Ο Άντριου Σων Γκρίερ είναι ένας Αμερικανός συγγραφέας με λατρεία για την Ευρώπη, πολυβραβευμένος, πολυγραφότατος, με έξι βιβλία που έχουν γίνει best seller και κείμενά του δημοσιευμένα στο «New Yorker» και στο «Esquire», με μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες αυτήν τη στιγμή στην Αμερική: το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Πλην, που το 2018 του χάρισε το Πούλιτζερ Λογοτεχνίας. Το Πλην είναι το κορυφαίο του μυθιστόρημα, με δραματικές στιγμές αλήθειας αλλά και ένα αυτοσαρκαστικό χιούμορ που το κάνει απολαυστικό, το οποίο μιλάει για τη ζωή, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις ενός 49χρονου άσημου συγγραφέα του οποίου ο κόσμος καταρρέει όταν φτάνει με το ταχυδρομείο μια πρόσκληση: ο πρώην του παντρεύεται κάποιον άλλον!
Ο Πλην αποφασίζει να δεχτεί όλες τις προσκλήσεις που έχει για συνέδρια και αδιάφορες εκδηλώσεις, από κάθε μέρος του κόσμου, για να πνίξει τον πόνο του. Απ' τη Γαλλία στην Ινδία, απ' τη Γερμανία στο Μαρόκο, απ' το Μεξικό στην Ιαπωνία, ο Πλην προσπαθεί να ξεφύγει από την ντροπή, μόνο που σε κάθε γωνιά τον περιμένουν μικροεξευτελισμοί και ταπεινώσεις – κάποια γεννήματα της φαντασίας του. Το Πλην είναι μια πνευματώδης κωμωδία γεμάτη παρεξηγήσεις, σπαρταριστές εκπλήξεις και απρόσμενους στοχασμούς για την κοινή ανθρώπινη μοίρα μας και ένα από ελάχιστα δείγματα σύγχρονης γκέι λογοτεχνίας (και κωμωδίας) που κερδίζουν Πούλιτζερ. Την ημέρα που μιλήσαμε, ο συγγραφέας ήταν στην Τοσκάνη, όπου περνάει τον μισό χρόνο, και η Ευρώπη ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον καύσωνα.
— Ποιος είναι ο Άντριου Σων Γκρίερ; Πες μου μερικά πράγματα για σένα.
Είμαι ο ένας από τους δίδυμους γιους (με τον αδερφό μου είμαστε εντελώς ίδιοι!) μιας οικογένειας επιστημόνων. Και οι δυο γονείς μου είναι χημικοί που γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Μεγάλωσα σε μια περιοχή των προαστίων έξω από την Ουάσινγκτον DC, σαν αυτή που βλέπεις στις ταινίες του Σπίλμπεργκ, πολύ ωραία, πολύ βαρετή. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι να ανεβαίνω σε μια μιμόζα και ο δίδυμος αδερφός μου να με κοιτάει. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι. Έχω την εντύπωση ότι έζησα μια κανονική παιδική ηλικία, αλλά, φυσικά, το να είσαι ένα λευκό αγόρι που τον μεγάλωναν γονείς με καλές δουλειές, που νοιάζονταν για τα παιδιά τους, δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Ήταν μια προνομιούχα ζωή, όχι απαραίτητα από πλευράς χρημάτων αλλά από την άποψη του πνευματικού επιπέδου και της φροντίδας. Τα βιβλία ήταν πολύτιμα στον κόσμο μας. Οι γονείς μου μεγάλωσαν σε μεγάλη φτώχεια, βλέπεις, και τα βιβλία ήταν το παράθυρό τους σε έναν άλλον κόσμο, τον κόσμο του πνεύματος.
Ζούμε στιγμές εθνικισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι ξένοι, ειδικά οι μετανάστες, κατηγοριοποιούνται ως «μη άνθρωποι» από την κυβέρνηση Τραμπ και τους ακολούθους της. Είναι εύκολο να κακομεταχειριστείς μετανάστες, ακόμη και παιδιά, και να αγνοήσεις τις ηθικές επιπτώσεις.
— Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να γίνεις συγγραφέας;
Όταν ήμουν δέκα, όλη η τάξη έπρεπε να γράψει ένα «μυθιστόρημα», το οποίο ήταν ουσιαστικά πέντε σελίδες μιας ιστορίας με ζωγραφιές. Φτιάξαμε και σκληρό εξώφυλλο και τα πάντα. Μου άρεσε η διαδικασία, και μου άρεσε που χρησιμοποίησα την παλιά γραφομηχανή της μάνας μου – ούτε καν ηλεκτρική! Μετά απ' αυτό άρχισα να γράφω ιστορίες και όταν ήμουν δεκάξι έγραψα το πρώτο μου αληθινό μυθιστόρημα. Ήταν φρικτό, αλλά άρχισα να μαθαίνω. Το έστειλα ακόμα και σε έναν εκδοτικό διαγωνισμό, αλλά έχασα. Συνήλθα και έγραψα άλλο ένα. Ήταν κι αυτό εντελώς φρικτό. Αυτό γινόταν για καιρό. Η θέλησή σου να συνεχίσεις μετά την αποτυχία νομίζω ότι παίζει μεγάλο ρόλο αν θέλεις να γίνεις λογοτέχνης.
— Πόσο άλλαξε η προσέγγισή σου στο γράψιμο όσο μεγάλωνες;
Έχω μάθει να μη γράφω βασισμένος σε κάποιο σχέδιο ή, μάλλον, έχω μάθει να βγαίνω εκτός πλάνου και να ακολουθώ το ένστικτό μου. Φαίνεται περίεργο, αλλά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας που έχω μέσα μου είναι καλύτερος από τον συγγραφέα που διαχειρίζεται το μυαλό μου. Έτσι, πρέπει να συνταράσσω αυτόν μέσα στο μυαλό μου, να τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό. Είναι πολύ δύσκολο να το κάνω και πολύ δύσκολο να εμπιστευτώ τον «αθέατο» συγγραφέα μέσα μου, ο οποίος δεν λέει τίποτα από πριν. Είναι σαν μια ελεύθερη πτώση στο Διάστημα, όχι πάντα ευχάριστη ‒ μέχρι να αρχίσω να γράφω.
— Τον Άρθουρ Πλην πώς τον επινόησες; Πόσος Άντριου υπάρχει στον Άρθουρ;
Ο Άρθουρ αρχικά δεν είχε καμία σχέση μ' εμένα! Είναι ένας σωματώδης, μουσάτος πενηνταπεντάχρονος που ζει στο Σαν Φρανσίσκο (δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, όταν ξεκίνησα το βιβλίο) και θρηνεί για την απώλεια του εραστή του, ο οποίος έχει παντρευτεί κάποιον άλλον – πήρα την ιδέα από ένα βιβλίο της Κολέτ. Δεν μπορούσα όμως να τον συμπονέσω. Έτσι, μετά από έναν χρόνο σκληρής δουλειάς, πέταξα τα πάντα και ξεκίνησα το βιβλίο από την αρχή, σαν κωμωδία αυτήν τη φορά. Και ο μοναδικός τρόπος να αστειευτώ μ' αυτόν ήταν να χρησιμοποιήσω κομμάτια του εαυτού μου, της ζωής μου, για να διακωμωδήσω εμένα. Επομένως, δεν θεωρώ ότι ο Άρθουρ είμαι εγώ αλλά ότι έχει κληρονομήσει την γκαρνταρόμπα μου, μερικές από τις αναμνήσεις μου, μερικές από τις εμπειρίες μου. Αλλά, και πάλι, αυτό το κάνουν όλοι οι χαρακτήρες μου!
