Τις τελευταίες δεκαετίες, ο εκδοτικός κόσμος στην Ελλάδα συντονίζεται με όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό. Όποιο βιβλίο κάνει μεγάλη αίσθηση έξω αργά ή γρήγορα βρίσκει δίαυλο για να κυκλοφορήσει κι εδώ. Οι εξαιρέσεις, βέβαια, είναι μέσα στο πρόγραμμα. Και μια τέτοια ‒μάλλον τρανταχτή, αν σκεφτούμε τι θόρυβος είχε προκληθεί επί χούντας με αφορμή τις αποκαλύψεις του Λεωνίδα Χρηστάκη γύρω από τις υποτροφίες του Ιδρύματος Φορντ σε κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς‒ είναι η περίπτωση του «Who paid the piper?» της Βρετανίδας δημοσιογράφου και ιστορικού Φράνσις Στόνορ Σόντερς με θέμα τον ρόλο της CIA επί Ψυχρού Πολέμου στον τομέα του πολιτισμού.
Η συγκεκριμένη μονογραφία κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1999 και πυροδότησε τεράστια συζήτηση. Το ότι η CIA διατηρούσε κρυφές σχέσεις με γνωστά πανεπιστημιακά και πολιτιστικά ιδρύματα είχε γίνει γνωστό από τα μέσα της δεκαετίας του '60 χάρη σε ρεπορτάζ των «New York Times» και του καλιφορνέζικου ριζοσπαστικού περιοδικού «Ramparts», που προκάλεσαν στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα στην ιστορία τους. Το βιβλίο της Σόντερς, σπαρταριστό, μαχητικό, τεκμηριωμένο και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τη σύνδεση μεταξύ της CIA και του Συνεδρίου για την Καλλιτεχνική Ελευθερία (Congress for Cultural Freedom-CCF), ενός οργανισμού εξαιρετικά δραστήριου διεθνώς, που είχε εμφανιστεί ως αυθόρμητη πρωτοβουλία επιφανών Δυτικών διανοουμένων, ενέπνευσε στη συνέχεια κι άλλα κείμενα, όχι μόνο επιστημονικά αλλά και λογοτεχνικά.
Το «Who paid the piper?» ήταν από τα πρώτα βιβλία που συμβουλεύτηκε ο Ίαν ΜακΓιούαν για να γράψει το σπινθηροβόλο μυθιστόρημά του «Επιχείρηση Ζάχαρη» (μτφρ. Κ. Σχινά, Πατάκης), ενώ οι αποκαλύψεις του έδωσαν στον επίσης ιστορικό και δημοσιογράφο Στρατή Μπουρνάζο το ερέθισμα για να αναζητήσει τα ίχνη της δράσης του CCF στη χώρα μας.
Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ως την πτώση του Τείχους ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων σε στρατιωτικό επίπεδο ήταν όντως ψυχρός, αλλά στο πεδίο των ιδεών και των τεχνών υπήρξε θερμότατος.
Σήμερα πια, στους ακαδημαϊκούς κύκλους τουλάχιστον, είναι διαδεδομένο: από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ως την πτώση του Τείχους ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων σε στρατιωτικό επίπεδο ήταν όντως ψυχρός, αλλά στο πεδίο των ιδεών και των τεχνών υπήρξε θερμότατος. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, διοχέτευσαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε υποτροφίες καλλιτεχνών και διανοουμένων, στην έκδοση απαιτητικών περιοδικών, σε περιοδείες κλασικών και πρωτοποριακών μουσικών συνόλων, στη διοργάνωση φεστιβάλ και συνεδρίων, ακόμη και στη διάδοση ολόκληρων καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως η τζαζ και ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός.
Στο πλαίσιο του πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου άνθησε η προπαγάνδα και η υψηλή κουλτούρα καρπώθηκε τα μέγιστα. Κι ενώ η σχετική ξένη βιβλιογραφία, στο σύνολό της, παραμένει ανέκδοτη στη χώρα μας, οι πολιτιστικές εκφάνσεις αυτού του «πολέμου» κεντρίζουν το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων Ελλήνων ερευνητών, από τον Ευγένιο Ματθιόπουλο, τη Δέσποινα Παπαδημητρίου και τον Γιάννη Στεφανίδη μέχρι τη Δέσποινα Λαλάκη, την Αρετή Αδαμοπούλου, τον Χρίστο Μάη και τον Παύλο Μούλιο.
