Ήταν μια δεκαετία που τα είχε όλα: νέες τάσεις, την παρακμή της πειραματικής μουσικής (που άνθησε την προηγούμενη δεκαετία), έντεχνους σταρ, το ραπ έγινε το απόλυτο mainstream, σχήματα και καλλιτέχνες με αγγλόφωνο στίχο «ανακάλυψαν» τον ελληνικό, το φύλο και η ταυτότητα άρχισε να παίζει μεγάλο ρόλο στα μουσικά πράγματα (τα Φυτά είναι μια κατηγορία από μόνοι τους), μετά τον θάνατο του Παντελίδη το λαϊκό, όπως το ξέραμε, άρχισε να χάνει τη δύναμη που είχε τα προηγούμενα χρόνια και η επιτυχία να μετριέται από τις ακροάσεις στο Spotify και τις τάσεις στο YouTube. Τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο στη μουσική λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας, που κλείνει με το νέο ελληνικό ραπ να κυριαρχεί στο επίσημο chart της IFPI (τα 90 στα 100 κομμάτια στις επιτυχίες της χρονιάς είναι ραπ!).
Οτιδήποτε συμβαίνει στο εξωτερικό εξακολουθεί να γίνεται το παράδειγμα για τις νέες τάσεις ‒πάντα αυτό συνέβαινε‒, μόνο που πλέον γίνεται με μεγάλη ταχύτητα, έτσι το τραπ και το ρεγκετόν έρχονται αυτούσια (ήχος και στίχος ίδιος με των αμερικανικών) και σαρώνουν στις νεαρές ηλικίες. Από το 2016 και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται mega stars στο είδος που σταδιακά επισκιάζει σχεδόν τα πάντα, χωρίς να παίζει στο ραδιόφωνο, χωρίς να καλύπτεται από τα παραδοσιακά μέσα, τα οποία ίσα που το αγγίζουν ως «φαινόμενο», με τρία χρόνια καθυστέρηση. Το YouTube και τα social media δείχνουν την τεράστια δύναμή τους και κάνουν celebrities τον Light, τον Snik, τον FY, τον Mad Clip, τον Hawk, τον Sin Boy. Το «Mama» γίνεται το πιο πετυχημένο κομμάτι της δεκαετίας, μέχρι να το εξαφανίσει μια νύχτα ο δημιουργός του από το YouTube. Η επιτυχία μετριέται σε δεκάδες εκατομμύρια views (πραγματικά ή αγορασμένα).
Η νέα γενιά δεν χρειάζεται κανέναν να της υποδείξει τι θα ακούσει, έτσι κι αλλιώς δεν ακούει ραδιόφωνο, δεν βλέπει τηλεόραση, δεν διαβάζει εφημερίδες. Δεν άλλαξε μόνο το πώς επιλέγει μουσική και ο τρόπος που την ακούει, άλλαξαν τα πάντα και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα ακολουθήσει.
Οι βαθιές ρίζες του έντεχνου στην Ελλάδα επιβεβαιώθηκαν και αυτήν τη δεκαετία. Η Νατάσσα Μποφίλιου και Ελεωνόρα Ζουγανέλη έχτισαν σταθερά πολύ δυνατά προφίλ, κατορθώνουν να γεμίζουν μεγάλους χώρους κι έγιναν οι νέες λαϊκές ντίβες, των οποίων τα κομμάτια τραγουδάει όλη η Ελλάδα. Από κοντά ακολούθησε όλη η παλιά φρουρά (Θ. Παπακωνσταντίνου, Μάλαμας κ.ά.) αλλά και νέοι αξιόλογοι συνθέτες, όπως ο Γιώργος Καγιαλίκος.
Ξαφνικά, συντονισμένα ή μη, οι αγγλόφωνοι Έλληνες καλλιτέχνες κάνουν στροφή στον ελληνικό στίχο, από τους Bazooka και τους Baby Guru μέχρι τον The Boy, τη Nalyssa Green και τη Monika. Έτσι, το ελληνόφωνο τραγούδι γίνεται τάση.
