Γνωστός ήδη στην Ελλάδα από την Πτώση των Οθωμανών (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και με τεράστια φήμη στο εξωτερικό, ο ιστορικός και πανεπιστημιακός Γιουτζίν Ρόγκαν εξακολουθεί να φωτίζει άγνωστες πτυχές της Ιστορίας όχι μόνο από την πλευρά των νικητών αλλά κυρίως από την πλευρά των ηττημένων.
Ειδικά στο μνημειώδες έργο του Οι Άραβες ‒κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση Μενέλαου Αστερίου)‒, που έχουν αναδείξει ήδη ως το καλύτερο non-fiction της χρονιάς ο «Economist», ο «Atlantic» και οι «Financial Times», αποκαλύπτονται όλες οι πτυχές των μεταβάσεων σε ένα ιστορικό φάσμα που ξεκινάει από τον 16ο αιώνα για να φτάσει στις σημερινές πολεμικές συγκρούσεις, εξηγώντας κάθε λεπτομέρεια και συνδέοντας άμεσα το αραβικό ζήτημα με αυτό του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Για πρώτη φορά, και λόγω της διαμόρφωσης ειδικών κέντρων μελέτης της Μέσης Ανατολής, όπως αυτό του St Antony's College στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου ανήκει ο Ρόγκαν, έρχονται στο φως αναφορές από χαμένα αρχεία, ακόμα και από ημερολόγια Αράβων, όχι μόνο ιστορικών αλλά και εμπόρων ‒στο βιβλίο παρατίθεται το ημερολόγιο ενός κουρέα!‒, σε μια προσπάθεια να ενωθούν αρμονικά η μεγάλη ιστορία με τη μικρή, αρκετά πιο σημαντική στην αποσαφήνιση αντιδράσεων και γεγονότων.
Ανήκοντας σε μια νέα «φουρνιά» ιστορικών, οι οποίοι, παίρνοντας τα σκήπτρα από τη σχολή των Annales, πρόσθεσαν το δικό τους λιθαράκι στην ανάδειξη της πολιτικής και πολιτιστικής έκφραση της Ιστορίας, ο Ρόγκαν τολμά να δει το ιστορικό γίγνεσθαι όχι μόνο από την πλευρά της Δύσης αλλά και από την πλευρά της Ανατολής.
Άλλωστε, αυτοί οι δύο κόσμοι δεν είναι διαμετρικά αντίθετοι και συνδέονται με τρόπους ανήκουστους: απόδειξη αποτελούν όχι μόνο οι απανωτές επεμβάσεις των Δυτικών στις αραβικές χώρες αλλά και η παράδοξη εμπλοκή των Αράβων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς τροφοδοτούσαν τους Δυτικούς με στρατιωτικό δυναμικό κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Από τον Ρόγκαν μαθαίνουμε πως σχεδόν όλες οι χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Υεμένη, η Συρία, ο Λίβανος, η Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Ιράν ακόμα και η Σαουδική Αραβία, είχαν στείλει στρατιώτες στο πεδίο της μάχης ‒ ιδού μια άγνωστη πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας.
Για πρώτη φορά, και λόγω της διαμόρφωσης ειδικών κέντρων μελέτης της Μέσης Ανατολής, όπως αυτό του St Antony's College στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου ανήκει ο Ρόγκαν, έρχονται στο φως αναφορές από χαμένα αρχεία, ακόμα και από ημερολόγια Αράβων, όχι μόνο ιστορικών αλλά και εμπόρων, σε μια προσπάθεια να ενωθούν αρμονικά η μεγάλη ιστορία με τη μικρή, αρκετά πιο σημαντική στην αποσαφήνιση αντιδράσεων και γεγονότων.
Η εμπλοκή των Αράβων στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν θα μπορούσε να είναι μικρότερη τον καιρό της απόλυτης κατίσχυσης των Οθωμανών, αν και επί πέντε αιώνες που οι τελευταίοι εξουσίαζαν τις αραβικές χώρες άφηναν τεράστιο περιθώριο ανεξαρτησίας στους υποτελείς τους, εξού και η άμεση συνεργασία μεταξύ Οθωμανών και Μαμελούκων διοικητών στις οθωμανικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου.