Τι στρατηγική ακολούθησαν εκείνη την περίοδο οι ΗΠΑ στην Ελλάδα, όπου, παρά την ήττα της αριστεράς στον Εμφύλιο και τον αντικομμουνιστικό προσανατολισμό των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων, η λαϊκή απήχηση της αριστεράς ήταν υπολογίσιμη και το αντιαμερικανικό αίσθημα ισχυρό; Ποιες ήταν οι μυστικές και ποιες οι επίσημες κινήσεις τους για να καταστήσουν ελκυστικότερη την εικόνα τους, να κατακτήσουν τον νου και τις καρδιές μας; Πώς έχτιζαν δίκτυα επιρροής σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς ήταν αριστεροί, γαλλοτραφείς ή και τα δύο μαζί; Πώς προωθούσαν τις αξίες τους, που θεωρούσαν οικουμενικές;
Το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο της Ζηνοβίας Λιαλιούτη «Ο "άλλος" Ψυχρός Πόλεμος - Η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα 1953-1973» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) και η διδακτορική διατριβή του Στρατή Μπουρνάζου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης για τη δράση στην Ελλάδα του CCF μεταξύ 1950 και 1967 (αναμένεται από τους Αντίποδες) αντιμετωπίζουν το ζήτημα με ψυχραιμία, φωτίζουν άγνωστες πλευρές του και εξετάζουν σε τι βαθμό οι αμερικανικές πρακτικές ήταν ή όχι αποτελεσματικές.
Ο Λέων Καραπαναγιώτης και ο Χρήστος Λαμπράκης, συστηματικοί αναγνώστες των «Encounter» και «Preuves», ζητούν από τον Τζόσελσον στήριξη για ένα μηνιαίο περιοδικό, το «Εποχές». Ο γενικός γραμματέας του Congress for Cultural Freedom (που συνδεόταν oργανικά με την CIA) τους προσφέρει απ' την πλευρά του 15.000 δολάρια για δύο χρόνια και προτεραιότητα στην επιλογή άρθρων από τα περιοδικά του οργανισμού για αποκλειστική δημοσίευση στα ελληνικά. Κανείς απ' όσους ενεπλάκησαν στην έκδοση του περιοδικού δεν έκανε ποτέ μνεία στην πηγή της χρηματοδότησής του.
Όπως επισημαίνεται και στις δυο μελέτες, ένας από τους βασικούς στόχους της αμερικανικής διπλωματίας ήταν να αποδομηθεί το στερεότυπο «περί πολιτιστικής κατωτερότητας» των ΗΠΑ που είχε εδραιωθεί και στις λαϊκές συνειδήσεις και στους κόλπους των ευρωπαϊκών ελίτ. Για την καταπολέμηση αυτού ακριβώς του κλισέ συγκροτήθηκε και το CCF. Το ιδρυτικό του συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Δυτικό Βερολίνο το 1950, σε μια περίοδο που για τους ιθύνοντες του δυτικού κόσμου το φιλειρηνικό κίνημα, το οποίο θέριευε τότε, δεν ήταν παρά προπέτασμα καπνού για την προώθηση του σοβιετικού επεκτατισμού. Η ίδρυσή του εμφανίστηκε ως πρωτοβουλία συγκεκριμένων προσώπων –ανάμεσά τους κορυφαίοι διανοούμενοι και συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Κέστλερ, ο Ινιάτσιο Σιλόνε, ο Άρθουρ Σλέσιντζερ ο νεότερος, ο Σίντνεϊ Χουκ‒, αλλά, ανεξάρτητα από το πόσοι και ποιοι ακριβώς το γνώριζαν, ήταν ένας οργανισμός που σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από τη CIA ως κομμάτι των μυστικών της επιχειρήσεων.
