ΕΝΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ του 346 π.Χ., ο Αθηναίος πολίτης Τίμαρχος, γιος του Αριζήλου από τον Δήμο του Σφηττού (κοντά στα σημερινά Σπάτα), αγόρευε ενώπιον της Βουλής για την ανάγκη να ενισχυθούν τα οχυρωματικά έργα στην πόλη. Μιλώντας ειδικά για την περιοχή δυτικά της Πνύκας, από τον Λόφο των Νυμφών (όπου σήμερα βρίσκεται χτισμένο το Αστεροσκοπείο) έως τον Λόφο των Μουσών (όπου σχεδόν πέντε αιώνες αργότερα θα χτιζόταν το Μνημείο του Φιλοπάππου), ο Τίμαρχος διαπίστωσε με απορία ότι κάθε φορά που ξεστόμιζε τη λέξη «τείχος» ή «πύργος», οι βουλευτές ξεσπούσαν σε χοντρά και θορυβώδη γέλια.
Λίγο αργότερα, στην Εκκλησία του Δήμου αυτήν τη φορά, ο αρεοπαγίτης Αυτόλυκος επανέφερε τις προτάσεις του Τιμάρχου. Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην «εμπειρία» του Τιμάρχου γύρω από την έρημη και απομονωμένη περιοχή της Πνύκας, προκαλώντας και πάλι το ηχηρό γέλιο του ακροατηρίου – όταν μάλιστα μίλησε για «οικήματα» που χρειάζονταν ενίσχυση, «οικόπεδα» που απαιτούσαν φροντίδα και «λάκκους» που έπρεπε να μπαζωθούν, και μάλιστα με «μικρό αντίτιμο», του ήταν πλέον αδύνατο να επιβληθεί στα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου που τώρα πια γελούσαν και φώναζαν ασταμάτητα. Την ιστορία μάς διηγείται ο ρήτορας Αισχίνης σε έναν δικανικό λόγο εναντίον του Τιμάρχου, με τον οποίο είχε έρθει σε έντονη πολιτική αντιδικία τη χρονιά εκείνη: ο Τίμαρχος, σύμμαχος του Δημοσθένη, γνωστού για το αντιμακεδονικό του μένος, κατηγόρησε τον Αισχίνη για προδοτική συμπεριφορά υπέρ του Φιλίππου Β' της Μακεδονίας και ο Αισχίνης, μην έχοντας άλλο τρόπο να αποκρούσει τις σοβαρότατες κατηγορίες, ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα, κατηγορώντας τον Τίμαρχο για πορνεία.
Οι περιοχές γύρω από τα τείχη, στη σκιά των πύργων ή στις εσοχές των πυλών, προσφέρονταν για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κοριτσιών και των αγοριών που διέθεταν το κορμί τους για μερικούς οβολούς, συχνά στο γυμνό χώμα ή σε προχειροστημένα παραπήγματα.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Αισχίνης χρησιμοποιεί τα δύο επεισόδια στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου για να αποδείξει ότι οι Αθηναίοι ήξεραν πολύ καλά τις αμαρτωλές περιπέτειες του Τιμάρχου στις ολιγοσύχναστες ερημιές της Αθήνας γύρω από την Πνύκα. «Μεσταί μεν αι οδοί, μεστά δε τα οικήματα», εμφανίζεται να λέει κάπου ο Σωκράτης, από τρόπους να ικανοποιήσουν οι Αθηναίοι τις «αφροδίσιες» ανάγκες τους: οι περιοχές γύρω από τα τείχη, στη σκιά των πύργων ή στις εσοχές των πυλών, προσφέρονταν για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κοριτσιών και των αγοριών που διέθεταν το κορμί τους για μερικούς οβολούς, συχνά στο γυμνό χώμα ή σε προχειροστημένα παραπήγματα.
Εκατό χρόνια νωρίτερα, η Πνύκα και ο Λόφος των Νυμφών παρουσίαζαν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Προστατευμένες από το Θεμιστόκλειο Τείχος του 479 π.Χ., αναπτύχθηκαν εδώ οι συνοικίες της Μελίτης και της Κοίλης, και αναδείχθηκαν μάλιστα στις αριστοκρατικότερες περιοχές της πόλης. Από διάφορους αρχαίους συγγραφείς μαθαίνουμε πως ανάμεσα στους κατοίκους του Δήμου της Μελίτης (το νοτιοδυτικό τμήμα του οποίου εκτεινόταν ως τις δυτικές παρυφές του Λόφου των Νυμφών) συγκαταλέγονταν ο νικητής του Μαραθώνα, Μιλτιάδης, και ο γιος του Κίμων, καθώς και ο Θεμιστοκλής, ο θριαμβευτής της Σαλαμίνας.
Λίγο νοτιότερα, κατά μήκος της χαράδρας που σχηματίζει η Πνύκα με τον Λόφο των Μουσών, η συνοικία της Κοίλης ήταν πιο πολυσύχναστη και εμπορική, καθώς από το άκρο της ξεκινούσαν τα Μακρά Τείχη που ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά. Η Διά Κοίλης Οδός, ένας αμαξιτός δρόμος σκαμμένος στον φυσικό βράχο, χρησίμευε ως κεντρική εμπορική και οδική αρτηρία που οδηγούσε με ασφάλεια στο επίνειο. Μετά τις εργασίες της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων στην περιοχή είναι πλέον ορατές επάνω στον βράχο οι βαθιές αρματοτροχιές από τις άμαξες που διέτρεχαν τη διπλής κατεύθυνσης, πλάτους 8-12 μ., «λεωφόρο» επί αιώνες.
Η παρακμή των δύο περιοχών ήρθε με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 403 π.Χ., όταν κατεδαφίστηκαν τα Τείχη της Αθήνας. Η ανοικοδόμηση πρέπει να ήταν σταδιακή, όπως άλλωστε φαίνεται και από την παρέμβαση του Τιμάρχου εξήντα χρόνια αργότερα. Τους δυτικούς λόφους της πόλης, από την κορυφή του Λόφου των Νυμφών έως την κορυφή του Μουσείου, διατρέχει τώρα το Διατείχισμα, ένα πρόσθετο τείχος που φαίνεται να ολοκληρώνεται προς τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Οι άλλοτε αριστοκρατικές δυτικές συνοικίες μετατρέπονται σε «γκρίζες ζώνες» στις παρυφές του αστικού βίου – και της νομιμότητας. Η σταδιακή εγκατάλειψη της Κοίλης συνοδεύεται και από την εγκατάλειψη της ίδιας της Πνύκας ως τόπου συνάθροισης της Εκκλησίας του Δήμου. Προτιμάται τώρα το Θέατρο του Διονύσου, στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, που γειτνιάζει άλλωστε και με την ανερχόμενη πλέον στις προτιμήσεις της αριστοκρατίας περιοχή του Ιλισσού.
Η περιοχή της Κοίλης θα μετατραπεί σταδιακά σε χώρο ταφής. Σε τάφο λαξευμένο στον βράχο θάφτηκε εδώ κάποιος Ζωσιμιανός τον 3ο αι. μ.Χ., η παράδοση όμως επιμένει να ταυτίζει την κατασκευή αυτή με τα «Κιμώνεια Μνήματα», τον τάφο δηλαδή του πατέρα του Μιλτιάδη και άλλων μελών της οικογένειάς του, καθώς και του ιστορικού Θουκυδίδη, που, όπως μας πληροφορούν ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, βρήκε τελικά ανάπαυση σε αυτό τον οικογενειακό τάφο μετά τον θάνατό του στη Θράκη. Σήμερα, βέβαια, την παράσταση κλέβει το Μνημείο του Φιλοπάππου, εγγονού του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Δ' του Επιφανούς, τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής, και Αθηναίου πολίτη. Κτισμένο το 114-116 μ.Χ., το μνημείο στέγαζε τον τάφο του Σύρου φιλέλληνα, με ανάγλυφες παραστάσεις και επιγραφές που εξιστορούσαν τον βίο του και εξήραν το γενεαλογικό του δέντρο.
Λιγότερο διάσημα σήμερα, τα ερείπια της Κοίλης και της Μελίτης ζωντανεύουν κάθε χρόνο στα Κούλουμα, όταν υποδέχονται τους χαρταετούς της Καθαράς Δευτέρας. Τον υπόλοιπο καιρό φιλοξενούν πρόχειρες κατοικίες άστεγων Αθηναίων, που φαίνονται έτσι να αξιοποιούν την κληρονομιά της αρχαίας πόλης μέσα στην πόλη. Στα βράχια της Μελίτης, πάνω από την κοιλάδα των Πετραλώνων, με τα «πέτρινα της Φρειδερίκης» σε πρώτο πλάνο και την απαράμιλλη θέα προς τη θάλασσα, βρίσκουν ακόμη καταφύγιο παρέες νέων με κιθάρες και μπίρες ή περιπλανώμενα ζευγαράκια. Ο προσεκτικός περιπατητής θα εντοπίσει εύκολα τις σύριγγες από τη νυχτερινή χρήση ναρκωτικών. Κάπου-κάπου, μισολιωμένα κεριά και ξυλαράκια δεμένα μεταξύ τους με μάλλινες κλωστές μαρτυρούν αυτοσχέδιες μαγικές τελετές και ξόρκια. Οι λαξευμένες επιφάνειες του βράχου διατηρούν ακόμη ίχνη από τα αίθρια, τους ανδρώνες, τις κλίμακες και τις δεξαμενές των αρχαίων οικιών – συχνά εμπλουτισμένες με τα γκράφιτι των σημερινών Αθηναίων. Μια-δυο βάσεις κιόνων που στήριζαν εσωτερικά μπαλκόνια, κόγχες ιερών σκαμμένες στον βράχο για να δεχτούν τα αφιερώματα των προσκυνητών, στενά δρομάκια που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με το ολισθηρό έδαφος. Η ηρεμία της περιοχής –που τη διαταράσσουν μόνον τα μεγάφωνα από τον παρακείμενο Λουμπαρδιάρη, αν τύχει και τελείται κάποιο chic μυστήριο εκείνη την ώρα– δεν σε αφήνει να φανταστείς τις πολυσύχναστες, θορυβώδεις και συνωστισμένες συνοικίες που υπήρξαν εδώ κάποτε, ούτε τις ύποπτες συναλλαγές που ίσως διεξάγονταν εκεί όπου τώρα εσύ κάθεσαι αμέριμνος, θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα.
Δεν ξέρουμε αν ο Τίμαρχος ήταν όντως ένοχος για βδελυρά ξεμοναχιάσματα στα κακόφημα «οικήματα» των δυτικών συνοικιών της Αθήνας τον 4ο αι. π.Χ. Ξέρουμε, όμως, το τέλος του: έχοντας κριθεί ένοχος για ανηθικότητα, καταδικάστηκε σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Μην αντέχοντας αυτή την ταπείνωση, αυτοκτόνησε δι' απαγχονισμού. Ένα ανώνυμο απόσπασμα αρχαίου κωμωδιογράφου μάς πληροφορεί ότι από αυτόν προήλθε το επίθετο «τιμαρχώδης», για όποιον επιδιδόταν σε βίο διεφθαρμένο και έκφυλο.
ΠΗΓΕΣ
Davidson J., Courtesans and Fishcakes. The Consuming Passions of Classical Athens, Λονδίνο, 1997
D. Hamel, Trying Neaira. The True Story of a Courtesan's Scandalous Life in Ancient Athens, Λονδίνο, 2003 Κ. Λαζαρίδου, Λόφοι Φιλοπάππου - Πνύκας - Νυμφών. Σύντομο Ιστορικό και Περιήγηση, Αθήνα, 2004. Ι. Τραυλός Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα, 1993
σχόλια