Μια γοητευτική έκθεση με θέμα «Ο Ντεγκά στην όπερα» βρίσκεται σε εξέλιξη στο Μουσείο Ορσέ, στο Παρίσι, αποτελώντας πόλο έλξης για φιλότεχνους και όχι μόνο. Η έκθεση, που θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2020 και στη συνέχεια θα ταξιδέψει στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον, πραγματοποιείται με αφορμή την επέτειο των 350 χρόνων από την ίδρυση της Όπερας του Παρισιού και μας προσφέρει ένα πορτρέτο του 19ου αιώνα μέσα από το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη.
Σύμφωνα με τους επιμελητές της, πρόκειται για την πρώτη έκθεση που εξετάζει την όπερα στο σύνολό της, όχι μόνο από την πλευρά της παθιασμένης σχέσης του Ντεγκά με τον χώρο και τις μουσικές του προτιμήσεις αλλά και ως προς τις άπειρες δυνατότητες αυτής της θαυμάσιας «εργαλειοθήκης».
Στη διάρκεια της καριέρας του, από το ντεμπούτο του στη δεκαετία του 1860 μέχρι τα τελευταία του έργα μετά το 1900, η όπερα αποτέλεσε το επίκεντρο της παραγωγής του Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917). Ήταν κάτι σαν το «δωμάτιό του».
Είναι εντυπωσιακό ότι, σύμφωνα με τα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Όπερας του Παρισιού, ο Ντεγκά είχε παρακολουθήσει συνολικά 177 μπαλέτα και όπερες. Μάλιστα, είχε καταφέρει να έχει πρόσβαση στα παρασκήνια πριν ακόμα αποκτήσει την οικονομική δυνατότητα να γίνει συνδρομητής στο θέατρο.
Περνούσε ώρες ολόκληρες εκεί, διερευνούσε τους διάφορους χώρους του θεάτρου (αμφιθέατρο, σκηνικά, κιβώτια, φουαγέ και χορευτικά στούντιο) και ακολουθούσε όσους εργάζονταν, διέρχονταν ή επισκέπτονταν τον χώρο: χορευτές, τραγουδιστές, μουσικούς της ορχήστρας, θεατές και συνδρομητές με μαύρα σμόκιν που παραμόνευαν στα παρασκήνια.
Αυτός ο κλειστός κόσμος παρουσιάζεται από τον ζωγράφο ως ένας μικρόκοσμος απεριόριστων δυνατοτήτων που επιτρέπει κάθε είδους πειραματισμό: πολλαπλές οπτικές γωνίες, αντιθέσεις φωτισμού, μελέτη της κίνησης και ακρίβεια της κίνησης.
Αν και μερικές φορές καλύπτει άλλα θέματα, όπως ο ιππόδρομος, η όπερα εμφανίζεται συνεχώς στο έργο του και ο Ντεγκά αναζητά τον ιδανικό τρόπο και τεχνική για να την αναπαραστήσει, ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, χαρακτική, μονοτυπία ή οτιδήποτε άλλο.
Ο ζωγράφος, που υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος προτιμούσε τον όρο «ρεαλιστής», σπούδασε νομικά μετά από επιθυμία του πατέρα του και στα 21 του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ταξίδεψε στην Ιταλία για να μελετήσει τους ζωγράφους της Αναγέννησης. Αντιγράφοντας έναν τεράστιο αριθμό έργων μεγάλων ζωγράφων, προετοιμάζεται για τη δουλειά του στην όπερα: η γνώση των κλασικών διαμορφώνει τη ματιά του στον σύγχρονο κόσμο.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από τη συνέχεια της «μελωδικής» του γραμμής: οι μορφές από την αρχαιότητα που μελέτησε και οι μπαλαρίνες του μοιράζονται τις ίδιες δυναμικές χειρονομίες. Με φαινομενικά αυθόρμητο τρόπο, οι χορεύτριες, στη δουλειά ή στην ανάπαυση, καθώς χασμουριούνται, κάνουν μασάζ στον αστράγαλο ή φοράνε πουέντ, υιοθετούν τις δυναμικές στάσεις των μοντέλων των αρχαίων γλυπτών και των μεγάλων δασκάλων. «Το μυστικό είναι να ακολουθήσουμε τις συμβουλές που μας δίνουν οι δάσκαλοι μέσα από τα έργα τους, κάνοντας κάτι διαφορετικό από αυτό που έκαναν εκείνοι» θα πει.
Καθώς απορρίπτει τη ζωγραφική εκ του φυσικού, η μεταστοιχείωση πραγματοποιείται στο στούντιο, φιλτράρεται από τη μνήμη και εμπλουτίζεται από τη φαντασία του. Ως εκ τούτου, ενώ η όπερά του μπορεί να φαίνεται αληθινή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: οι ορχήστρες του, οι όψεις του αμφιθεάτρου, η σκηνή και τα παρασκήνια, οι χορευτικές τάξεις του και οι εξετάσεις είναι όλα πλασματικά.
