Το "Natural Born Killers" έσκασε το φθινόπωρο του 1994 σαν κοκτέιλ μολότοφ στις κινηματογραφικές αίθουσες του πλανήτη. Παρά την σατιρική της πρόθεση να καταγγείλει την εμμονή των media με τις πιο ειδεχθείς περιπτώσεις δολοφόνων, η ταινία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις για την ψυχεδελική και ασυγκράτητη αγριότητα των ατέλειωτων σκηνών βίας και για την «ρομαντική αποθέωση» του ζεύγους του Μίκι και της Μάλορι, των ψυχοπαθών δολοφόνων που υποδύονται στο έργο ο Γούντι Χάρελσον και η Τζουλιέτ Λιούις.
Μόλις ένα χρόνο μετά την πρώτη της προβολή πάντως, η ταινία φάνηκε να έχει προβλέψει με ανατριχιαστική ακρίβεια το πρωτοφανές μιντιακό τσίρκο που συνέβη στην Αμερική με τη δίκη του O.J. Simpson. Και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, μοιάζει σοκαριστικά ακριβής ο τρόπος με τον οποίο η «αγρίως αμφιλεγόμενη» τότε ταινία του Όλιβερ Στόουν αντικατοπτρίζει στοιχεία της σύγχρονης αποκαλυπτικής κουλτούρας του θεάματος.
Θα έλεγα ότι ζούμε στην εποχή του Joker γενικώς, είτε πρόκειται γι' αυτόν με το πορτοκαλί μαλλί στον Λευκό Οίκο είτε για κάποιον άλλον.
Λίγους μήνες πριν, τον Μάρτιο του 1995, η ταινία κατηγορήθηκε ως παράδειγμα προς μίμηση για τους φόνους που διέπραξε ένα ζευγάρι ερωτευμένων εφήβων – ο Μπεν Ντάρας και η Σάρα Έντμοντσον – αφού είχαν προηγουμένως είχαν δει τριπαρισμένοι το Natural Born Killers.
Με αφορμή την επετειακή χθεσινή προβολή του φιλμ στο Λος Άντζελες σε νέα κόπια 35mm, ο αιωνίως αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης της – τώρα πιο πολύ από ποτέ ίσως, ειδικά μετά τα διάφορα νταραβέρια του με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν – μίλησε για την «κληρονομιά» της περιβόητης τότε ταινίας.
«Έλεγαν για την ταινία ότι είναι ακραία και υπερβολική, αλλά ένα χρόνο μετά η υπόθεση του O.J. Simpson ήταν παντού. Δεν μπορούσες να δεις τίποτε άλλο στην τηλεόραση. Ο κιτρινισμός και ο εντυπωσιασμός που έχουν κατακλύσει τα σύγχρονα media τότε βγήκε για πρώτη φορά εκτός ελέγχου και παρέμεινε έτσι διότι έπεσε σε χρυσωρυχείο. Η μόνη διαφορά ίσως είναι ότι σήμερα το ενδιαφέρον έχει μετακινηθεί από τους φόνους στην πολιτική ως ψυχαγωγία, αλλά η λογική της ειδησεογραφικής κάλυψης είναι η ίδια».
Επιμένει πάντως ότι η βία στην ταινία ήταν «ξεκάθαρα σατιρική»: «Είχα ήδη ένα ιστορικό ταινιών ρεαλιστικής βίας και ήθελα να παρουσιάσω εξωπραγματικές, μεταφορικές καταστάσεις».
Ο Όλιβερ Στόουν δεν έχει δει ακόμα το Joker, αλλά από τη φασαρία που έχει γίνει, πιστεύει ότι πρόκειται για την ίδια παρεξήγηση που είχε προκαλέσει πριν από 25 χρόνια τις αντιδράσεις κατά του «μηδενισμού» του Natural Born Killers:
«Θα έλεγα ότι ζούμε στην εποχή του Joker γενικώς, είτε πρόκειται γι' αυτόν με το πορτοκαλί μαλλί στον Λευκό Οίκο είτε για κάποιον άλλον. Μπορώ να υποθέσω ότι η ταινία [του Τοντ Φίλιπς] κινείται σε παρόμοια μονοπάτια σχολιασμού του εντυπωσιασμού και της ψυχοπαθολογίας της βίας με τη δική μου... Είναι κάτι που συναντάς παντού πια. Σα να μην υπάρχει επιλογή. Είναι όπως το έλεγε ο Λέοναρντ Κοέν στο κομμάτι ["The Future"] που κλείνει το Natural Born Killers: "Είδα το μέλλον αδελφέ – το μέλλον είναι ο φόνος"».
Στη συνέντευξη του, ο 73χρονος σκηνοθέτης σχολίασε και την αποδοκιμασία που είχε εκδηλώσει για την ταινία τότε ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος είχε γράψει το αρχικό σενάριό της με τον τίτλο «Μίκι και Μάλορι», το οποίο επιμελήθηκε αργότερα ο ίδιος ο Στόουν, τροποποιώντας το σε μεγάλο βαθμό:
«Ωραία, είχε γράψει το αρχικό σενάριο, το αγοράσαμε – ακριβά - και το αλλάξαμε. Όλα έγιναν με νομότυπες διαδικασίες. Αμφιβάλλω αν είδε καν την ταινία ποτέ. Αλλά αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα ή εμπόδιο που αντιμετώπισα πριν και κατά την παραγωγή της ταινίας. Το θέμα είναι ότι η ταινία όχι μόνο στέκεται ακόμα και παραμένει αυθεντική και παράξενη, σατιρίζοντας την ζωή στην Αμερική που στις μέρες μας μοιάζει με τηλεοπτικό ριάλιτι πιο πολύ από ποτέ».
Με στοιχεία από το IndieWire