Ο Άνθρωπος της Αθήνας

Ο Άνθρωπος της Αθήνας Facebook Twitter
Φωτό: Θανάσης Καρατζάς / LIFO
0

Υπάρχουν βιβλία, λέξεις και κείμενα που δεν μπορούν να διαβαστούν με ψυχραιμία. Απαιτούν να μετέχεις σε αυτά σωματικά και με μια παράδοξη αίσθηση συνενοχής ή ενσυναίσθησης, συνιστώντας κι εσύ μέρος της ανοιχτής διαδικασίας. Και κάπως έτσι, με έναν τρόπο που θυμίζει τους θιασώτες στις ανήλιαγες παραστάσεις μιας αθηναϊκής τραγωδίας –εκείνους που έκλειναν τα μάτια μπροστά στα οικεία κακά και απαγόρευαν οτιδήποτε έμοιαζε περισσότερο ρεαλιστικό απ' όσο επιτρέπει ένα πραγματικό έργο τέχνης– έρχεται να μας θυμίσει όσα ζούμε και όσα ακόμη δεν ορίζουμε το ανελέητα σύγχρονο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Αν κάποτε ο Οιδίποδας έμοιαζε με ήρωα καμωμένο από τα μοιραία υλικά της αρχαίας πόλης, όντας μαζί θύτης και θύμα της, αντίστοιχα ορισμένος να θυμίσει τη μοίρα της δικής μας πόλης είναι ο Αργύρης Τρίκορφος. Ο ήρωας του Τζαμιώτη μεγάλωσε με τις εμπειρίες που διαμόρφωσαν τον σημερινό Έλληνα και με τα βιώματα που έχουν λίγο-πολύ όλοι όσοι έζησαν τη βοή και το πάθος της σύγχρονης μεγαλούπολης. Οι πόλεις φτιάχνουν συνειδήσεις και ορίζουν τα διλήμματα, οι πόλεις σε τρώνε και σε μετατρέπουν ταυτόχρονα σε φιλόσοφο και αγύρτη. Μέσα από την ανθρωπωδία των διαφορετικών τύπων που παρελαύνουν στις σελίδες της Πόλης και της Σιωπής ουσιαστικά αναγνωρίζουμε τα κομμάτια που όρισαν την ταυτότητα του ανθρώπου της πόλης: τον επαναστατημένο, τον αχρείο, τον τρωγλοδύτη, την αλαζονική κυρία, τον κουκουλοφόρο – ανθρωπότυπους που θα έβαζαν στο μικροσκόπιο οι κοινωνικοί επιστήμονες και που θα ανίχνευαν ιδανικά οι λογοτέχνες. Κατ' ουσίαν, όμως, πρόκειται για ανθρωπότυπους που εκπροσωπούν τις δικές μας αποσπασματικές ταυτότητες και μας καθιστούν ήρωες, πρωταγωνιστές της ιστορίας ή απλούς παρατηρητές της. Τα πάντα κρύβονται, άλλωστε, στις αντιδράσεις απέναντι στα ατελεύτητα ερεθίσματα της πόλης, τα οποία ορίζουν τη στιγμή του μεγάλου «ναι» ή του μεγάλου «όχι», όπως εκείνη η στιγμή που ο ήρωας του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη βρίσκει στο πίσω κάθισμα του ταξί του το μυθικό ποσό των 350 000 ευρώ. Αυτό θα αποδειχθεί ταυτόχρονα η κατάρα και το κρίσιμο στάδιο από το οποίο θα περάσει για βρει τον χαμένο εαυτό του. Να παραδώσει το ποσό κι έτσι να ακολουθήσει τον άγραφο κανόνα της ψυχής και της ανατροφής του ή να το κρατήσει, κι έτσι να βγάλει την οικογένειά του από το οικονομικό αδιέξοδο; Το δίλημμα, μεγάλο, δεδομένου ότι έχει προηγηθεί η άνευ προηγουμένου χρεοκοπία του: έχει ήδη χάσει το εργοστάσιο κουμπιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, το σπίτι και το εξοχικό του και τώρα βλέπει σταδιακά να χάνει και τον έρωτα της ζωής του, τη γυναίκα του. Η μεγάλη του κόρη τού έχει κηρύξει ήδη έναν ενδοοικογενειακό ανένδοτο πόλεμο, τα δίδυμα τέκνα του δεν δείχνουν να ακολουθούν τις δικές του σκέψεις κι έτσι μένει μόνος με τα χρήματα να αποφασίσει αν αυτά αρκούν για να εξαγοράσουν μια επίπλαστη εξωτερική ευτυχία. Κατά βάθος, όμως, δεν τη θέλει: ουσιαστικά επιδιώκει την αντοχή του αξιακού τρίπτυχου βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η ταυτότητα του: το ότι έμαθε να τιμάει την οικογένεια, τη δουλειά και το σπίτι του, αρνούμενος να δεχθεί ότι ο έρωτας και η προκοπή στην οποία έχει επενδύσει ως τώρα μπορούν να καταμετρηθούν ως άψυχη ύλη.

Συνηθισμένοι, πάντως, σε τέτοια υπαρξιακά διλήμματα και από τα προηγούμενα βιβλία, οι ήρωες του Τζαμιώτη αποκαλύπτουν τα όρια της ταυτότητάς τους μέσα από εσωτερικού τύπου συγκρούσεις, φέρνοντας στον νου τους υπαρξιακούς ήρωες από τα μυθιστορήματα της μέσης Ευρώπης αλλά και την αναλογία ανάμεσα στα υπαρξιακά αδιέξοδα και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στη μυθοπλασία του Δημήτρη Χατζή. Χωρίς διάθεση ηθικολογίας, ο Τζαμιώτης δείχνει με τη χειρουργική ικανότητα του φυσιοδίφη το τρίπτυχο –έρωτας, οικογένεια και εργασιακή προκοπή– που κάνει τον άνω θρώσκοντα άνθρωπο να αποσαρθρώνεται. Ένα τρίπτυχο που αντιστοιχεί ιδανικά στο όνομα του πρωταγωνιστή, Αργύρης Τρίκορφος, αφού ο συγγραφέας μάς έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους συμβολικά λογοπαίγνια με τα ονόματα των πρωταγωνιστών του. Αφότου το έρμα της εσωτερικής ευτυχίας καταρρεύσει, το μόνο που μένει είναι τα συμβολικά αποκαΐδια μιας τσακισμένης ταυτότητας για να θυμίζουν στον ήρωα ποιος είναι, από πού προήλθε και γιατί –όσο μπορεί ακόμη και κρατάει την αναπνοή του απέναντι σε μια ασφυκτικά εχθρική πόλη– οφείλει να παραμείνει ζωντανός. Οι παλιές συμβουλές του πατέρα του, οι στίχοι από τα ρεμπέτικα, τα υλικά της περηφάνιας και της καλοσύνης είναι οι εσωτερικές πυξίδες που νικάνε πανηγυρικά το ταξίμετρο στο αμάξι του. Όσο κι αν η κοινωνία ουσιαστικά τον βδελύττεται που δεν ακολούθησε τους δικούς της, άγριους κανόνες, κρατώντας το ποσό και ακολουθώντας τη δική της δίψα για εξουσία και χρήμα, εκείνος θα ακολουθήσει την εσωτερική μορφή αντίστασης που είναι η προσωπική μυθιστορία του. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο και ακολουθώντας το παράδειγμα του Τρίκορφου, η πολιτισμική συνέχεια που έδωσε στην Ελλάδα τον ασυνείδητο ή συμβολικό χαρακτήρα της –τα αρχοντορεμπέτικα, η μελοποιημένη ποίηση, οι άγραφοι νόμοι και ο πλούτος των λέξεων– θα μπορούσε να είναι τα μοναδικά υλικά με τα οποία μπορούμε να μεταστοιχειωθούμε σήμερα από χαμένους σε νικητές της ιστορίας. Διαφορετικά, θα μοιάζουμε τελικά με ζωντανούς νεκρούς, περιφερόμενα ζόμπι, ανίκανοι να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας συγκροτεί συνολικά και τι μας δένει. Πρόκειται για τη δύναμη που έχει η δική μας φωνή στην αναγκαστική επιβολή της σιωπής, για την εσωτερική μορφή αντίστασης απέναντι στον ορυμαγδό των συνθηκών και της ζωής μας. Αυτό ακριβώς το τσακισμένο τοπίο που αντιστοιχεί σε μια πόλη γεμάτη από τζάνκι και ρημαγμένους, μεταβάλλοντας την Αθήνα σε μικρογραφία μιας άδειας ψυχής, γεμάτη από ζωντανούς νεκρούς πλάνητες, αναπαρίσταται με σκηνές απαράμιλλης θεατρικότητας από τον Τζαμιώτη – και είναι εδώ όπου ο Τρίκορφος συναντάει τον Ψυχαμοιβό του Σεφέρη:


«Όμοια με αποδεκατισμένη στρατιά που γύρισε λειανισμένη από πόλεμο χαμένο εξαρχής έδειχνε τούτη η βοερή συνάθροιση σακατεμένων. Όταν δεν προκαλούσαν αποτροπιασμό, ισορροπώντας παγωμένοι στις πιο αφύσικες πόζες σαν να 'ταν τίποτα ξεκούρδιστα νευρόσπαστα με άσφιχτα ελατήρια, υπερ-λειτουργούσαν σχεδόν αφιονισμένοι και έκαναν όλα όσα επιχειρούσαν να μοιάζουν υπερβολικά και δυσερμήνευτα, έτσι ανερμάτιστοι και αγνώριστοι που γίνηκαν ξεκόβοντας από το μέτρο. Φώναζαν, παρεξηγούνταν, καβγάδιζαν, σπρώχνονταν, τρέκλιζαν, σκουντουφλούσαν, έπεφταν, σηκώνονταν ξανά ή απέμεναν εκεί όπου είχαν σωριαστεί: ένα θέατρο χαροκαμένων είχε στήσει τούτη η λυπηρή και άθλια μάζωξη, που σαν ορδή φαντασμάτων φρόντισε λες και αποζητούσε εκδίκηση για τον προδικασμένο αφανισμό της, να καταλάβει το πιο συμβολικό απ' τα κεντρικά σημεία της πόλης, στήνοντας εδώ, μπροστά στα μάτια όσων λογίζονταν κανονικοί ή δήλωναν αμέτοχοι στα βάσανά τους, ένα πανηγύρι αργόσυρτου θανάτου».


Το μόνο που μένει επομένως είναι η επανοριοθέτηση της δικής μας ταυτότητας απέναντι σε μια ισοπεδωτική δύναμη εξευτελισμού κάθε εσωτερικής αξίας και η επιμονή στις ενδιάθετες συμβολικές έννοιες που μας έσωσαν σε άλλες στιγμές από τη συντριβή: η αγάπη των ανθρώπων, η πίστη στην τιμή και την μπέσα, η εμμονή στην προκοπή. Τα λαϊκά, δηλαδή, συστατικά μιας χαμένης αρχοντιάς, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τον σημερινό μικροαστό σε έναν φτωχό, πλην τίμιο άνθρωπο. Όσο κλισέ και αν ακούγεται ακόμα και το ρητορικό οπλοστάσιο στο οποίο καταφεύγει με τρόπο πρωτόφαντο ο Τζαμιώτης, επαναφέροντας όμορφες λέξεις από το προφορικό λεξιλόγιο της λαϊκής Ελλάδας, καμωμένες από περήφανους ανθρώπους, ψυχικά γενναιόδωρους, είναι ο δικός μας τρόπος έκφρασης – σε μια γλώσσα ηχηρά κατακερματισμένη. Σε έναν κόσμο που καταρρέει ο Τζαμιώτης ανεβάζει ψηλά τον πήχη της προσωπικής αξιοσύνης και δίνει το πιο αισιόδοξο, ουσιαστικό και τελεσφόρο μήνυμα, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να περάσει με τρόπο αδιάσειστο: ο Αργύρης είμαστε εμείς και η δύναμη και η φωνή του είναι βγαλμένες από τα έγκατα μιας άλλης, ολβιόδωρης Ελλάδας. «Τίποτα καλό δεν βγαίνει από το άδικο» λέει ο ήρωας του Τζαμιώτη και τίποτα όμορφο –σε μια πλατωνική αναλογία– δεν ξεπήδησε από το κακό. Για όλους αυτούς τους λόγους το βιβλίο του Τζαμιώτη δεν διαβάζεται ψύχραιμα, αλλά με την καρδιά σφιγμένη, το μυαλό ανάποδα και με τη συναίσθηση ότι ο Αργύρης είναι, τελικά, ο αντεστραμμένος μας εαυτός. Και η πόλη –το κοινωνικό πεδίο και η αγορά με την αρχαία έννοια– είναι ο μοναδικός χώρος για να ενώσουμε τις φωνές μας. Τα υπόλοιπα είναι απλώς σιωπή.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Βιβλίο / Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Η πανεπιστημιακός και «celebrity historian» Μαίρη Μπίαρντ αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, αποκαλύπτοντας άγνωστες λεπτομέρειες – όπως ότι ο Νέρωνας, που έχει μείνει στην ιστορία ως πυρομανής και μεγαλομανής, ήταν επίσης ριζοσπάστης φιλότεχνος.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάτρικ Λι Φέρμορ «Η εποχή της δωρεάς»

Το πίσω ράφι / Το «χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι» που εξελίχθηκε σε ρομαντικό ταξιδιωτικό συγγραφέα

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ και το συναρπαστικό χρονικό της νεανικής του περιπλάνησης στην Ευρώπη, πριν αρχίσει να ακούει στο όνομα «Μιχάλης» στην Κρήτη και «Παντελής» στη Μάνη, προτού γίνει ο «ξένος» που διαφήμισε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Συγγενής»

Το Πίσω Ράφι / «Συγγενής»: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με μια μεγάλη ανατροπή

Εκείνο που προσεγγίζει η Καρολίνα Μέρμηγκα στο βιβλίο της είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ορίζονται από τα δεσμά της οικογένειας, τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τις κοινωνικές συμβάσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