Βέβαια, με το streaming έχει διαλυθεί πια το όνειρο για καριέρα στο εξωτερικό, παρότι θα περίμενε κανείς να γίνει το αντίθετο. Υπάρχουν Έλληνες που κάνουν καριέρα έξω, όπως ο Leon of Athens, και τα σχήματα του stoner που κάνουν πολύ πετυχημένες περιοδείες. Το stoner rock (Planet of Zeus) και το black metal (Rotting Christ) είναι τα μόνα ροκ είδη που έχουν πλέον μεγάλο κοινό, ενώ το indie rock αποδυναμώνεται συνεχώς, όχι σε ποιότητα κυκλοφοριών αλλά στον αριθμό των οπαδών του. Το σκληρό ροκ εξακολουθεί να βγάζει αξιόλογες δουλειές (Hail Spirit Noir, Ψ.Χ.).
Για κάποιο διάστημα, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, υπάρχει μια αναβίωση του garage και της ψυχεδέλειας των '60s, με κύριους εκπροσώπους τους Acid Baby Jesus, οι οποίοι κατορθώνουν να υπογράψουν στην αμερικανική ανεξάρτητη Slovenly Records, ενώ το Ρομάντσο διοργανώνει για χρόνια ‒μέχρι και πέρσι‒ ολόκληρο φεστιβάλ (το ΨΧ) αφιερωμένο σε αυτόν τον ήχο.
Η ροκ μουσική βρίσκει νέους τρόπους να αναγεννηθεί μέσα από το νέο παραδοσιακό, έναν δρόμο που άνοιξε ο Γιάννης Χαρούλης, ο οποίος μέσα στη δεκαετία έγινε ο κύριος εκφραστής του. Οι Villagers of Ioannina City παντρεύουν τα δημοτικά με το σκληρό ροκ και γίνονται ένα «βόρειο» φαινόμενο με τεράστια επιτυχία στα live. Ο παραδοσιακός ήχος βγαίνει και προς τα έξω, εκτός Ελλάδας, με μικρότερα πρότζεκτ ηλεκτρονικής μουσικής που βρίσκουν απρόσμενη αναγνώριση από εμβληματικά περιοδικά της πρωτοπορίας όπως το «Wire» ή την «Guardian». Οι Kolida Babo και ο Anatolian Weapons παίρνουν εξαιρετικές κριτικές, ενώ στην Ελλάδα σχεδόν δεν τους ξέρουμε.
Στις αρχές της δεκαετίας και μέχρι τα μέσα της το synth wave και το punk των '80s εμφανίστηκαν ξανά, με πολιτικό στίχο και αντιδραστικό χαρακτήρα, ίσως η μόνη μουσική που εξέφρασε την αγωνία της για τις μέρες της κρίσης, με τους Regressverbot, Bazooka και Οδός 55 να δίνουν πολύ ενδιαφέροντα δείγματα, αλλά και την επιστροφή συγκροτημάτων όπως τα Χωρίς Περιδέραιο, Stress κ.λπ.
H dance μουσική ξαναπαίρνει τα πάνω της. Η house και η techno δεν χάνουν ποτέ τη δυναμική τους στη νυχτερινή διασκέδαση, ενώ σχηματίζονται συνεχώς πάρτι και ομάδες αλλά και φεστιβάλ, όπως το ADD, το Techniques και το Reworks στη Θεσσαλονίκη.
Η δεκαετία αυτή ήταν η δεκαετία των φεστιβάλ. Ξεκίνησαν ‒και καθιερώθηκαν‒ άπειρα φεστιβάλ, πειραματικά, ηλεκτρονικά, ροκ, με χορό και νέα ρεύματα, αφιερωματικά, ραπ, queer, για όλα τα γούστα και τις τάσεις, διοργανωμένα από μικρές ομάδες ή και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Συναυλιακά, η αγορά ανοίγει (Release, Ejekt), εμφανίζεται το Sonar Athens, ενώ το Plisskën γίνεται καλοκαιρινό και χειμερινό, αγκαλιάζοντας μικρότερα ονόματα.
Η δεκαετία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και για την τζαζ. Με νέους (και παλιούς) χώρους, νέα σχήματα, νέα ταλέντα, κάμψη στη δισκογραφία και δίχως πια το περιοδικό «Jazz & Τζαζ», η τζαζ στην Ελλάδα προχώρησε προς όλες τις κατευθύνσεις. Και προς το mainstream και προς τις «ακραίες» μεριές του improv και του experimental.