Ο Ρόγκαν αναφέρει χαρακτηριστικά μερικούς από αυτούς τους μπέηδες, φροντίζοντας πάντα να διανθίζει την αφήγηση με προσωποποιημένα παραδείγματα, όπως αυτό του Αλή Μπέη, γνωστού με το όνομα Μπουλούτ Καπάν επειδή «μπορούσε να αιχμαλωτίζει να σύννεφα» και να νικάει τους Βεδουίνους. Αν εξαιρέσει κανείς ένα διάστημα κατά το οποίο οι Βρετανοί αλλά και ο Ναπολέων με τον στρατό του προσπάθησαν να κατακτήσουν εδάφη της Βόρειας Αφρικής, οι Μαμελούκοι ήταν σχεδόν πάντα κυρίαρχοι στην περιοχή.
Ο μόνος που κατάφερε να τους αναχαιτίσει, όπως και τους Δυτικούς, διεκδικώντας προνόμια από τους Οθωμανούς, ήταν ο Μοχάμεντ Άλι, ο οποίος ανέκτησε στις αρχές του 19ου αιώνα τον έλεγχο όλης της Αιγύπτου, και όχι μόνο. Αντιγράφοντας πιστά τις μεθόδους του στρατού του Ναπολέοντα, ο αλβανικής καταγωγής Άλι κατάφερε να φτιάξει έναν πανίσχυρο στρατό, γνωστό ως η «νέα τάξη στρατιωτών νιζαμί».
Ήταν αυτοί που εστάλησαν μαζί με τον γιο του, τον περίφημο Ιμπραήμ Πασά, στην Πελοπόννησο για να βοηθήσουν τους Οθωμανούς να καταστείλουν την ελληνική εθνεγερσία. Σύμφωνα με τον Ρόγκαν, η παρουσία του αιγυπτιακού κατ' ουσίαν στρατού στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου αρεστή στους Ευρωπαίους και ήταν ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο ανατολικός κόσμος φάνηκε έρχεται σε διπλωματική και άμεση σύγκρουση με τον δυτικό, για λόγους που εκτείνονταν πέρα από τις εδαφικές διεκδικήσεις. Επομένως, Ελλάδα ήταν το κρίσιμο σημείο.
Μετά τη συντριβή του γιου του και των στρατευμάτων του στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, ο Μοχάμεντ Άλι έστρεψε το βλέμμα του στη Συρία, αλλά τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία και Πρωσία) ήταν που δεν του επέτρεψαν να διατηρήσει τέτοιες βλέψεις, αν και εκείνος πρέσβευε ότι η Γαλλία θα τον υποστήριζε. Ίσως έκτοτε να σήμανε η αρχή μια σειρά από ψευδαισθήσεις των Αράβων ότι οι δυτικές δυνάμεις είτε θα συνέδραμαν στον εκσυγχρονισμό των περιοχών τους είτε θα στέκονταν αρωγοί σε διαφορετικές περιστάσεις. Πάντοτε συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Επομένως, όλος σχεδόν ο 19ος αιώνας ήταν μια προσπάθεια εκμοντερνισμού των αραβικών περιοχών αλλά και μια σειρά ψευδαισθήσεων με τις πρωτοβουλίες των Αράβων εκσυγχρονιστών, οι οποίοι κόμιζαν νέες ιδέες από την Ευρώπη, μαζί με αυτήν της καθιέρωσης Συντάγματος. Ο εκσυγχρονισμός του 19ου αιώνα σήμαινε πολλά και διαμόρφωσε ένα αλισβερίσι που καθιέρωσε τη φήμη των Αράβων στο φαντασιακό των δυτικών συγγραφέων μέσα και από το κίνημα του οριενταλισμού.
Εκτός αυτού, όμως, οι επικές μάχες ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις για τον έλεγχο των περιοχών, μετά και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεχίζονταν για καιρό. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα η Γαλλία πολεμάει διαρκώς με την Αγγλία ‒ λίγο έλειψαν να συγκρουστούν μεταξύ τους πολεμικά ακόμα και για «ένα απομονωμένο κομμάτι του Νείλου στο Σουδάν», όπως σημειώνει ο Ρόγκαν.
Εύλογα αυτό το ιμπεριαλιστικό μένος καλλιέργησε τον αραβικό εθνικισμό, καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχε τίποτα που να μοιάζει με ενιαία αραβική ταυτότητα, ούτε καν με εθνικό προσδιορισμό. Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η περίφημη αναγέννηση της Αραβίας στα γράμματα και τις τέχνες, γνωστή ως νάχντα. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1870 μόνο η Βηρυτός διέθετε 25 εφημερίδες και περιοδικά.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ρόγκαν: «Ο εθνικισμός, ο οποίος εκφραζόταν στις εφημερίδες των ημερών του Άχμεντ Αμίν, ήταν σχετικά νέο φαινόμενο. Η ιδέα του "έθνους" ως πολιτικής οντότητας, κοινότητας η οποία διαμένει σε συγκεκριμένη περιοχή και επιδιώκει την αυτοκυβέρνησή της, ήταν προϊόν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που ρίζωσε στη Μέση Ανατολή και σε άλλα μέρη του κόσμου στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
»Νωρίτερα από τον 19ο αιώνα πολλοί άνθρωποι στον αραβικό κόσμο είχαν αποδοκιμάσει τον εθνικισμό όταν αυτός συνδέθηκε με τις χριστιανικές κοινότητες στα Βαλκάνια, οι οποίες επιδίωκαν συνήθως τη στήριξη της Ευρώπης, να αποσχιστούν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αιγύπτιοι και Βορειοαφρικανοί στρατιώτες είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του σουλτάνου και είχαν πολεμήσει εναντίον των βαλκανικών εθνικιστικών κινημάτων από τη δεκαετία του 1820 και τη δεκαετία του 1870». Εννοείται ότι γράφοντας αυτές τις γραμμές ο συγγραφέας στο μυαλό του έχει και πάλι την Ελλάδα.
Όμως, όσο κι αν οι Άραβες, ειδικά οι Σύριοι, διεκδικούσαν εδαφική και πολιτική αυτονομία ανάλογη με αυτή που δόθηκε στην Ελλάδα, δεν τα κατάφεραν. Τα επόμενα χρόνια, ειδικά αυτά του Μεσοπολέμου, οι Άραβες έρχονταν σε σύγκρουση με τις αποικιοκρατικές μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, οι οποίες τελικά επέβαλαν το δικό τους modus operandi, μια σύγκρουση που κρατάει, λίγο πολύ, μέχρι σήμερα.
Αντίστοιχα, πάλι, τα θέματα που εξετάζει στη συνέχεια ο Ρόγκαν και κατά κάποιον τρόπο αναδείχτηκαν τον 20ό αιώνα συνδέονται με εκείνη ακριβώς την περίοδο: η κρυφή διπλωματία που οδήγησε στη Συμφωνία Σάικς-Πικό (μην ξεχνάμε ότι την κατέλυσε ο ISIS μόλις το 2014), η αραβο-ισραηλική σύγκρουση, ο ισλαμικός πολιτικός φανατισμός, το πετρέλαιο ως αιτία πολέμου. Χωρίς να φοβάται να θίξει τις πλέον μελανές πτυχές, όπως η τρομοκρατία, ο ρόλος της PLO ή της Χεζμπολάχ, ο γνωστός συγγραφέας και πανεπιστημιακός προσφέρει ένα ολοκληρωμένο ιστορικό πόνημα για την πορεία της αραβικής ταυτότητας με ένα τεράστιο εύρος αναφορών και πηγών που δεν αφήνει κανένα ερώτημα αναπάντητο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.