Μολονότι κινούνταν στο επίπεδο των ιδεών και της υψηλής κουλτούρας –δεν πολεμάς τον Μαρξ μόνο με την Κόκα-Κόλα‒, η σύλληψη και η στόχευση του CCF ήταν πολιτική. Βασικά ζητούμενα, σημειώνει ο Μπουρνάζος, ήταν να δημιουργηθεί ένα πεδίο διαλόγου ανάμεσα στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, να αποδομηθεί η όποια θετική εικόνα της ΕΣΣΔ λόγω της συμβολής της στην ήττα του ναζισμού, να αμφισβητηθεί η ηγεμονία της κομμουνιστικής αριστεράς στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων και να ενισχυθούν οι φωνές της μη κομμουνιστικής αριστεράς, των σοσιαλιστών, των πάσης φύσεως διαφωνούντων με το σοβιετικό καθεστώς.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς: πώς είναι δυνατόν, σε μια περίοδο κατά την οποία εκκολάπτεται το κυνήγι μαγισσών υπό τον Τζόζεφ ΜακΚάρθι, μια οργάνωση σαν τη CIA να αναπτύσσει μια τόσο προωθημένη δράση, υποστηρίζοντας τον χώρο της μη κομμουνιστικής αριστεράς; Σήμερα μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά, όπως εξηγεί ο Μπουρνάζος, τη στιγμή που συγκροτείται το Συνέδριο για την Καλλιτεχνική Ελευθερία, η CIA μετράει μόλις τρία χρόνια ζωής, αποτελώντας σε μεγάλο βαθμό συνέχεια του Office of Strategic Services (ΟSS) που είχε δημιουργηθεί το 1942 για τον αγώνα κατά του Άξονα, το οποίο είχε εν πολλοίς στελεχωθεί με αποφοίτους κορυφαίων πανεπιστημίων και νεαρούς δυναμικούς δικηγόρους της Γουόλ Στριτ. «Το πορτρέτο του διευθυντικού στελέχους της CIA εκείνης της εποχής», γράφει, «απέχει πολύ από τη στερεοτυπική φιγούρα του πράκτορα με τον σηκωμένο γιακά της καπαρντίνας. Κατά κανόνα, πρόκειται για νεαρούς που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά ως προοδευτικοί φιλελεύθεροι και κληρονόμοι του New Deal, απόφοιτοι ή και διδάσκοντες των φημισμένων πανεπιστημίων της Ivy League, που θέλουν να αποτελέσουν μέλη της προοδευτικής πολιτικοπολιτιστικής ελίτ».
Από το 1950 ως το 1967, οπότε αποκαλύφθηκαν οι δεσμοί του με τη CIA και κατέρρευσε, το CCF θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο, πολυπλόκαμο οργανισμό με έδρα το Παρίσι και εθνικά τμήματα σε 35 χώρες, ο οποίος, χάρη στο εύρος και την ποιότητα των περιοδικών του (ανάμεσά τους το βρετανικό «Encounter» και το γαλλικό «Preuves»), των συνεδρίων, των συναυλιών και των εκθέσεων που διοργανώνει, θα χαρακτηριστεί το πολιτιστικό ισοδύναμο του Σχεδίου Μάρσαλ! Η ιστορία του, εντούτοις, αναγνωρίζει ο Μπουρνάζος «δεν είναι μια απλή ψυχροπολεμική ιστορία ούτε μια ιστορία συνωμοσίας. Στον χώρο της διανόησης, σε διεθνές επίπεδο, το CCF δημιούργησε έναν νέο πολιτικό και πολιτισμικό χώρο κι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που εξακολουθεί να προξενεί συζητήσεις και αντιπαραθέσεις». Στη χώρα μας, πάντως, όπως φαίνεται από την εξονυχιστική έρευνα του ίδιου στο αρχείο του οργανισμού στη Regenstein Library στο Σικάγο, η δράση του υπήρξε μικρή ‒ «δεν ανακάλυψα κάτι συγκλονιστικό» ομολογεί.