— Πότε ήξερες ότι ήθελες να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Όταν τελείωσα το προηγούμενο. Έχω πάντα κάτι στο μυαλό μου πριν τελειώσω ένα βιβλίο, αλλά πάντα απομακρύνεται πολύ από αυτό που έχω σχεδιάσει. Μεσολαβούν ένα-δυο χρόνια ολοκληρωτικής αποτυχίας και μετά κάτι συμβαίνει. Μακάρι να μπορούσα να σβήσω αυτό το μέρος της διαδικασίας.
— Το Πλην είναι ένα βιβλίο γεμάτο χαρά και αγάπη για τη ζωή. Είναι πιο δύσκολο να γράψεις για τη χαρά;
Χαίρομαι πολύ που το λες αυτό! Ένας φίλος μου κάποτε μου είπε ότι αυτό είναι αδύνατο, επειδή ένα βιβλίο για τη χαρά δεν σε πηγαίνει πουθενά. Του είπα «όχι, αυτό δεν μπορεί να ισχύει», γι' αυτό προσπάθησα να γράψω ένα βιβλίο για έναν αθώο, έναν αισιόδοξο άντρα, και να το γεμίσω με εκστατικές περιγραφές, έτσι που ο κόσμος τριγύρω του να φαίνεται ζωντανός, γεμάτος μεταφορές και χιούμορ. Έτσι, ακόμα κι όταν έρθει η ταπείνωση, ο κόσμος δεν είναι βαρετός ή ωμός αλλά φωτεινός, ένας κόσμος στον οποίο αξίζει να ξαναβουτήξεις.
— Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο όταν έγραφες το βιβλίο;
Ο πρώτος χρόνος. Και η τελευταία σκηνή. Έγραψα το τέλος όταν ήμουν στην Ινδία και νομίζω ότι έγραψα είκοσι εκδοχές του – περισσότερες. Το έκανα όλο και πιο σύντομο. Βλέπεις, όλα τα άλλα μου βιβλία είναι σπαρακτικά και μελαγχολικά και υπάρχει χώρος να επιμείνεις σε κάποιο συναίσθημα. Αλλά με την κωμωδία, ακόμα και τη σοφιστικέ, δεν μπορείς να χαζολογήσεις. Πρέπει απλώς να την αγγίξεις και να προχωρήσεις – υπάρχει ένα απόσπασμα όπου απλώς ολοκλήρωσα μια πρόταση με αποσιωπητικά και ξεκίνησα μια νέα πρόταση στην επόμενη παράγραφο. Εκεί σκέφτηκα «να πάει στο διάολο!» και αποφάσισα να κόψω αυτά που μου δημιουργούσαν πρόβλημα. Κι αυτά εκεί, επέμεναν!
— Ισχύει ότι τα κωμικά μυθιστορήματα ξεκινούν από τη θλίψη;
Έτσι νομίζω. Σκέψου τον Έβελιν Γουό, τις πρώτες ταινίες του Φελίνι, ακόμη και τον Δον Κιχώτη (το αυθεντικό κωμικό μυθιστόρημα), πόσο απεγνωσμένα λυπητερά είναι. Και το Πλην σίγουρα προήλθε από τη θλίψη, συμπεριέλαβα στο βιβλίο μερικά από τα πιο λυπητερά πράγματα που μπορούσα να σκεφτώ. Προσωπικούς εξευτελισμούς, για παράδειγμα, ή φίλων μου. Και τους αναποδογύρισα. Είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσεις μερικές φορές.