Όταν το Salle Le Peletier, η αγαπημένη του όπερα, κάηκε το 1873, ο Ντεγκά είχε δημιουργήσει ήδη τις πρώτες του «σκηνές μπαλέτου» και «μαθήματα χορού». Ίσως από νοσταλγία για το θέατρο του ξεκινήματός του και τη γραφική γοητεία του δεν προσάρμοσε τα εν εξελίξει έργα του στην αρχιτεκτονική του Palais Garnier, που άρχισε να λειτουργεί το 1875.
Στον ζωγράφο δεν άρεσε αυτή η νέα Όπερα με την πλούσια διακόσμηση, τα πολυτελή φουαγέ και τα λειτουργικά παρασκήνια. Ένα άλλο μειονέκτημα του Palais Garnier ήταν το γεγονός ότι ήταν το κυριότερο μνημείο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ενός καθεστώτος που εκείνος μισούσε, επειδή ανέθετε έργα σε καλλιτέχνες στους οποίους εναντιώθηκε ή περιφρονούσε. Αν και ήταν συνδρομητής και πήγαινε στην Όπερα Garnier συχνά, ως καλλιτέχνης την απέρριψε.
Είναι εντυπωσιακό ότι, σύμφωνα με τα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Όπερας του Παρισιού, ο Ντεγκά είχε παρακολουθήσει συνολικά 177 μπαλέτα και όπερες. Μάλιστα, είχε καταφέρει να έχει πρόσβαση στα παρασκήνια πριν ακόμα αποκτήσει την οικονομική δυνατότητα να γίνει συνδρομητής στο θέατρο.
Η παρουσία στα παρασκήνια ανδρών που παρακολουθούσαν τις πρόβες δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή, αποτυπώνεται, εξάλλου, συχνά στα έργα του ζωγράφου. Οι συνδρομητές όχι μόνο είχαν αυτό το δικαίωμα αλλά συχνά προχωρούσαν σε σεξουαλικές σχέσεις και πρόσφεραν «προστασία» στις χορεύτριες, τα «ποντικάκια», οι οποίες ανήκαν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, απέχοντας ένα βήμα από τις πόρνες.
«Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ένδειξη που να υποδηλώνει ότι ο Ντεγκά είχε σαρκικές σχέσεις με τις χορεύτριες. Ωστόσο, η επαναληπτικότητα της αποτύπωσης των κινήσεων και των καθημερινών τους στιγμών σημαίνει ότι οι πίνακές του ήταν μάρτυρες μιας εποχής κατά την οποία οι μπαλαρίνες δεν απείχαν πολύ από τις εκδιδόμενες γυναίκες» σημειώνουν χαρακτηριστικά οι «Τimes» του Λονδίνου.
Η καλλιτεχνική εμμονή του Ντεγκά με τις μπαλαρίνες της Όπερας του Παρισιού φαίνεται να μην είναι αποτέλεσμα μόνο της εξαιρετικής επιτυχίας των έργων του και της οικονομικής ευμάρειας που αυτά του πρόσφεραν, αφού ήδη από το 1880 θεωρούνταν αυθεντία στην κινούμενη ανθρώπινη μορφή και ήταν γνωστός κυρίως για τις χορεύτριές του.
«Εκτός από την καρδιά μου, αισθάνομαι όλα να γερνούν μέσα μου. Ακόμη και η καρδιά μου έχει κάτι το τεχνητό. Την έχουν ράψει οι χορεύτριες σε ένα πορτοφολάκι από ροζ σατέν, πολύ απαλό ροζ, σαν τα παπούτσια τους» θα γράψει τον Ιανουάριο του 1886 στον γλύπτη Αλμπέρ Μπαρτολομέ, εκφράζοντας τα συναισθήματά του για τον κόσμο του χορού.
Καθώς η όρασή του, με την οποία αντιμετώπιζε προβλήματα από την εποχή του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, αρχίζει να χειροτερεύει, ο Ντεγκά στρέφεται προς τη γλυπτική και τα παστέλ. Το 1908 σταματά οριστικά να ασχολείται με την τέχνη και λόγω χρεών τού κάνουν έξωση. Παρότι βρίσκεται καινούργιο στούντιο, εκείνος εξακολουθεί να τριγυρνά στους δρόμους του Παρισιού σχεδόν τυφλός.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι «Μπαλαρίνες» αγοράζονται από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης έναντι αστρονομικού ποσού. Πεθαίνει στο Παρίσι στις 27 Σεπτεμβρίου 1917, σε ηλικία 83 ετών. Στην τελευταία του κατοικία θα τον συνοδεύσουν, μεταξύ άλλων, ο Κλοντ Μονέ και ο Ζαν Λουί Φορέν.
σχόλια