— Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη φωτογραφία; Υπήρξε κάτι που σε επηρέασε καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση;
Θα μπορούσα να πω ότι ξεκίνησα από παιδί αλλά αυτό θα ήταν μισή αλήθεια και μισό ψέμα. Από τη μία είχα από πολύ μικρός μεγάλη αγάπη για το κινηματογράφο και με ενδιέφερε πάρα πολύ όχι μόνο η αφηγηματική διάσταση του, αλλά και το πώς γίνονταν οι ταινίες. Ταυτόχρονα είχα, μέσω του πατέρα μου, που είναι αρχιτέκτονας και έχει λατρεία για τη φωτογραφία, πρόσβαση σε βιβλία και περιοδικά ειδικού τύπου στα οποία ήταν συνδρομητής και από τη μητέρα μου σε μία ποικιλία πηγών και ερεθισμάτων γύρω από τη σύγχρονη τέχνη.
Από την άλλη και μέχρι τις σπουδές μου η φωτογραφία για μένα ήταν ένα εργαλείο καταγραφής και όχι εικαστικό μέσο. Το έβλεπα τελείως ερασιτεχνικά και δεν είχα σκοπό να εμβαθύνω στο αντικείμενο.
Αυτό φυσικά άλλαξε όταν πήγα στη σχολή και η μεγάλη μεταστροφή μου προς την εικαστική διάσταση της φωτογραφίας και τη σύγχρονη τέχνη έγινε όταν ήμουν στη Γερμανία για Erasmus στο Folkwang, όπου είχαμε καθηγητή τον Jörg Sasse, ο οποίος με έκανε να καταλάβω ότι ήξερα πραγματικά πάρα πολύ λίγα για τις δυνατότητες του μέσου, και μετά όταν επέστρεψα και άρχισα να παρακολουθώ το εργαστήριο του Νίκου Παναγιωτόπουλου.
Η ικανοποίηση ως προς ένα έργο μου είναι κάτι τόσο εφήμερο που σχεδόν δεν καταγράφεται ως συναίσθημα. Με το που ολοκληρωθεί ένα έργο, ήδη σκέφτομαι στην καλύτερη περίπτωση το επόμενο και στη χειρότερη το τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά.
— Πότε αισθάνεσαι ικανοποιημένος με μια φωτογραφία σου;
Είναι λίγο κλισέ, αλλά η ικανοποίηση ως προς ένα έργο μου είναι κάτι τόσο εφήμερο που σχεδόν δεν καταγράφεται ως συναίσθημα. Με το που ολοκληρωθεί ένα έργο, ήδη σκέφτομαι στην καλύτερη περίπτωση το επόμενο και στη χειρότερη το τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά.
— Μένεις στο Λονδίνο. Τι σου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση τις τελευταίες φορές που έχεις γυρίσει στην Αθήνα;
Πλέον, καθότι το στούντιο μου είναι στην Αθήνα, περνάω πιο πολύ χρόνο εδώ σε σχέση με τη προηγούμενη δεκαετία. Αυτό που μου κάνει την πιο μεγάλη εντύπωση θα έλεγα ότι είναι το πόσο δύσκολο και αγχωτικό έχει γίνει το ζήτημα της στέγασης, είτε για επαγγελματικό χώρο είτε για οικιστικό. Είναι ένα μόνιμο θέμα συζήτησης, το οποίο ήταν χαρακτηριστικό του Λονδίνου π.χ., αλλά στην Αθήνα δεν το είχαμε. Η δυσκολία του να βρει κάποιος χώρο στο κέντρο της πόλης.
—Πες μου λίγα λόγια για το event στο Void.
Το event αυτό είναι ένας επίλογος της ατομικής μου έκθεσης που είχε γίνει στον ίδιο χώρο τον Σεπτέμβριο του 2019 και είναι μέρος της σειράς Unlikely Outcomes. Η συγκεκριμένη σειρά είναι ένα μόνιμο work-in-progress, ένα πειραματικό έργο με βάση την εικόνα, όπου ο καλλιτέχνης ερευνά τα όρια της αφήγησης μέσα στα πλαίσια της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης.