— Δεν είναι εύκολο να λυπηθείς έναν μεσήλικα που δεν μεγάλωσε στη φτώχεια και έζησε μια άνετη ζωή. Τι είναι αυτό που κάνει τον Άρθουρ τόσο συμπαθητικό και μπορούν να ταυτιστούν μαζί του τόσο πολλοί αναγνώστες;
Αλήθεια; Μου κάνει εντύπωση που το ακούω! Επειδή ξέρεις πως κάθε μεσήλικας γκέι άντρας που συναντάς, όταν ήταν νέος, έχασε όλους τους φίλους του από AIDS. Πέθαναν οι εραστές του, οι φίλοι του, η κοινότητά του, μέχρι και ο ίδιος πίστευε ότι επρόκειτο να πεθάνει από AIDS. Ήταν φρικτό να ζεις όλο αυτό το πράγμα. Θυμάμαι ότι όλοι κουβαλούσαν ένα βάρος. Ο Πλην μπορεί να μη μεγάλωσε στη φτώχεια, αλλά έζησε μια μάστιγα, μια βασανιστική κατάσταση, με την πολιτεία να του λέει ότι δεν την ένοιαζε εάν πέθαινε, ότι του άξιζε να πεθάνει. Δεν ήταν εύκολη η ζωή του και το λέει. Ξέρει ότι είναι ευλογημένος, πως το γεγονός ότι συνεχίζει να ζει είναι ένα θαύμα. Η γοητεία του πηγάζει από την ικανότητά του να συνεχίζει, από την αθωότητά του, από την πίστη του ότι ακόμα κι αν τα πράγματα πάνε χάλια τώρα, σίγουρα θα πάνε καλύτερα μετά. Και μία στο τόσο ισχύει!
— Γιατί προσεγγίζουμε διαφορετικά έναν πραγματικό χαρακτήρα από κάποιον που είναι φανταστικός, ακόμα κι αν είναι ίδιοι; Συμπονούμε πιο πολύ τον ήρωα ενός βιβλίου...
Στα λογοτεχνικά έργα σκεφτόμαστε με το μυαλό των ηρώων, με τις λέξεις τους, δημιουργούμε τον μισό κόσμο και συνδεόμαστε μαζί τους με κάποιον τρόπο και ελπίζω ότι αυτό δημιουργεί μια συμπόνια, την οποία οι ταινίες, για παράδειγμα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν. Εσύ, ως αναγνώστης, ξέρεις καλύτερα από μένα πώς είναι εμφανισιακά ο Άρθουρ Πλην ή πώς είναι το δωμάτιό του στην Ιταλία ή το εστιατόριό του στην Ιαπωνία. Κατέγραψα μερικές λεπτομέρειες, αλλά το μυαλό σου συμπληρώνει τις υπόλοιπες. Είναι κάτι διαφορετικό για κάθε αναγνώστη. Και αυτό δημιουργεί μία μοναδική σύνδεση, γιατί ο αναγνώστης γράφει το μισό βιβλίο. Νομίζω ότι γι' αυτό ερωτευόμαστε τόσο βαθιά τα βιβλία, και γιατί για κάποιους είναι πρόκληση.
— Είχες στο μυαλό το τέλος του βιβλίου όταν ξεκίνησες να το γράφεις; Ήξερες από την αρχή ότι θα έχει happy end;
Ναι, ναι, το ήξερα! Ήξερα τι ήθελα, αν και δεν ήξερα πώς να φτάσω σε αυτό το τέλος. Υπάρχει ένας χώρος στο ράφι με τα βιβλία μου, ένας άδειος χώρος, για ένα σοφιστικέ λογοτεχνικό βιβλίο με δύο άντρες που, επιτέλους, έχουν την ευκαιρία να ζήσουν τον έρωτα. Κάποια στιγμή, ως συγγραφέας, αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να γεμίσεις εσύ ο ίδιος αυτόν τον άδειο χώρο στο ράφι.
— Πόσο άλλαξε τη ζωή σου το Πούλιτζερ;
Η ζωή μου άλλαξε εντελώς και, επίσης, έχει επιστρέψει σε αυτό που είναι κανονικό για μένα, στη συγγραφή. Πέρασα δύσκολα, όπως και οι πιο πολλοί συγγραφείς, μέχρι να βγάλω λεφτά για να ζήσω. Αγωνίστηκα πολύ να βρω μια μόνιμη θέση ως καθηγητής, να μπορώ να κάνω διαλέξεις ή να γράφω άρθρα σε περιοδικά, κι ευτυχώς που βρήκα δουλειά σε ένα ίδρυμα στην Ιταλία, δίπλα σε έναν καλό μου φίλο. Το βραβείο μού έχει επιτρέψει να επιστρέψω στη συγγραφή full time, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή. Είναι κάτι που κάθε συγγραφέας θα ήθελε.