Δισκογραφικά, δεν αλλάζει τίποτα. Η Inner Ear παραμένει ο ναός του ανεξάρτητου. Από την άλλη, η Panik μαζεύει στο roster της σχεδόν όλα τα ελληνικά ονόματα και μαζί με την ΕΜΙ και την Cobalt αρχίζουν να επενδύουν στo ελληνικό ραπ.
Αυτό που άλλαξε εντελώς αυτήν τη δεκαετία είναι το ενδιαφέρον του κόσμου για την πειραματική σκηνή, η οποία παρακμάζει διεθνώς, όχι λόγω ποιότητας των κυκλοφοριών αλλά επειδή ο κόσμος έχει στραφεί πλέον μαζικά στο mainstream. Μεγάλα sites που ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό το είδος κλείνουν, είναι ελάχιστα πλέον τα ονόματα που ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό, το καταλαβαίνει κανείς από τα νούμερα που κάνουν τα σχετικά βίντεο στο YouTube, που είναι ελάχιστα. Βέβαια, ποτέ τα νούμερα δεν ήταν ένδειξη ποιότητας, αλλά δείχνουν την ανταπόκριση του κόσμου και τι τον ενδιαφέρει.
Τη δεκαετία αυτή ο κόσμος πήρε τη δύναμη στα χέρια του. Δεν μπορείς να αγνοήσεις ότι έκανε σταρ τη Μαρίνα Σάττι και τον Sin Boy ούτε ότι ακούει πλέον αυτά που θέλει, χωρίς να υπάρχει από πίσω μια εταιρεία ή να τα προωθούν τα παραδοσιακά μέσα. Ήταν μια δεκαετία που τα μέσα έχασαν το καινούργιο, αυτό που υπάρχει τώρα ‒ πάντα παρακολουθούσαν αμήχανα τις τάσεις, χωρίς να ξέρουν πώς να αντιδράσουν και τι στάση να κρατήσουν. Η νέα γενιά δεν χρειάζεται κανέναν να της υποδείξει τι θα ακούσει, έτσι κι αλλιώς δεν ακούει ραδιόφωνο, δεν βλέπει τηλεόραση, δεν διαβάζει εφημερίδες. Δεν άλλαξε μόνο το πώς επιλέγει μουσική και ο τρόπος που την ακούει, άλλαξαν τα πάντα και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα ακολουθήσει.
20 άλμπουμ Ελλήνων καλλιτεχνών από κάθε κατηγορία (χωρίς κάποια συγκεκριμένη σειρά):
Larry Gus
Years Not Living
[DFA, 2013]
Η ψυχεδελική sample-delica του Παναγιώτη στο ανώτατο σημείο της, ακολουθώντας τους μέντορές του Madlip και Caribou, και ο πρώτος δίσκος του στην αμερικανική DFA που τον έκανε διεθνή. Ένας καταιγισμός από ήχους κρουστών και πνευστών, samples, φωνών και παράδοξων συνθέσεων που φτιάχνουν ένα μοναδικό σύμπαν. Με το «Years not living» αποχαιρετάει μια ολόκληρη εποχή. [M.H]
Baby Guru
Baby Guru
[Inner Ear, 2011]
Το πρώτο άλμπουμ των Obi Serotone, King Elephant και Sir Kosmiche, ηχογραφημένο στο υπόγειο του King Elephant, ήταν η δική τους εκδοχή της kraut pop με αφρικανικά κρουστά, looping, χίπικα περάσματα και τον απόηχο από Silver Apples στα μεγάλης διάρκειας κομμάτια, που μετέτρεπαν τα live σε διονυσιακή γιορτή. Οι Baby Guru έκαναν κάτι εντελώς δικό τους, αναγνωρίσιμο, και άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική ροκ σκηνή σε μια περίοδο κατά την οποία άνθησε, έστω και φευγαλέα. [M.H]
Nalyssa Green
Μπλουμ
[Inner Ear, 2018]
Ένας απίστευτα «θηλυκός» δίσκος, με μελωδίες-καταδύσεις στον κόσμο της ψυχής και στίχους που είναι σύγχρονη ποίηση, εξομολογητική, αληθινή, με δόσεις ειλικρίνειας που φτάνουν στα όρια του αβάσταχτου. Είναι ο πιο όμορφος ποπ δίσκος με ελληνικό στίχο που βγήκε αυτήν τη δεκαετία. [M.H]
May Roosevelt
Junea
[Inner Ear, 2017]
To «κοσμικό διερευνητικό darkwave» της May Roosevelt στον πιο ποπ δίσκο της, με ρυθμικά κομμάτια βασισμένα στο συνθεσάιζερ και αιθέρια φωνητικά με κωδικοποιημένους στίχους που συνθέτουν τον κόσμο της Junea. Κομμάτια όπως το «Air», το «Pa», το «Flowers», το «In your eyes» (τραγουδισμένα στα γιαπωνέζικα) σε μεταφέρουν σε άλλες εποχές, τότε που η μουσική ήταν προτεραιότητα για πολλούς. [M.H]
Air
ΛΕΞ
2XXX
[self release, 2018]
Ο ΛΕΞ είναι φαινόμενο: ραπάρει αλήθειες με έναν τρόπο λυρικό, παρότι οι στίχοι του δεν είναι καθόλου ευχάριστοι. Αφηγείται ιστορίες με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι Στέρεο Νόβα, είναι old school και «επικίνδυνα» επιδραστικός σε ένα κοινό που έχει ανάγκη από κάποιον εκπρόσωπο. Το «2XXX» είναι ολόκληρο βιβλίο σύγχρονης urban ποίησης. [M.H]
FY
Lingo
[Capital Records, 2018]
Όταν ο FY κυκλοφόρησε το «Lingo» ήταν 18 χρονών κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί ανήκει στην πρώτη γενιά που μεγαλώνει μέσα στην κρίση. Και είναι μια γενιά άγνωστη, που προσπαθεί να διασκεδάσει το αδιέξοδο που την έχουν αναγκάσει να βιώσει, είναι «ελαφριά», αλλά είναι τουλάχιστον ειλικρινής, προσπαθεί να βρει τους δικούς της τρόπους να αλλάξει τη μιζέρια γύρω της και κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, όπως μπορεί, και χίλιες φορές να το ρίξει στον χορό παρά να τα σπάει και να καταστρέφει. Το «Lingo» είναι ένα εφηβικό άλμπουμ από έναν new era ράπερ που χρησιμοποίησε όλα τα στοιχεία του σύγχρονου ραπ για να φτιάξει έναν από τους καλύτερους δίσκους που έβγαλε ποτέ 18χρονος στην Ελλάδα. [M.H]
Σtella
Σtella
[Inner Ear, 2015]
Με τόσο έντονη παρουσία στο ελληνικό ραδιόφωνο όσο ελάχιστοι άλλοι Έλληνες indie μουσικοί, η Σtella δικαιώνει το πείσμα μιας ντροπαλής δημιουργού που μέχρι το 2014 φοβόταν να χρησιμοποιήσει τη φωνή της, αλλά με τις συνθέσεις της κινούσε τα νήματα της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής. Η Σtella είναι ολοκληρωμένη δημιουργός, τα γράφει όλα μόνη της και, συνεργαζόμενη με τον Nteibint στην παραγωγή, δοκίμασε να κατακτήσει τον κόσμο ‒ και τα κατάφερε. Τα «Picking Words» και «Detox» είναι τα απόλυτα radio friendly κομμάτια της δεκαετίας. [Μ.Π.]
The Man of Managra
Τhe Man of Managra
[Inner Ear, 2014]
Μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ο Coti K., αφήνει κατά μέρος τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του και αναδύεται ως εμπνευσμένος τραγουδοποιός από τα νερά της Τήνου. Βαθιά προσωπικά τραγούδια, γεμάτα τρυφερότητα, μελαγχολία, προσμονή, παιγμένα στο μπάσο και με lo-fi χαρακτήρα συνθέτουν την ώριμη περίοδο του. Ένα υπέροχο ηχητικό ταξίδι. [Μ.Π.]
Villagers of Iοannina City
Riza
[Mantra Records, 2014]
Δεν είναι η πρώτη φορά που η δημοτική παράδοση «παντρεύεται» με δυτικούς μοντέρνους ήχους στην ελληνική μουσική, αυτήν τη φορά όμως μια παρέα από τα Γιάννενα συνδέει με αυθάδεια και τόλμη τα ηπειρώτικα με το stoner rock. Το αποτέλεσμα είναι ένας υβριδικός ιδιοφυής δίσκος που δεν ανήκει ολοκληρωτικά ούτε στο ένα είδος ούτε στο άλλο, με κομμάτια που θα ακούγονταν ιδανικά στα πανηγύρια του μέλλοντος. [Μ.Π.]
Aκούστε ολόκληρο το άλμπουμ
Regressverbot
Music for Life Ordinary Machines
[Fabrika Records, 2016]
Κανένα άλλο συγκρότημα δεν αποτύπωσε τόσο έντονα τα χαμένα όνειρα μιας γενιάς που μεγάλωνε μέσα στην κρίση όπως οι Regressverbot. Με δυστοπικούς ηλεκτρονικούς ρυθμούς, στίχους γεμάτους απόγνωση, αδρεναλίνη και υπαρξιακό άγχος, σήμερα συνεχίζουν να ακούγονται πιο καίριοι από ποτέ. Από τους πιο γνήσιους απόγονους των Stereo Nova, των Χωρίς Περιδέραιο και της Λένας Πλάτωνος, ξεπήδησαν από την underground σκηνή της Θεσσαλονίκης και μιλούσαν την δική τους γλώσσα σε μια εποχή που η ουσία ήταν απαραίτητη όσο τίποτε άλλο. [Μ.Π.]
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ
Drug Free Youth
The Avocado Index
[Nowhere Street Music, 2012]
O Γιώργος Φωτόπουλος μπορεί να υμνούσε το κατσαπάνκ με τα Komodina 3 και πλέον να είναι ταγμένος στην electro pop με τους Nomos 751, όμως ως Drug Free Youth έφτιαξε ένα αμιγώς hauntology άλμπουμ, στοιχειωμένο από μουσικές στιγμές τους παρελθόντος. Το «Avocado Index» δεν είναι ούτε ακριβώς ψυχεδελικό ούτε progressive, αντίθετα πιο πολύ μοιάζει σαν να γράφτηκε από έναν τρελό επιστήμονα που σε κομμάτια σαν το αριστουργηματικό «Σύννεφα από καραμέλα» δίνει σάρκα και οστά σε μια φανταστική υποθετική συνεργασία του Γιώργου Ρωμανού με τους Broadcast, καταπατώντας οποιαδήποτε ηχητικά σύνορα. [Μ.Π.]
Σύννεφα από καραμέλα
Jay Glass Dubs
Epitaph
[Bokeh Versions, 2019]
Χρειάστηκαν περίπου 10 χρόνια και διάφορα σχήματα και μουσικά είδη ώστε ο Δημήτρης Παπαδάτος να καταφέρει επιτέλους να ξεκλειδώσει το πλήρες εύρος των ικανοτήτων του στο dub και τα ελληνικά στοιχεία. Και το έκανε ως Jay Glass Dubs με το φετινό άλμπουμ του, «Epitaph». Δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται σε μερικές από τις πιο βαρβάτες διεθνείς λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ του 2019. [Μ.Π.]
Sin Boy
Ka Gu Ras
[EMI, 2019]
Ο αυτοσαρκαστικός τίτλος του άλμπουμ δείχνει ότι έχει επίγνωση του τι είναι και πού απευθύνεται: σε ένα κοινό που πηγαίνει στα μπουζούκια, που έκανε ήρωα τον Παντελίδη και χρησιμοποιεί τη μουσική για να συνοδεύσει τη ζωή του, χωρίς να έχει και ιδιαίτερες απαιτήσεις. Ο Sin Boy, όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Εκτός από τον απόλυτο hit maker αυτής της δεκαετίας και είδωλο της πιτσιρικαρίας, είναι ένας αυτοδημιούργητος ποπ σταρ (με τη βοήθεια του YouTube και των social media) που αυτοκαταστράφηκε στο απόγειό του, αφήνοντας πίσω του έναν δίσκο που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο που έχει βγει στην Ελλάδα, με το ρεγκετόν στα καλύτερά του και τόσο ρηχούς στίχους όσο και όλα τα ανάλογα κομμάτια σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Ka Gu Ras είναι ο τέλειος ποπ δίσκος για όποιον μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ποπ μουσική σήμερα. [M.H]
Νατάσσα Μποφίλιου
Εισιτήρια Διπλά
[Lyra, 2010]
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας, το φοβερό τρίδυμο των Θέμη Καραμουρατίδη - Γεράσιμου Ευαγγελάτου - Νατάσσας Μποφίλιου βρισκόταν σε μια μεταιχμιακή φάση ως προς την απήχησή του σε ένα πιο mainstream κοινό. Τότε ήταν που παρέδωσαν το καλύτερο συνολικά άλμπουμ τους μέχρι τώρα, που ακουγόταν ως μια πλήρης ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Εδώ περιλαμβάνονταν μερικά αριστουργήματα («Το Μέτρημα», «Ο Λύκος», «Οι μεγάλες αγάπες», «Οι ομπρέλες του Demy», «Οι Πρώην», «Σε ξεχώρισα», «Το Ραντεβού»), τα οποία, στην έκρηξη της δημοφιλίας της Μποφίλιου, τραγουδήθηκαν ξανά και ξανά, επί σειρά ετών, στα live της και ακόμα τη χαρακτηρίζουν. [Αλέξανδρος Διακοσάββας]
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ
Μανώλης Γαλιάτσος
Πατρίδα χωρίς παράδεισο
[Largo, 2012]
Μ' ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη και μερικές εξαιρετικές μουσικές, ο συνθέτης Μανώλης Γαλιάτσος επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό του ακροατή, τοποθετώντας τον σε ένα περιβάλλον οπωσδήποτε ηρωικό, εντός του οποίου κυριαρχεί η έννοια της αποστολής και του χρέους. Μπαίνει όμως το ερώτημα: έχει τη δύναμη ένα άλμπουμ να επιτύχει κάτι τέτοιο; Την έχει, όταν η μουσική αντανακλά το χάρισμα του δημιουργού. Ο Γαλιάτσος, με τις σαφείς αναφορές στον Ένιο Μορικόνε, την αγάπη του για την κλασική, το ροκ και τη χατζιδακική μελωδία εισπράττει από τους οργανοπαίκτες του αληθινά ηχοχρώματα εγχόρδων, θαυμάσια πνευστά και επικά κρουστά, ολοκληρώνοντας ένα CD που ακούγεται ως ύμνος προς τον ευκλεή πεσόντα, αλλά ταυτοχρόνως και ως ελεγεία προς την ιερή πατρίδα που βουλιάζει, ατιμασμένη, μέσα στο ψέμα και την προδοσία. [Φ.Τ.]
Αϊδονολάλιο
Κόρε.Ύδρο.
Απλές ασκήσεις στον υπαρξισμό
[Inner Ear/ Ανούσια Ένταση, 2013]
Το εξαιρετικό ροκ άλμπουμ των Κόρε.Ύδρο. από-και-για την Κέρκυρα. Είναι ο τόπος, εννοούμε, που κατευθύνει τη γραφίδα του Π.Ε. Δημητριάδη στο χαρτί ή στο πεντάγραμμο. Από τη μια οι λυρικοί ποιητές του νησιού, οι Επτανήσιοι ποιητές αλλά και όσοι στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού με την ίδια ή παρόμοια (νεο)ρομαντική και λεπτοφυώς σαρκαστική γραφή, και από την άλλη οι θεσπέσιες μελωδίες, οι πολυφωνικές χορωδίες, οι μουσικές των καντουνιών, οι μπάντες με τα κόρνα, τα σαξόφωνα, τις τρομπέτες, τα τρομπόνια. Αυτοί είναι οι Κόρε.Ύδρο. στο μεγάλο, τελευταίο άλμπουμ τους. Ένα συγκρότημα που δεν θα μπορούσε να υπάρχει πουθενά αλλού στη χώρα, παρ' εκτός στην Κέρκυρα. [Φ.Τ.]
Γιώργος Κουβαράς
Επί Σκηνής
[Εκδόσεις Κ.Μ. Ζαχαράκης, 2019]
Το άλμπουμ αυτό θα μπορούσε να αποτελεί το ηχητικό ίζημα μιας θεατρικής παράστασης ή μάλλον πολλών ταυτοχρόνως, ικανών να αναγνωριστούν μέσω των ποικίλων κυμάτων που άλλοτε συμβάλλουν, άλλοτε συγκρούονται και άλλοτε οδεύουν ασύμβατα προς τον παρεχόμενο χώρο. Αυτά τα επίπεδα τού λόγου (που μπορεί να είναι απαγγελίες, ή τραγούδι, ή φωνήματα, ή προηχογραφημένα σπαράγματα) συνδυάζονται με ήχους, με μουσικές πρωτότυπες ή μη που εντάσσονται επιστημονικά στο γενικότερο σύστημα, δίνοντάς του ζωή. Ο Γιώργος Κουβαράς, κοντολογίς, ανασταίνει μια παλιά, προαιώνια πρακτική επικοινωνίας του λόγου με τη μουσική, γνωστή και ως «μουσική ρητορική», η οποία φαίνεται πως αποτελεί μιαν «άγνωστη χώρα» στη σύγχρονη πρωτοπορία. Σημαντικός δίσκος. [Φ.Τ.]
Μπάμπης Παπαδόπουλος
Παραλογές του Άχρηστου
[Puzzlemusik, 2019]
Έδωσε κι άλλα δυνατά άλμπουμ ο κιθαρίστας Μπάμπης Παπαδόπουλος μέσα στη δεκαετία, αλλά το «Παραλογές του Άχρηστου» είναι το ωραιότερο. Οι «Παραλογές» ακούγονται ως μια συλλογή, ως ένας δίσκος με ανέκδοτα, μα εντυπωσιακά ορχηστρικά, που φανερώνουν ατόφια διάθεση για πειραματισμό και ψάξιμο – δίχως να αποκλείεται, απ' αυτό το ψάξιμο, το λαϊκό και το πηγαίο. Δεν διαθέτουν πολλοί συνθέτες τούτη την ικανότητα: να είναι την ίδια στιγμή και radical και popular, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος μιας τέτοιας απόφασης. Γιατί πάντα θα υπάρχει ένα κόστος, όταν καταφέρνεις να συνδυάσεις σ' ένα άλμπουμ τόσο δημιουργικά το μπουζούκι ενός χασάπικου με το noise-rock και το γενικότερο «προχωρημένο». [Φ.Τ.]
Σείριος Σαββαΐδης
Πλανωδία
[G.O.D. Records, 2016]
Τι δροσούλα, τι καθαρό νεράκι είναι αυτό το LP! Τι αντίδοτο στην ανοησία και το ανυπόφορο λέγε-λέγε. Και δεν αναφερόμαστε στην τραγουδιστική ανοησία σώνει και καλά, μα στη γενικότερη. Στα φληναφήματα που διαχέονται σε ανυπολόγιστες ποσότητες στην κανονική και ψηφιακή ζωή, σκεπάζοντας κάτω από τους τόνους της ασημαντότητας τις λίγες (πάντα ήταν λίγες) διαυγείς και αμόλυντες φωνές. Μια τέτοια διαυγής και αμόλυντη φωνή είναι και αυτή του Σείριου Σαββαΐδη, που πηγάζει από τα ρουμάνια του Παγγαίου, για να χυθεί στο πέλαγο, πλημμυρίζοντας τη χώρα. Το φολκ άλμπουμ της δεκαετίας (και όχι μόνο). [Φ.Τ]
Άννα Στερεοπούλου
c_i_r_c_e: the black cut
[A Stereoscopic perspective of Music & Art, 2015]
Το «c_i_r_c_e: the black cut» είναι ένα από τα ωραιότερα αβαντ-ηλεκτρονικά έργα που έχουν ηχογραφηθεί έως σήμερα στην Ελλάδα. Η νέα συνθέτρια Άννα Στερεοπούλου έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Εδώ ακούγονται απολαυστικά κομμάτια, πλήρως υποβλητικά, που θα τα ζήλευαν ακόμη και οι Pink Floyd των mid-70s (δεν είναι υπερβολή), ενώ άλλα tracks έχουν έναν cosmic επικό χαρακτήρα, γειτνιάζοντας με το kraut των Tangerine Dream λόγου χάριν. Παρόλη την πρωταρχική συνθετότητα και πολυπλοκότητα του πρότζεκτ στην πράξη, το "c_i_r_c_e: the black cut" είναι ένα καθαρό έργο που δείχνει τον προσωπικό τρόπο και την ικανότητα της Στερεοπούλου να αναμετριέται με πολλές και διαφορετικές συνιστώσες, ελέγχοντας πλήρως τη συνισταμένη τους. [Φ.Τ.]
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO