τον Μάιο στον ίδιο χώρο. Αν τελικά ακυρώνονταν, θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στη χώρα μας.
Όσο περισσότερο το σκέφτεσαι, τόσο ακούγεται σαν το θέατρο του παραλόγου. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Rotting Christ έχουν ταξιδέψει σε όλο τον πλανήτη και οι μόνες χώρες όπου είχαν πρόβλημα ήταν αυτές στις οποίες την εξουσία κατέχει ισλαμικό καθεστώς, π.χ. η Μαλαισία ή η Αίγυπτος.
«Δεν θέλω να καταντήσει και η Ελλάδα ταλιμπανοχώρα επειδή υπάρχει αυτή η τάση παγκοσμίως» λέει ο Σάκης Τόλης, ο frontman των RC.
«Eπειδή ταξιδεύω συχνά, βλέπω ότι ο κόσμος γενικά επιστρέφει στις αρχέγονες φοβίες του. Με θλίβει το γεγονός προσωπικά, επειδή πήγε να γίνει στον τόπο μου, εκεί όπου μεγάλωσα, έχω τους φίλους μου και την οικογένειά μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι ο εαυτός σου, ειδικά σε εποχές παράξενες».
Από την άλλη, ο κ. Τσίγκος πιστεύει ότι το συγκεκριμένο γεγονός ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση και δεν πρέπει να χαρακτηρίσει το πώς αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τους χαρντροκάδες ή τους χεβιμεταλάδες.
«Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία με προκαταλήψεις. Έχει πράγματα τα οποία δεν έχει εξελίξει, τουλάχιστον ένα κομμάτι της. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει απαραίτητα με τη θρησκοληψία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι και πονεμένη εξαιτίας της οικονομικής καταπίεσης και της πολιτικής ανωμαλίας με την είσοδο στα μνημόνια και τις αλλαγές των κυβερνήσεων. Πάντοτε οι δύσκολες οικονομικά περίοδοι μιας χώρας οδηγούν σε ακρότητες. Μπορεί να σχετίζεται με αυτό.
Οι πραγματικά μορφωμένοι άνθρωποι δεν στέκονται στο φαίνεσθαι αλλά στο τι είναι ο άλλος. Άρα είτε ακούς Χατζιδάκι, είτε Loreena McKennitt, είτε Γιάννη Πάριο, είτε Rotting Christ, άμα είσαι καλός άνθρωπος, είσαι καλός άνθρωπος. Η μουσική δεν σε καθορίζει» αναφέρει.
Προσωπικά, δεν πίστευα ότι θα έφτανα στο σημείο να γράφω τα αυτονόητα. Το μόνο που μπορείς να προσάψεις στους Christ είναι ότι έχουν την ταμπέλα του black metal και ότι διάλεξαν το πιο προκλητικό όνομα που μπορούσαν να σκεφτούν στα 16 τους, όταν έπαιζαν μουσική στη Νέα Ιωνία. Αυτό, και ότι ασκούν κριτική σε κάθε οργανωμένη θρησκεία.
Αν αυτό τους κάνει αιρετικούς, το ίδιο αιρετικός ήταν και ο Καζαντζάκης. Πάντως, δεν τους εμπόδισε να διαπρέψουν αμφότεροι σε διεθνές επίπεδο.
«Είναι φρικτό το ότι τέθηκε ζήτημα ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης μόνο και μόνο εξαιτίας ενός ονόματος που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν» μονολογεί ο Kώστας.