— Το Πλην είναι το πρώτο κωμικό μυθιστόρημα που κερδίζει Πούλιτζερ μετά από πολλά χρόνια. Γιατί έχει γίνει τόσο ξεπερασμένο το κωμικό μυθιστόρημα;
Νομίζω ότι τα κωμικά μυθιστορήματα συχνά τα αγαπούν οι αναγνώστες, αλλά όχι οι κριτικοί. Αυτό γίνεται επειδή πρέπει να αφήσεις ελεύθερο τον αφηγητή, να του επιτρέψεις να σου δείξει τον δρόμο, και συχνά οι κριτικοί θέλουν να έχουν τον τελευταίο λόγο. Όταν η κωμωδία είναι σε κείμενο είναι πονηρή, ξέρει να ελίσσεται και ξεφεύγει από την κατηγοριοποίηση. Επειδή γνωρίζει το αστείο ήδη, έχει αστειευτεί με τον εαυτό της και δεν μπορείς να κριτικάρεις κάτι που έχει αυτοσαρκαστεί ήδη. Γιατί πήγε το Πούλιτζερ πέρσι σε μια κωμωδία; Ένας Θεός ξέρει! Ο κόσμος είναι τόσο δύσκολος για μένα, όσο ήταν όλη μου τη ζωή. Ίσως οι αναγνώστες ήθελαν να διαβάσουν ένα βιβλίο για τον χρόνο και τον έρωτα που είναι ειλικρινές, και να έχει επιπλέον και μια αίσθηση χαράς. Είναι δύσκολο να το βρεις αυτό στις μέρες μας.
— Πόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ένα γκέι μυθιστόρημα κέρδισε το Πούλιτζερ;
Πολλοί γκέι συγγραφείς έχουν κερδίσει μέχρι τώρα, αλλά κανείς δεν ήξερε ότι είναι γκέι – ο Θόρντον Ουάιλντερ, η Γουίλα Κάθερ. Οι Ώρες του Μάικλ Κάνινγκαμ, όπου όλοι οι χαρακτήρες είναι γκέι, έγινε παγκόσμια επιτυχία και κέρδισε επίσης το βραβείο. Νομίζω ότι αυτό ήταν το βιβλίο που άνοιξε τον δρόμο για πολλούς από εμάς. Τι εξαιρετικός συγγραφέας! Χαίρομαι πολύ όταν ακούω από πολλούς αναγνώστες ότι συγκινούνται από μια ερωτική ιστορία στην οποία εμπλέκονται δύο άντρες – αυτό ήταν έκπληξη για μένα! Δεν θα μπορούσες με τίποτα να με πείσεις, όταν ήμουν είκοσι, ότι αυτό ήταν δυνατό και σίγουρα ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ήμουν αυτός που θα την έγραφε. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόση ελπίδα μου δίνει αυτό.
— Σου δημιουργεί πίεση το γεγονός ότι εκπροσωπείς μια ομάδα ανθρώπων;
Και ναι και όχι. Ξέρω ότι με παρακολουθούν πολλοί άνθρωποι, αλλά αυτό δεν είναι το πρώτο μου βιβλίο, είναι το έκτο λογοτεχνικό μου, το πέμπτο μου μυθιστόρημα. Γράφω εδώ και δεκαετίες και κανείς δεν με παρακολουθούσε. Έτσι, η διαδικασία γραψίματος είναι πλέον δική μου, γράφω για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορείς να γράψεις ένα καλό βιβλίο με άλλον τρόπο. Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ.