Οι εικόνες του Unlikely Outcomes χρησιμοποιούνται και επαναχρησιμοποιούνται, ορίζοντας διαφορετικά χρονικά και χωρικά σημεία, με τον καλλιτέχνη να εστιάζει όχι στο τι είναι αυτό που αναπαρίσταται, όσο στην επιλογή του τρόπου της αναπαράστασής. Το event στις 16 Ιανουαρίου είναι μία συνεργασία με την επιμελήτρια σύγχρονης τέχνης, Μυρτώ Κατσιμίχα, και του μουσικού σχήματος Ramdat, όπου στοιχεία της σειράς που δεν είχαν δειχτεί στην ατομική έκθεση μετουσιώνονται και επαναπροσδιορίζονται.
Το Unlikely Outcomes: An Improvision μάς καλεί να κοιτάξουμε το απρόβλεπτο. Κάθε μέλος των Ramdat αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει ένα από τα έργα της έκθεσης με στόχο τη δημιουργία μίας διαλογικής σύνθεσης που θα προκύψει επιτόπου. Μέσα από μια διαδραστική αλληλεπίδραση εικαστικών και ηχητικών στοιχείων διερευνώνται τα όρια των κατασκευασμένων μας αντιλήψεων μέσα από τη δημιουργία ενός έργου, το οποίο αντηχεί έναν χώρο και έναν χρόνο σε διαρκή κίνηση. H στιγμιαία ύπαρξή του μεταμορφώνει έναν κόσμο τον οποίο παράλληλα καταγράφει.
— Στο Void οι φωτογραφίες σου θα παρουσιαστούν δίπλα σε αυτές της Melina Wicht. Τι συνδέει τα έργα σας;
Σε πρώτη ανάγνωση δεν υπάρχει άμεση σύνδεση. Το έργο της Melina είναι πολύ προσωπικό, καθώς εμπνέεται από τη σχέση που είχε με την Ελλάδα –ως μισή Ελληνίδα, που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελβετία– πριν έρθει στην Αθήνα και από τη νέα συνθήκη που έχει δημιουργηθεί τώρα, που έχει ζήσει έξι μήνες εδώ. Έχουν το δικό τους αυτόνομο χαρακτήρα και το εσωτερικό τους αφήγημα διαφέρει από τα δικά μου έργα.
Υπάρχει όμως μια κοινή λογική στο πώς έγινε η επιλογή και η εγκατάστασή των εικόνων που παρουσιάζει. Γι' αυτό τον λόγο και τα έργα της θα αποτελέσουν τη βάση για το encore των Ramdat. Ή την εισαγωγή. Αναμένω και εγώ να δω τι θα επιλέξουν.
— Τι έχεις μάθει μέσα από τη φωτογραφία, το οποίο αλλιώς δεν θα το γνώριζες;
Δεν ξέρω αν δεν θα το μάθαινα αλλιώς, αλλά θα έλεγα ότι άρχισα να καταλαβαίνω και να αποδέχομαι καλύτερα τους περιορισμούς που υπάρχουν εγγενώς στα πράγματα από τη φύση τους. Η φωτογραφία είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα όταν πλέον συνειδητοποιήσει κάποιος ποιες ιδέες δεν μπορεί να εκφράσει μέσα από αυτό το μέσο. Δεν κάνει τα πάντα και κάποια τα κάνει, αλλά όχι τόσο καλά.
— Υπάρχει κάποιο νέο project με το οποίο ασχολείσαι αυτήν τη στιγμή; Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Υπάρχουν πολλά που τρέχουν παράλληλα και ελπίζω ότι θα παρουσιαστούν μέσα στο 2020 στην Αθήνα. Πρόκειται για μία ομαδική έκθεση και για μία περιορισμένη έκδοση ενός portfolio από fine art prints. Αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι και στη διαδικασία προετοιμασίας για την παραγωγή ενός έργου στο πλαίσιο της Industrial Biennale που θα γίνει στην Κροατία τον Ιούλιο.
Παράλληλα τρέχει το πρόγραμμα Lucy Art Residency στην Καβάλα, του οποίου είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής, και φέτος είναι η τέταρτη χρονιά λειτουργίας του. Και τέλος, αν όλα πάνε καλά, θα γίνει το τρίτο και τελευταίο μέρος του A Hollow Place, ενός project που τρέχουμε μαζί με τον Christian Oxenius σε μια σπηλιά στο Θησείο.
Unlikely οutcomes: An improvision
16/1, 20:00
Void (Τούσα Μπότσαρη 20)
σχόλια