Παρά τη συμμετοχή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στο ιδρυτικό του συνέδριο, η σχέση της Ελλάδας με το CCF ξεκινάει ουσιαστικά το 1952, όταν ένα πρόσωπο των παρασκηνίων, ένας «δημοσιογράφος, ανταποκριτής ξένων εντύπων», όπως συστήνεται, ο σφόδρα αντικομμουνιστής και χωρίς μεγάλο διανοητικό εκτόπισμα Μανώλης Κόρακας, πιάνει επαφή με τον Μάικλ Τζόσελσον, τον επιτετραμένο της CIA στην κορυφή του οργανισμού. Για τα επόμενα δέκα χρόνια οτιδήποτε σχετίζεται με τη δράση του CCF στην Ελλάδα –κάποια διάσπαρτα δημοσιεύματα, κάποιες επαφές με πεφωτισμένους αστούς, η φιλοξενία ενός διεθνούς συνεδρίου στη Ρόδο, ένα τηλεγράφημα υποστήριξης στον Μπόρις Πάστερνακ‒ θα περνάει απ' τα χέρια του.
Στα χρόνια του '50 ο «κόσμος» του CCF εδώ απαρτίζεται κυρίως από προσωπικότητες που εμφανίζονται στις εκδηλώσεις του στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα, όπως οι Γιώργος Θεοτοκάς, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Αιμίλιος Χουρμούζιος και Κωνσταντίνος Δοξιάδης, από τον δημοσιογράφο Βάσο Βασιλείου και τον επικεφαλής της εταιρείας δημοσίων σχέσεων «Δεσμός» Μάνο Παυλίδη (που αναλαμβάνουν διαδοχικά, για σύντομο διάστημα και με επαγγελματικούς όρους, τη μετάφραση και διοχέτευση στον Τύπο άρθρων που εκφράζουν την οπτική του CCF), από τον δημοσιογράφο Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου, που θα επιλεγεί για να προλογίσει τον τόμο «Τέχνη, Επιστήμη και Ελευθερία» (τη μοναδική έκδοση του CCF στα ελληνικά, με κείμενα των Μαλρό, Μπρετόν, Σιλόνε, Κέστλερ και Αρόν) και από τον Πέτρο Χάρη, διευθυντή της «Νέας Εστίας», το κύρος και το αντικομμουνιστικό στίγμα της οποίας την καθιστούν κατάλληλο υποδοχέα των ιδεών του οργανισμού.
Η συνεργασία, ωστόσο, με τη «Νέα Εστία» δεν θα προχωρήσει, καθώς το 1958 ο Μανώλης Κόρακας εκδίδει ένα δεκαπενθήμερο σοσιαλιστικό περιοδικό, χρήσιμο στην αντικομμουνιστική εκστρατεία, τη «Διεθνή Ζωή», που, αν και περιθωριακό, όχι μόνο χρηματοδοτείται από τους Αμερικανούς αλλά καρπώνεται πληθωρική διαφημιστική στήριξη από μεγάλες επιχειρήσεις και κρατικούς φορείς.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '50, εντούτοις, καθώς το CCF γίνεται περισσότερο ευέλικτο ιδεολογικά, η συνεργασία με τον Κόρακα ξεθυμαίνει μέχρι που το '63 σταματάει και ένα άλλο έντυπο επιλέγεται για να εκφράσει τις ιδέες του, οι «Εποχές». Ο Λέων Καραπαναγιώτης και ο Χρήστος Λαμπράκης, συστηματικοί αναγνώστες των «Encounter» και «Preuves», ζητούν από τον Τζόσελσον στήριξη για ένα μηνιαίο περιοδικό, παρεμβατικό στον χώρο των ιδεών και του πολιτισμού, υπό τη διεύθυνση του Άγγελου Τερζάκη, με διανοούμενους περιωπής για συνεργάτες και με φιλελεύθερο προοδευτικό προφίλ. Ο γενικός γραμματέας του CCF τους προσφέρει απ' την πλευρά του 15.000 δολάρια για δύο χρόνια και προτεραιότητα στην επιλογή άρθρων από τα περιοδικά του οργανισμού για αποκλειστική δημοσίευση στα ελληνικά.