— Υπάρχει μια αίσθηση αμερικανισμού σε όλο το βιβλίο. Ήταν εσκεμμένο αυτό; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πώς βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος έναν Αμερικανό ταξιδιώτη, ειδικά κάποιον που είναι πιθανός ψηφοφόρος του Τραμπ;
Ο αμερικανισμός είναι πολύ εσκεμμένος. Έχω ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και έχω επίγνωση του πώς μας βλέπουν και πώς παρουσιάζουμε τον εαυτό μας. Βρίσκω ότι ο υπόλοιπος κόσμος, παρ' όλη την αμερικάνικη μας έπαρση και τις μεθοδεύσεις μας, είναι ακόμα ευγενικός και γενναιόδωρος με τους Αμερικανούς ταξιδιώτες, με την προϋπόθεση ότι είμαστε φιλοπερίεργοι και ανοιχτοί. Η έκπληξη του ταξιδιού είναι να αντιληφθείς πώς λειτουργούν τα πράγματα: από ποια πλευρά του δρόμου οδηγείς, πώς χρησιμοποιείς το πιρούνι, τι σημαίνει το νεύμα του κεφαλιού – είναι κάτι αυθόρμητο. Δεν υπάρχει τίποτα «κανονικό» στον αμερικανικό τρόπο. Έτσι, κάποια απ' αυτά που έχεις μάθει αναιρούνται. «Τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο για μένα» όπως λέει και ένας χαρακτήρας στο βιβλίο. Και ίσως να σε αλλάξει.
Ευελπιστώ ότι τα ταξίδια θα ανοίξουν το μυαλό ενός πιθανού ψηφοφόρου του Τραμπ. Ζούμε στιγμές εθνικισμού, στο πλάισιο του οποίου οι ξένοι, ειδικά οι μετανάστες, κατηγοριοποιούνται ως «μη άνθρωποι» από την κυβέρνηση Τραμπ και τους ακολούθους της. Είναι εύκολο να κακομεταχειριστείς μετανάστες, ακόμη και παιδιά, και να αγνοήσεις τις ηθικές επιπτώσεις. Έχουμε ξαναβρεθεί στην ίδια θέση και αυτό που ακολουθεί είναι θάνατος και τρόμος. Πρέπει η κατανόηση των ανθρώπων –κάτι άγνωστο στον Πρόεδρό μας εκ γενετής– να ξεπεράσει αυτό το επικίνδυνο σημείο. Μακάρι να μπορούσα να δημιουργήσω αυτή την ανθρώπινη σύνδεση. Στη χώρα μου, φυσικά, γι' αυτούς τους ανθρώπους είμαι κι εγώ «μη άνθρωπος». Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω.
— Γιατί πήγες στην Τοσκάνη;
Νομίζω ότι είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν ταξιδιώτη από άλλη ήπειρο, γιατί εκεί μπορείς να βρεις μαζεμένες όλες τις πολιτιστικές και γεωγραφικές διαφορές. Είναι όπως ήταν η Μάνη στο παρελθόν, παράδεισος για έναν ξένο, αλλά και μια παγίδα. Πήγα επειδή χρειαζόμουν μια δουλειά! Ίσως, αν πήγαινα να ζήσω στο εξωτερικό απλώς για την περιπέτεια, να ήταν μπελάς, αλλά δεν πήγα για διακοπές, δεν ζούσα στο Τσιάντι ή στη Φλωρεντία, δούλευα επτά μέρες την εβδομάδα σε ένα δάσος, φροντίζοντας συναδέλφους συγγραφείς και ένα όμορφο μέρος με πέντε σκυλιά και ένα σύστημα θέρμανσης που χάλαγε συνέχεια. Ήταν ένα όμορφο μέρος, αλλά ήταν και η δουλειά μου. Ίσως λόγω αυτού να μη μου φάνηκε παγίδα, άλλαξε η οπτική μου για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, τα είδα όλα διαφορετικά.
