Ο Κώστας Βουτσάς είχε πατήσει τα τριάντα όταν έπαιξε τον «Μπίσμπιρα» στον «Κατήφορο» (1961). Ένα χρόνο αργότερα ήταν ο κατά συρροή μετεξεταστέος «Ρένος Καρανίκας» που προσπαθούσε μάταια να πάρει απολυτήριο γυμνασίου με κάθε μέσο, στην ταινία «Νόμος 4000». Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης, που παίζει τον συμμαθητή του και διστακτικό ζεν πρεμιέ της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη, ήταν μια δεκαετία νεότερος.
Κανείς όμως φυσικά δεν θα καθόταν να θέσει ζήτημα «πειστικότητας», πρώτον επειδή μιλάμε για σινεμά και δεύτερον επειδή ο Βουτσάς παρουσιάστηκε, από το πουθενά σχεδόν, σ' αυτά τα δύο μοντέρνα και trendy (ασχέτως της συντηρητικής τους προδιάθεσης) νεανικά / «κοινωνικά» δράματα της εποχής, ως ιδανικός εκπρόσωπος ενός νέου τύπου ανερμάτιστου μετα-εφήβου, αιωνίως (ως απεδείχθη) νεανία, με ξενόφερτες παραστάσεις και σαφή ροπή προς τις «κακές» και παραβατικές έξεις της πρώιμης τότε νεανικής υποκουλτούρας.
Αυτή ήταν η ιδιαιτερότητά και η σημασία του ως αρχετυπική φιγούρα του βιομηχανικού ελληνικού σινεμά, πέραν βεβαίως της πρωτοφανούς άνεσης, αυτοπεποίθησης και φυσικότητας κινήσεων που επιδείκνυε απέναντι στην κάμερα. Ο Βουτσάς αντιπροσώπευε (και αντιπροσωπεύει, καθότι οι ταινίες της ακμής του εμπορικού κινηματογράφου είναι απέθαντες, ασχέτως αν ο ίδιος ήταν ένας από τους ελάχιστους τελευταίους επιζώντες εκείνου του σταρ σύστεμ) μια ολόκληρη – και μάλλον διαταξική – κατηγορία «νέων της εποχής», ακόμα κι αν στην πραγματικότητα εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του και μια sui generis ευζωικότητα, ειδικότητα κτηθείσα ίσως – ως μηχανισμός αυτοσυντήρησης – στις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσε.
Παρότι ο ίδιος είχε προλάβει κανονικά να ζήσει κατοχή - εμφύλιο, κατέληξε να αντιπροσωπεύσει την (ελαφρώς μεταγενέστερη) ελληνική νεολαία του άστεως που μαζικά πλέον έδειχνε ότι λαχταρά να ξεφύγει από τα δεσμά της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, της εγχώριας μικροαστικής ηθικής και της ηθογραφικής κουλτούρας εν γένει. Της νεολαίας που διψούσε για ντόλτσε βίτα, κλαμπ, πάρτι, ράλι, μποσανόβα, ουίσκι, σέικ, αμερικάνικα τσιγάρα και για όλα τα υπόλοιπα ακαταμάχητα θέλγητρα που πρόβαλλε το «ξένο» σινεμά.
Όταν μοιράστηκαν λοιπόν τα αρχέτυπα πρωταγωνιστών στο βασίλειο του Φίνου, ο Βουτσάς έλαβε δικαιωματικά τον ρόλο του «τεντιμπόυ». (Είμαστε περίεργος λαός πάντως: τόση «αμερικανιά» τριγύρω σε σινεμά και μουσική κι εμείς βρήκαμε να υιοθετήσουμε μια βρετανική περιθωριακή νεανική υποκουλτούρα, πριν καν εμφανιστούν οι Beatles στο προσκήνιο). Υπήρξαν σίγουρα και πιο αυθεντικοί «τεντιμπόιδες» στο σινεμά και στη ζωή – ο Αλέκος Τζανετάκος φερ΄ειπείν, ασχέτως αν του είχε αποδοθεί κυρίως ο ρόλος του καρπαζοεισπράχτορα – ο Βουτσάς όμως είχε το ανάλογο εκτόπισμα για να δώσει μαζική υπόσταση σε μια περιθωριακή ιδιότητα.
Ο τίτλος σφραγίστηκε και επίσημα στην ταινία «Τέντυ Μπόι αγάπη μου» του 1965 ενώ δύο χρόνια μετά στον «Γαμπρό από το Λονδίνο» υποδύθηκε κάποιον που βρέθηκε να υποδύεται έναν «αυθεντικό» Άγγλο τεντιμπόι που λεγόταν Τζακ Τέιλορ. Χωρίς την περούκα όμως, ήταν απλώς ένας αόρατος μέσος Έλληνας που η ταυτότητα του έγραφε «Κώστας Παπαδόπουλος, γεννηθείς εν Καλαμάτα» («πατέρα, έχει η Αγγλία Καλαμάτα;»).
Κάπου εκεί έληξε η θητεία του ως υπόδειγμα ζωηρού, κακομαθημένου (και αμυδρώς «μαμάκια») αλλά όχι «αντικοινωνικού» τεντιμπόι, για να περάσει σε πιο ενήλικους/μεσήλικες χαρακτήρες σε καμιά πεντακοσαριά ταινίες που γύρισε ακολούθως, σε όλους σχεδόν όμως υπήρχαν στοιχεία αυτής της χαβαλέ και ζαμανφού προδιάθεσης που τον χαρακτήριζε, σα να αντηχεί αιώνια η μόνιμη επιθυμία του στις ταινίες του '60, «να ανοίξω ένα κλαμπάκι να γίνει της ανωμαλίας».
«Εμένα δεν μ' αρέσει το σκοτάδι, μ' αρέσει ο ήλιος», λέει ως Άρης (από το Αριστείδης!) στο «Ένα κορίτσι για δύο» (1963) στον μεγαλύτερο αδελφό του, τον εσώκλειστο «σοφό» Κίμωνα του Αλέκου Αλεξανδράκης, σα να λέει «τα σκοτάδια είναι ωραία μόνο για φλερτ και φίλημα και όλα τα σχετικά».
σχόλια