Εξώφυλλα περιοδικών του Congress for Cultural Freedom:
Η παραπάνω σχέση, τονίζει ο Μπουρνάζος, έχει μείνει ως τώρα εντελώς άγνωστη. Κανείς απ' όσους ενεπλάκησαν στην έκδοση του περιοδικού δεν έκανε ποτέ μνεία στην πηγή της χρηματοδότησής του. Όπως εικάζει ο ίδιος, η σιωπή τους ίσως οφείλεται στον σάλο που προκλήθηκε από τις αποκαλύψεις για τους οργανικούς δεσμούς μεταξύ CCF και CIA. Το σίγουρο, όμως, είναι πως μέχρι να ανασταλεί η έκδοσή τους, τον Απρίλιο του '67, παρά την πολιτική τους στάση –κριτική υποστήριξη της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και άρνηση του σοβιετικού μοντέλου‒, οι «Εποχές» είχαν τέτοια ποιότητα γραφής και περιεχομένου που μόνο για προπαγάνδα δεν θα μπορούσε να τις κατηγορήσει κανείς. Σε αντίθεση, μάλιστα, με ορισμένους συνεργάτες της «Διεθνούς Ζωής», όπως ο Βύρων Σταματόπουλος και ο Θ. Παπακωνσταντίνου, που στελέχωσαν τη χούντα, εκείνοι των «Εποχών» αντιτάχτηκαν στο στρατιωτικό καθεστώς. Άλλωστε, οι μισοί από τους συμμετέχοντες στα εμβληματικά «Δεκαοχτώ κείμενα» (Κέδρος, 1970) –Αναγνωστάκης, Αργυρίου, Βαλτινός, Κάσδαγλης, Αλ. Κοτζιάς, Κουμανταρέας, Μαρωνίτης, Ρούφος, Σινόπουλος, Τσίρκας‒ έγραφαν τακτικά ή σποραδικά στις σελίδες του περιοδικού.
Πέρα από τη μοιραία επιλογή του Κόρακα, την ισχνή παρουσία της «μη κομμουνιστικής αριστεράς» εδώ, τη σταδιακή ιδεολογική σύγκλιση των διανοουμένων τα ταραγμένα χρόνια του '60 και τον διάχυτο στην κοινωνία αντιαμερικανισμό, μία ακόμα αιτία για την υποτονική δράση του CCF εδώ, σύμφωνα με τον Μπουρνάζο, είναι η ελάχιστη σημασία που δόθηκε στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ξεψαχνίζοντας την αλληλογραφία των στελεχών του οργανισμού με τους ανθρώπους του στην Ελλάδα, ο ίδιος δεν συνάντησε αναφορές στον πρόσφατο Εμφύλιο, στις αναδιατάξεις στην οικονομία ή στον ρόλο της Εκκλησίας, ούτε τη δέουσα προσοχή στο αγκάθι του Κυπριακού.
Μία ακόμα αιτία για την υποτονική δράση του CCF εδώ, σύμφωνα με τον Μπουρνάζο, είναι η ελάχιστη σημασία που δόθηκε στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ξεψαχνίζοντας την αλληλογραφία των στελεχών του οργανισμού με τους ανθρώπους του στην Ελλάδα, ο ίδιος δεν συνάντησε αναφορές στον πρόσφατο Εμφύλιο, στις αναδιατάξεις στην οικονομία ή στον ρόλο της Εκκλησίας, ούτε τη δέουσα προσοχή στο αγκάθι του Κυπριακού.
Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και η Ζηνοβία Λιαλούτη, η έρευνα της οποίας επικεντρώνεται στους επίσημους μηχανισμούς της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας, τους φανερούς. Στην κορυφή των τελευταίων δεσπόζει η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (USIA) που συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ το 1953 και στην οποία εντάχθηκαν σχεδόν όλα τα πολιτιστικά προγράμματα που λειτουργούσαν ήδη από το τέλος του πολέμου στις χώρες του εξωτερικού, της δικής μας συμπεριλαμβανομένης. Eπί Ψυχρού Πολέμου η USIA ενορχηστρώνει, πάντα εκτός ΗΠΑ, από την ίδρυση ραδιοφωνικών σταθμών, όπως ο Voice of America, μέχρι μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, και από την προώθηση των αμερικανικών σπουδών μέχρι εκτεταμένα προγράμματα επισκέψεων και ανταλλαγών φοιτητών, καλλιτεχνών, δημοσίων προσώπων και πολιτικών.