Για παράδειγμα, στο Σαν Φρανσίσκο ο κόσμος έχει γίνει ρομποτικός και τα πάντα γίνονται με ένα application. Τα applications δεν λειτουργούν στην εξοχή της Τοσκάνης. Ο μόνος τρόπος να νοικιάσεις αυτοκίνητο για κάποιον συγγραφέα που έρχεται επίσκεψη είναι να τηλεφωνήσεις στο κατάστημα ή να το επισκεφτείς. Είναι κάτι προσωπικό και ατομικό, όχι εταιρικό. Πώς μαθαίνεις τον τρόπο φροντίδας ενός παραμελημένου κήπου; Δεν κάνεις Google, ρωτάς τον ηλικιωμένο στην άκρη του δρόμου που φυτεύει ανάλογα με τις φάσεις της σελήνης. Πώς παραγγέλνεις νέες οικιακές συσκευές για την κουζίνα; Δεν μπορείς να πας στο Amazon, πρέπει να σ' τις στείλουν με το ταχυδρομείο στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου έμενες πριν, στην πόλη, και να πας με το αυτοκίνητο να την επισκεφτείς πηγαίνοντάς της ένα σπέσιαλ γλυκό για να την ευχαριστήσεις. Ζεις με τους ανθρώπους. Είναι ο αγαπημένος μου τρόπος ζωής. Επίσης, έπρεπε να μάθω μια ξένη γλώσσα από το μηδέν. Ήταν από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής μου, αλλά απ' αυτές που σε βοηθούν να ανακαλύψεις έναν νέο εαυτό. Είμαι πολύ πιο χαλαρός και άνετος στα ιταλικά!
— Οι λέξεις σου έχουν μια μουσική αρμονία. Πόσες φορές γράφεις την κάθε πρόταση πριν προχωρήσεις στην επόμενη;
Αυτή είναι η καλύτερη ερώτηση που μπορεί να γίνει σε κάποιον συγγραφέα! Ακούγεται περίεργο, αλλά ξέρω μέσα στο μυαλό μου πώς θα πρέπει να ακούγεται μια πρόταση, πριν την ξεκινήσω, για να ταιριάζει με την προηγούμενη. Και επιλέγω τις λέξεις έτσι ώστε να ταιριάζουν στον ρυθμό. Νομίζω ότι αυτό κάνει μια πρόταση πιο αστεία και ότι οι ασυνήθιστες λέξεις είναι πιο όμορφες, πιο διασκεδαστικές από τις συνηθισμένες. Κάπως έτσι είναι και το ελαφρά φανταχτερό στυλ του αφηγητή μου. Είναι ένα υπέροχο στυλ για να παίζεις. Για να γίνω πιο κατανοητός, όμως, πρέπει να πω στέκομαι σε κάθε πρόταση τρεις φορές περισσότερο απ' όσο θέλω. Δεν εγκαταλείπω εύκολα. Αυτό λέω και στους μαθητές μου: όταν σκέφτεστε μια μεταφορά, απορρίψτε τις δύο πρώτες σκέψεις σας, θα είναι κλισέ. Απορρίψτε τους δύο πρώτους τρόπους που φαντάζεστε έναν χαρακτήρα, μία πρόταση, μία λέξη. Αφιερώστε περισσότερο χρόνο στο βιβλίο σας. Τότε θα είναι ολοκληρωτικά φτιαγμένο από εσάς.
— Μία από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές του βιβλίου είναι η σκηνή για την αμφιβολία και πώς είναι να ζεις με τη διάνοιά σου. Πώς διαχειρίζεσαι την αμφιβολία;
Έχεις ανακαλύψει ένα μυστικό, το μόνο κεφάλαιο του βιβλίου που έχει απομείνει από την αρχική, μη κωμική εκδοχή του. Την εκδοχή όπου ο Άρθουρ είναι ένας μεγαλόσωμος άνδρας. Ήμουν σε βαθιά κατάθλιψη (μια αρρώστια των συγγραφέων, λυπάμαι που το λέω) και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να γράψω κάτι, οτιδήποτε, εκείνη την ημέρα. Έγραψα αυτό το κεφάλαιο για τη δική μου δυσκολία με το γράψιμο. Δεν είναι αστείο που, απ' όλες τις σελίδες που έγραψα στη διάρκεια εκείνου του έτους αποτυχίας, το κομμάτι που έμεινε είναι... το απόσπασμα για την αποτυχία;
— Περίγραψέ μου μια συνηθισμένη μέρα σου.
Όταν είμαι στο Σαν Φρανσίσκο ξυπνάω στις έξι το πρωί και συναντάω τον φίλο μου τον Ντάνιελ, επίσης συγγραφέα, για να πάμε για κολύμπι στην παραλία της πόλης, ένα πολύ κρύο μέρος. Κολυμπάμε και μιλάμε για βιβλία και για όσα δουλεύουμε εκείνη τη στιγμή και μετά συνήθως πάμε στο κορεάτικο καφέ, σε μια ήσυχη περιοχή της πόλης, χωρίς πολύ κόσμο, για να φάμε πρωινό. Βάζω στ' αυτιά τα ακουστικά, ακούω Φίλιπ Γκλας και γράφω. Έχουμε τελειώσει μέχρι τη μία ή τις δύο και ή πάμε για μεσημεριανό μαζί ή πάμε σπίτι. Αυτή είναι η ιδανική μέρα μου, αλλά ξέρεις πώς αποσυντονίζεται συχνά η ζωή σου! Είμαι πολύ χαρούμενος όταν έχω καταφέρει να γράψω κάτι το πρωί και την ίδια μέρα έχω κάνει και κάτι σωματικό. Τότε αισθάνομαι ότι έχω κερδίσει κάτι την υπόλοιπη μέρα, η οποία συχνά τελειώνει μ' εμένα να φτιάχνω δείπνο για φίλους και με πολύ κρασί.
— Με το φαγητό ποια είναι η σχέση σου;
Ω, το φαγητό! Σκέφτομαι συνέχεια το επόμενο γεύμα, πού να το φάω ή τι να φτιάξω. Χθες αγόρασα δύο κιλά ντομάτες για να προετοιμαστώ για το κύμα καύσωνα (είμαι στην Ιταλία αυτήν τη στιγμή). Το σχέδιό μου είναι να φτιάξω γκασπάτσο. Επίσης, αγόρασα friselle, ένα σκληρό στρογγυλό ψωμί από την Πούλια, το οποίο το μουλιάζεις σε νερό και το καλύπτεις με ντομάτες και αντζούγιες. Θα είναι το μεσημεριανό μου! Το μαγείρεμα είναι το καλύτερο αντίδοτο όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα που σου παίρνει χρόνια, τουλάχιστον μπορώ να έχω μια ιδέα στο μυαλό μου που θα έχω υλοποιήσει μέχρι το τέλος της ημέρας. Όταν ταξιδεύω, πάντα προσπαθώ να δοκιμάζω πιάτα που δεν έχω ξαναφάει, αυτός είναι ένας τρόπος να είσαι ανοιχτός στον κόσμο. Το τι τρώνε οι άνθρωποι για πρωινό ανά τον κόσμο, για παράδειγμα, είναι τόσο αποκαλυπτικό όσο και η πολιτική τους.
— Έχεις κάποιον νέο συγγραφέα να μου προτείνεις;
Η R.O. Kwon είναι μια εξαιρετική συγγραφέας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια γυναίκα κορεάτικης καταγωγής που κουβαλάει την κληρονομιά της πατρίδας της. Η Maaza Mengiste, με αιθιοπική καταγωγή, δεν είναι νέα συγγραφέας αλλά έχει γράψει ένα καταπληκτικό καινούργιο βιβλίο. Όλοι έχουν ανακαλύψει ήδη τη Μεξικάνα συγγραφέα Valeria Luiselli ‒ είναι μεγάλη έμπνευση για μένα. Φυσικά, ως συγγραφέας διαβάζω πολύ, που σημαίνει ότι με συναρπάζουν οι νέοι τρόποι εξιστόρησης, οι νέες γλώσσες, οι νέες ιστορίες.
— Γράφεις νέο βιβλίο αυτήν τη στιγμή;
Ω, ναι! Ας μην πούμε όμως περισσότερα γι' αυτό. Σ' ευχαριστώ πολύ!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO