Νομίζω ότι η πρώτη φορά που είδα τον Σαββόπουλο ήταν σε ένα μουσικό τηλεοπτικό πρόγραμμα στα τέλη της δεκαετίας του '70 (ασπρόμαυρη εκπομπή σε ασπρόμαυρη συσκευή), που τον έδειχνε να τριγυρνά στην πόλη με το μαύρο παλτό του και υπόκρουση τραγούδια από τη «Ρεζέρβα», μάλλον. Τσεκάροντας τις αντιδράσεις των (συντηρητικών) γονιών για να πάρω κάποια γραμμή, συμπέρανα ότι επρόκειτο για τύπο «λοξό» και ελαφρώς «αναρχοαυτόνομο», αλλά μάλλον «ακίνδυνο» και, πάντως, κατοχυρωμένο στις παρυφές του φάσματος της ελληνικής δισκογραφίας.
Όχι πολλά χρόνια αργότερα θα τον ανακάλυπτα και μόνος μου και προς μεγάλη μου έκπληξη (πώς ήταν δυνατόν να χωρά ένας ιδιοσυγκρασιακός Έλληνας τραγουδοποιός στα ατμοσφαιρικά αγγλόφωνα post-punk ακούσματα μιας πρώιμης εφηβείας;) έπαθα μια καψούρα με τα πρώιμα κυρίως άλμπουμ του (ο Σαββόπουλος κυκλοφορούσε πάντα άλμπουμ, όχι «κύκλους» ή «έργα»), ειδικά με το «Περιβόλι του τρελλού», που παραμένει μακράν ο αγαπημένος μου ελληνικός δίσκος.
Ο Σαββόπουλος δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο ελληνικό και η ακατανίκητη έλξη δεν είχε να κάνει με κάποια «ροκ» διάσταση της δουλειάς του – ο όρος «ροκ» έτσι κι αλλιώς ήταν ανάθεμα τότε, σύμφωνα με τις ιδεολογικές και αισθητικές επιταγές της post-punk κουλτούρας. Τα τραγούδια του εμπεριείχαν ευαισθησία χωρίς σεντιμεντάλ ευκολίες, σαρκασμό χωρίς χολή, πολύτιμα σπαράγματα, αποστάγματα και οδηγίες επιβίωσης χωρίς διδακτισμό και κήρυγμα, κλονισμό χωρίς παραίτηση. Ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός στίχων, μελωδίας, εκφοράς. Αλλά κυρίως των στίχων.
Τα τραγούδια του εμπεριείχαν ευαισθησία χωρίς σεντιμεντάλ ευκολίες, σαρκασμό χωρίς χολή, πολύτιμα σπαράγματα, αποστάγματα και οδηγίες επιβίωσης χωρίς διδακτισμό και κήρυγμα, κλονισμό χωρίς παραίτηση. Ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός στίχων, μελωδίας, εκφοράς. Αλλά κυρίως των στίχων.
Ντρεπόμουν, θυμάμαι, να κοινοποιήσω τους συνειρμούς με το καρυωτακικό ιδίωμα και ύφος που μου προκαλούσαν κάποιοι εξ αυτών, μέχρι που πριν από μερικά χρόνια διάβασα τη –λίγο ακαδημαϊκή, αλλά άξια και πολύτιμη– μονογραφία του Δημήτρη Καράμπελα με τίτλο Διονύσης Σαββόπουλος, που αναφέρει σε κάποιο σημείο:
«Αλλά η πιο γόνιμη σύγκριση που μπορούμε να κάνουμε για "ολόκληρη την καλλιτεχνική προσωπικότητά του" είναι με την ποίηση του Καρυωτάκη (...) μια συγγένεια που διαφαίνεται στη σατιρική, και κάποτε δηλητηριώδη, φλέβα τους, καθώς και στη ρεαλιστική μορφική επεξεργασία ενός ολοένα διευρυνόμενου προσωπικού αδιεξόδου».
Δεν έμοιαζε, επίσης, με τίποτα ξένο και όλα αυτά τα κακόβουλης και μοχθηρής προέλευσης που κυκλοφορούν κατά καιρούς περί «κλοπών» και αγύριστων δανεικών τα ακούω βερεσέ – όταν επιχείρησε να τιμήσει δάνεια και αναφορές με το «Ξενοδοχείο», το αποτέλεσμα ήταν ατυχές.
Όπως συνέβη, όμως, και με άλλους καλλιτέχνες και δημιουργούς που ανακάλυπτα με δέος, μόλις τους τοποθετούσα στο ιδιωτικό μου βάθρο, σε πολύ τρυφερή και εύπλαστη ηλικία, εκείνοι είχαν περάσει ήδη σε άλλα πεδία. Η μεγάλη συναυλία του Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό Στάδιο το '83 ήταν προάγγελος του τι θα ακολουθούσε, όχι λόγω μαζικότητας και ανοίγματος σε όσο το δυνατόν ευρύτερο (και «ξένο» προς τις ευαισθησίες των τραγουδιών του) κοινό αλλά επειδή ήταν η εντυπωσιακή αφετηρία αυτής της αντίληψης «πολυθεάματος» που μοιάζει να συνοδεύει από τότε τις ζωντανές εμφανίσεις του, ακόμα και σε μικρούς χώρους.
Τον έχω δει κάποιες φορές μέσα στα χρόνια με διαφορετικούς συντελεστές, σε διαφορετικά μέρη και με διαφορετικά κόνσεπτ, κάθε φορά όμως αντιδρούσε κάτι μέσα μου σε όλη αυτή την ιδέα πανηγυριού, γιορτής, παραδοσιακής τελετουργίας και βαριετέ που επιθυμούσε να περάσει προς το κοινό. Και τώρα διαβάζω ότι διοργανώνει μια σειρά παραστάσεων με εκλεκτούς καλεσμένους (μια φορά θα ήθελα να τον δω ολομόναχο, να τραγουδά στο ημίφως, χωρίς επίτιμους καλεσμένους και χωρίς την πρόζα και τις «νόστιμες» επικαιρικές ατάκες ανάμεσα στα τραγούδια) και αναφορά στην 50ή επέτειο του Γούντστοκ. Λίγο έλεος...
Αλλά αυτό είναι μια προσωπική ένσταση και ουδεμία σχέση έχει με τη συστηματική και εντελώς αστόχαστη επιχείρηση ακύρωσης του ίδιου ως δημόσιου προσώπου αλλά και του έργου του που συντηρείται εδώ και πολλά χρόνια από κάποιους κύκλους.
Ο Σαββόπουλος επέλεξε την οδό της μαζικής δημοσιότητας. Μιλά, σχολιάζει, εμφανίζεται, φωτογραφίζεται, εκτίθεται, ανακατεύεται με τα πίτουρα, συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση, εμπλέκεται στα νέα πολιτικά ήθη και πάθη, παρουσιάζεται ως άβαταρ νεοσυντηρητισμού στους εθνικούς διχασμούς του καναπέ και του πληκτρολογίου, προτιμά γενικά να στέκεται στον αφρό της μαζικής κουλτούρας και όχι σε κάποιο στοχαστικό περιθώριο, με όλα τα ρίσκα που αυτό εμπεριέχει.
Δεν περπατά στο νερό, ούτε γαληνεύει τη θύελλα, όπως μοιάζει κάποιες φορές να πιστεύει, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος – αν και κάποια (μπόλικα) τραγούδια του σίγουρα είναι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.12.2019