Το Κολλέγιο Αθηνών, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, η Ελληνοαμερικανή Ένωση, είναι μερικοί μόνο από τους θεσμούς που ενισχύθηκαν στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα δημόσια πρόσωπα που κλήθηκαν να επισκεφτούν τις ΗΠΑ ώστε να μεταλαμπαδεύσουν έπειτα εδώ τις εμπειρίες τους θα συναντήσουμε τον Μ. Καραγάτση και αρκετούς από τον κύκλο του CCF (Δοξιάδη, Λαμπράκη, Καραπαναγιώτη, Θεοτοκά, Μυριβήλη, Βενέζη), ανερχόμενους πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, την εκδότρια Ελένη Βλάχου, τον τεχνοκριτικό Άγγελο Προκοπίου, τον καλλιτεχνικό ατζέντη Θεόδωρο Κρίτα, καθώς και τους Ευάγγελο Παπανούτσο και Ι.Θ. Κακριδή, πρωταγωνιστές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, την οποία οι ΗΠΑ έβλεπαν πολύ θετικά – στο βιβλίο της Λιαλιούτη παρατίθενται εξαντλητικοί πίνακες με ονόματα.
Ιδού, όμως, και μια γεύση από τη δράση της USIA στην Αθήνα του '50, όπως τη μεταφέρει ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο του «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (Κέδρος), στο κεφάλαιο όπου ανακαλεί τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι:
«Ένα τετράγωνο πιο πάνω από το θεατράκι του Κουν, στο Μετοχικό Ταμείο, η Αμερικάνικη Υπηρεσία Πληροφοριών είχε εγκαταστήσει ένα καμαράκι μουσικής. Υπεύθυνη σ' αυτό ήταν η Καίτη Κασιμάτη, μια νέα δραστήρια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη –μετέπειτα κυρία Μυριβήλη, νύφη του συγγραφέα‒ που με αυταρχικότητα για τους άτακτους ακροατές και γλυκύτητα για τους αφοσιωμένους μάς έβαζε στο πικάπ τους ολοκαίνουριους τότε δίσκους των 33 στροφών με έργα Αμερικανών συνθετών: Μπάρμπερ, Γκέρσουιν, Κόπλαντ, Άιβς. Κι αν τον Γκέρσουιν τον ξέραμε από τις αμερικάνικες ταινίες, τους υπόλοιπους τους ακούγαμε για πρώτη φορά. Στο καμαράκι αυτό συγκεντρωνόταν η ανήσυχη νεολαία της εποχής, παιδιά φανατικά για γράμματα και μουσική...»
Το ότι η μουσική αποτελούσε ισχυρό όπλο της αμερικανικής διπλωματίας φαίνεται και από το πρόγραμμα Jazz Ambassadors του State Department, χάρη στο οποίο επισκέφτηκαν την Ελλάδα κορυφαίοι τζαζίστες, αρχής γενομένης με τον Ντίζι Γκιλέσπι που, το 1956, ολοκλήρωσε στην Αθήνα τη διεθνή περιοδεία του. Τον τόνο στην τζαζ σκηνή έδιναν οι Αφροαμερικανοί μουσικοί και η επιλογή της ως πολιορκητικού κριού για την κατάκτηση της νεολαίας δεν ήταν τυχαία. Λειτουργούσε ως μια έμπρακτη διαφήμιση της φυλετικής ισότητας σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ κατηγορούνταν για ρατσισμό και επιπλέον υπογράμμιζε το χάσμα με τη Σοβιετική Ένωση, καθώς εκεί η τζαζ βρισκόταν σε δυσμένεια και αντιμετωπιζόταν ως προϊόν «εκφυλισμού της αστικής κουλτούρας».
Στην προσπάθεια να ανατραπεί η πεποίθηση ότι πολιτιστικά οι ΗΠΑ αποτελούν «έρημη χώρα», τη δεκαετία του '50 η USIA στήνει μια σειρά από βιβλιοθήκες στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και στην Καβάλα, διοχετεύει άρθρα για τον σύγχρονο αμερικανικό πολιτισμό στα «Νέα», στο «Βήμα» και στη «Νέα Εστία», ενώ παράλληλα φροντίζει για τη μετάφραση και έκδοση σημαντικών έργων της κλασικής και της νεότερης αμερικανικής λογοτεχνίας, από Μάρκ Τουέιν, Μέλβιλ, Χόθορν και Χένρι Τζέιμς μέχρι Φόκνερ, Φλάνερι Ο'Κόνορ και Μπέρναρντ Μάλαμουντ,αναπτύσσοντας σταδιακά δεσμούς με διάφορους εκδοτικούς οίκους, από τον Ίκαρο, την Εστία και τον Φέξη μέχρι τους Ι.Ν. Ζαχαρόπουλο και Πεχλιβανίδη-Ατλαντίς.
Την ίδια περίοδο, βέβαια, όπως αναφέρει η Λιαλιούτη, η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών θεωρεί «πολύ γόνιμη» τη συνεργασία της με το υπουργείο Προεδρίας και τον επικεφαλής του Κωνσταντίνο Τσάτσο σε ό,τι αφορά την αντικομμουνιστική «προσπάθεια» που γίνεται στην ελληνική επαρχία μέσω κινητών δανειστικών βιβλιοθηκών. Στη λίστα με τα βιβλία που μοιράζουν οι τελευταίες δεν υπάρχει ούτε ένας λογοτεχνικός τίτλος, ενώ περισσεύουν τα πονήματα εναντίον των «κομμουνιστοσυμμοριτών». Στα χαρτιά γίνεται λόγος για επιμόρφωση και ψυχαγωγία των ανθρώπων της υπαίθρου, αλλά στην πράξη γίνεται ιδεολογική κατήχηση...
Το παραπάνω παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό των ορίων που είχε η απόπειρα πολιτιστικής διείσδυσης των ΗΠΑ στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όπου ο λόγος του επίσημου κράτους ήταν σοβιετοφοβικός και συνωμοσιολογικός. Κι αργότερα, όμως, όταν η USIA συνεργάζεται με θεσμούς όπως το Φεστιβάλ Αθηνών, ώστε να αντισταθμίσει την εντυπωσιακή εκπροσώπηση σ' αυτό σχημάτων από την ΕΣΣΔ, ή όταν το Ίδρυμα Φορντ δίνει υποτροφίες σε σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες που αντιστρατεύονταν το δικτατορικό καθεστώς –Τσίρκας, Μαρωνίτης, Κακριδής, Ελύτης, Σαχτούρης, Καρούζος, Θ. Αγγελόπουλος, Π. Βούλγαρης κ.ά.‒, ακόμα και τότε οι ΗΠΑ αδυνατούν να αποκτήσουν σημαντική πρόσβαση σε κρίσιμα στρώματα του πληθυσμού, όπως η φοιτητική νεολαία, ή να κάμψουν την καχυποψία του ευρύτερου κόσμου του πνεύματος απέναντί τους.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, εξηγεί η Λιαλιούτη, η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν από τους Αμερικανούς ως μια χώρα που, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, ήταν πιο κοντά στις χώρες της Μέσης Ανατολής πάρα σ' εκείνες του δυτικού κόσμου και ως εκ τούτου θεωρούσαν πως η εκσυγχρονιστική τους δράση θα διευκόλυνε την υλοποίηση της αντικομμουνιστικής ατζέντας τους. Στην πράξη, όμως, αυτοί οι δύο στρατηγικοί στόχοι –αντικομμουνισμός από τη μια, εκσυγχρονισμός από την άλλη‒ λειτουργούσαν αντιφατικά. Η αμερικανική πλευρά δεν μπόρεσε να κατανοήσει πώς συνδέονταν εδώ «η ιστορική μνήμη της κατοχικής περιόδου, η διαδικασία ανασυγκρότησης της εθνικής ταυτότητας κατά τη μεταπολεμική περίοδο και ο ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων ως φορέων αντίστασης στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου». Ο κόσμος έμαθε αγγλικά, αλλά τα αντιαμερικανικά του αισθήματα, ειδικά μετά την 21η Απριλίου, φούντωσαν...
σχόλια