Η Διπλάρειος είναι ήσυχη. Ακούγονται μόνο κάτι σιγανές φωνές, οι εργάτες που στήνουν την έκθεση. Α, και το κουδούνι! Χωρίς τις φωνές των μαθητών, όμως, που ακολουθούν συνήθως τον ήχο του. Η σχολή λειτουργεί κανονικά – φτάνοντας εδώ διαπίστωσα πόσο λίγοι το ξέρουν. Στο τετραώροφο κτίριο του 1932 έχουν φοιτήσει περισσότεροι από 65.000 τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων, έχουμε δει την τρίτη μπιενάλε, την έκθεση κόμικς, η Στέγη την επέλεξε για να παρουσιάσει τις «Παράξενες Πόλεις». Εδώ θα είναι η καρδιά του πρότζεκτ, η έκθεση 24 καλλιτεχνών απ' όλο τον κόσμο που προέρχονται απ' όλο το φάσμα των εικαστικών και εφαρμοσμένων τεχνών, δεν έχουν δει ποτέ την Αθήνα και τη φαντάζονται μέσα από τα έργα που έστειλαν. Τι είδαν; Είδαν πολύ φως, δεν είδαν τόσα αρχαία μνημεία, δεν είδαν μαυρίλα, είδαν ένταση. Την ένταση μια πόλης με αντιθέσεις, επιθυμίες, ζωή. Τη θερμοκρασία της πόλης. Και θα μας δώσουν τη δική τους απάντηση σε ένα ερώτημα που κουβαλάμε ακόμα και για τον εαυτό μας: πώς μας φαντάζονται, πώς μας βλέπουν οι άλλοι; Πόσο μάλλον όταν δεν μας γνωρίζουν.
Στη Διπλάρειο θα δούμε ό,τι δεν "βλέπουμε". Ένας τόπος αλλάζει αν τον περπατήσεις μια φορά "αλλιώς". Αυτό θέλουμε. Κάθε δράση να γίνει μια προσωπική στιγμή. Να έρθεις σε επαφή με κάτι που είσαι βέβαιος ότι γνωρίζεις και η βεβαιότητα να ανατραπεί.
«Είναι μια μεγάλη ευκαιρία να κοιταχτούμε, ως πόλη, στον καθρέφτη. Αυτό επιζητούσαμε με το "Strange Cities - Athens", την έκθεση και τη σειρά των δράσεων που σχεδιάσαμε γύρω από αυτό» μας λέει η αναπληρώτρια διευθύντρια της Στέγης Αφροδίτη Παναγιωτάκου. «Τις περισσότερες φορές νομίζουμε ότι ξέρουμε πώς βλέπουν την Αθήνα οι "άλλοι", οι "ξένοι", οι "strangers". Εν πολλοίς, ως τον τόπο που ταυτίζεται με τα αρχαία μνημεία, με τη δημοκρατία ή με έναν πολιτισμό χιλιάδων ετών φωτός. Ή θεωρούν ότι η Αθήνα ταυτίζεται με την καρδιά της κρίσης. Το ζούμε και εντός Στέγης. Οι ξένοι καλλιτέχνες που φτάνουν εδώ και τους γνωρίζουμε εκπλήσσονται και από το επίπεδο του επαγγελματισμού που συναντούν αλλά και από την ίδια την πόλη. Η Αθήνα έχει μια ομορφιά που δεν είναι χειροπιαστή. Δεν είναι αυτονόητη. Είναι άυλη».
Η ιδέα του «Strange Cities» μιλά για το παράξενο και το ξένο. Για το φαντασιακό που έχει τόσο μεγάλη σημασία για μια πόλη όπως είναι η Αθήνα. Για πολλούς ξένους που επισκέπτονται την πόλη η Αθήνα δεν είναι μια καρτ ποστάλ με την Πλάκα. Μιλούν ακριβώς γι' αυτό το άυλο που σχετίζεται με το φως, που σχετίζεται με τον ρυθμό, τον συνδυασμό αγωνίας και ενδιαφέροντος που έχουν οι νέοι, τη συνύπαρξη άγχους και επιθυμίας, τον συγκερασμό δομών συντηρητικών και της «ανοιχτωσιάς» που λένε οι ποιητές. Το στοίχημα αυτού του πρότζεκτ αφορά αυτή την Αθήνα που κάποιος πρέπει να μας πει πώς είναι. Αλήθεια, εμείς οι ίδιοι πόσο ξέρουμε τι είναι η Αθήνα, τι ξέρουμε που μπορεί να χωρέσει σε πρόταση;
«Δεν έχω καταφέρει να το απαντήσω. Το "Strange Cities" με έχει βάλει σε καινούργια μονοπάτια απαντήσεων. Δεν πίστευα ποτέ ότι ξέρω ακριβώς τι είναι η Αθήνα. Είναι μια ζωντανή πόλη, μια πόλη που δεν αντιμετωπίζω ως θεματικό πάρκο ή ως απολίθωμα μιας θεϊκής έμπνευσης που είχαν κάποιοι ξεχωριστοί πρόγονοι. Είναι ένας οργανισμός με τον οποίο χτίζω μια σχέση που εξελίσσεται μέρα με την ημέρα. Ζω το παρελθόν της ως ανοιχτό αρχείο, τονίζοντας τη σχέση μου με το παρόν. Αυτό ζητά και αυτό το πρότζεκτ, να αναζητήσουμε μια νέα Αθήνα που δεν είναι η Αθήνα με την επικάλυψη της σέπιας και το όχημα της ρετρομανίας. Φτάσαμε να αναπολούμε μια Αθήνα που δεν ζήσαμε και που δεν ήταν παράδεισος. Εκτός αν όλοι δεχτούμε ότι κάναμε Πρωτοχρονιά στη "Μ. Βρετανία" και μπάνια στον Αστέρα. Ή ότι όλα ήταν χαρά Θεού. Δεν μας διαφεύγει αυτή η Αθήνα, αλλά σίγουρα δεν θεωρούμε ότι πρέπει να επιστρέψουμε εκεί για να ζήσουμε όμορφα. Υπάρχει και η άλλη Αθήνα, με τις κεραίες, τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, τα tags και τα γκράφιτι, που είναι κι αυτή μια αποθεωμένη όψη. Συχνά είναι πολύ πιο ωραίο ένα γκράφιτι –γιατί υπάρχουν και καλά και άσχημα– στην οθόνη του κινητού μου απ' ό,τι όταν περπατάω εγώ δίπλα του σε κάποιο δρομάκι στο κέντρο της πόλης. Πολλά από αυτά τα χρόνια της κρίσης ήταν έρημα, αδιάβατα. Λοιπόν, δεν θέλω να επιστρέψουμε στο παρελθόν, ούτε να γίνω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ούτε να αγνοήσουμε ότι η Αθήνα είναι μια σκληρή πόλη, όπως όλες οι μεγάλες πόλεις. Καμία δεν είναι παράδεισος, μη γελιόμαστε».
Ακόμα και αυτό που βλέπεις μπροστά σου σε μια πόλη είναι θέμα σχέσης και διάθεσης. Μια σχέση που χτίζεται. Και η διάθεση, εν πολλοίς, καθορίζει την εικόνα. Η Στέγη γεννήθηκε μέσα στην κρίση και στα τέσσερα χρόνια λειτουργίας της «βγαίνει στον δρόμο» συστηματικά. Κάνει δράσεις στον Κολωνό, συνεργάζεται με τα σχολεία σε περιοχές «δύσκολες», με μαθητές, δασκάλους και γονείς, δημιουργεί την εμπειρία του Fast Forward Festival, ενός φεστιβάλ που σου δίνει την εμπειρία να πετάξεις τα ροζ γυαλιά του τουρίστα και να ζήσεις με άλλους ανθρώπους. Να καταλάβεις ότι δεν είσαι «εσύ και η Αθήνα», αλλά και πάρα πολλοί άλλοι. Πού φτάνει, λοιπόν, η σχέση ενός οργανισμού που εκτείνεται πολύ πέραν του κτιρίου του;
«Ένας πολιτιστικός οργανισμός δεν είναι ένα κτίριο. Είναι πρωτίστως μια σχέση ανάμεσα σε εμπλεκομένους. Και η κάθε σχέση θέλει δουλειά (όχι κασμά, γιατί με τον κασμά φεύγεις από τη σχέση). Όταν κάποιος καταπιάνεται με τον σύγχρονο πολιτισμό –όπως τον αντιμετωπίζουμε εμείς–, καταπιάνεται με θέματα που αφορούν κυρίως τις πόλεις, τα πιο παλλόμενα –πολιτικά– σημεία της χώρας. Αυτό κάνουμε στη Στέγη. Συνομιλούμε. Επικοινωνούμε. Δεν είμαστε άνθρωποι που ζούμε στα προάστια και κατεβαίνουμε τουριστικά στο κέντρο. Ως πολιτιστικός οργανισμός, καταπιανόμαστε με το θέμα "Αθήνα" και τι είναι αυτό που απασχολεί τον κόσμο αυτήν τη στιγμή. Για εμάς, η πόλη είναι, βασικά, το κέντρο της, γιατί τα όρια της πόλης τα αισθάνεσαι. Εκεί που τελειώνει το κέντρο, το νιώθεις. Δεν μπορώ να κάνω ένα πρότζεκτ που να αφορά μια Κυριακή πρωί στην ανθαγορά της Κηφισιάς».
Τι είδαν; Είδαν πολύ φως, δεν είδαν τόσα αρχαία μνημεία, δεν είδαν μαυρίλα, είδαν ένταση. Την ένταση μια πόλης με αντιθέσεις, επιθυμίες, ζωή.
«Το κράτος πολλές φορές αδυνατεί. Τώρα, ακόμη περισσότερο. Δεν ερχόμαστε να υποκαταστήσουμε το κράτος αλλά να συμπληρώσουμε εκεί όπου υπάρχει η ανάγκη. Να ενισχύσουμε τη δυνατότητα. Υπάρχει και αυτό το πρόσημο. Το "ένα βήμα παραπέρα". Ενδιαφερόμαστε για τον πολιτισμό που παράγεται τώρα και αφορά το τώρα και το μετά. Καλούμαστε να τον απενοχοποιήσουμε από τη λογική τού ότι είναι δύσκολος, δυσπρόσιτος, τελικά δυσάρεστος. Η ταύτιση αυτή πρέπει να σταματήσει. Και, όπως έχει αποδειχτεί, το κοινό καταλαβαίνει. Αλλιώς δεν θα γέμιζε τις αίθουσες. Και όχι, δεν ισχύει αυτό που λένε, ότι σε καιρούς κρίσης ο κόσμος στρέφεται στον πολιτισμό. Σε καιρούς κρίσης και θέατρα κλείνουν και πολλές ομάδες υποφέρουν και πολλοί καλλιτέχνες δεν μπορούν να υποστηρίξουν το έργο τους. Και να πω και κάτι άλλο: με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση στείλαμε στο εξωτερικό περισσότερες από δέκα ελληνικές παραγωγές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όταν βγαίνει ένα έργο στο εξωτερικό, το credit πηγαίνει στον δημιουργό και στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Αυτό σημειώνεις. Μπορεί να μη θυμηθείς ποιος ήταν ο παραγωγός. Παράλληλα, γινόμαστε συμπαραγωγοί σε μεγάλες ξένες παραγωγές, γιατί θέλουμε, όταν ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου μια παράσταση, να έχει τη σφραγίδα και ενός ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού. Έτσι μόνο μπορούμε να μπούμε στην παγκόσμια αγορά του πολιτισμού. Εκεί πρέπει να είμαστε. Εκεί να ανήκουμε».
Πόση εξοικείωση έχουμε με τον σύγχρονο πολιτισμό; Πόσο εμπιστευόμαστε μια επιλογή που δεν ακούει σε ένα «βροντερό όνομα»; Και με ποιον τρόπο η εξοικείωση γίνεται αγάπη; Μια σειρά από δράσεις σε μια σχολή στην καρδιά της πόλης μπορεί να καταργήσει κάποια όρια που υπάρχουν. Ανάμεσα στον θεατή και τη σκηνή, στον επισκέπτη ενός μουσείου και σ' ένα έργο κρεμασμένο στον τοίχο.
«Ξεκινάμε από την εξοικείωση. Είναι καθαρά θέμα πρόθεσης. Αν είσαι ανοιχτός, δεν είναι δύσβατος ο δρόμος. Δεν μπορείς να βασίζεσαι μόνο στο "βροντερό όνομα". Όσο για την εμπιστοσύνη, χτίζεται. Αν οι πολιτιστικοί οργανισμοί λειτουργούμε με συνέπεια, το κοινό ανταποκρίνεται. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος πώς θα σου βγει μια παραγωγή. Στη Στέγη παίρνουμε ρίσκα. Δεν βγαίνει πάντα. Κανείς δεν θέλει την αποτυχία. Αλλά παίρνουμε τα πράγματα πολύ προσωπικά, σαν στοίχημα. Τι συμβαίνει όταν βγαίνουμε στους δρόμους; Το κοινό ακολουθεί, γιατί καταλαβαίνει ότι το "έξω" γίνεται όταν υπάρχει λόγος. Γιατί κάποιες παραστάσεις, κάποιες δράσεις, ανήκουν εκεί έξω, όχι στη σκηνή».
Τι θα δει κάποιος όταν θα πάει στη Διπλάρειο;
«Στη Διπλάρειο θα δούμε ό,τι δεν "βλέπουμε". Ένας τόπος αλλάζει αν τον περπατήσεις μια φορά "αλλιώς". Αυτό θέλουμε. Κάθε δράση να γίνει μια προσωπική στιγμή. Να έρθεις σε επαφή με κάτι που είσαι βέβαιος ότι γνωρίζεις και η βεβαιότητα να ανατραπεί. Αυτό εγγράφεται για πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι που εδώ και χρόνια δεν έχουν πάει στην πλατεία Θεάτρου. Δικαιολογημένα. Είναι πολύπαθη. Θα εκπλαγούν. Δεν σας λέω "ελάτε στο κέντρο για να το σώσουμε. Ελάτε για να το ζήσουμε, γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζει ένα κέντρο". Η Διπλάρειος είναι πέντε λεπτά από την Ομόνοια και δέκα από το Σύνταγμα και το Μοναστηράκι. Δεν σας λέω ότι εμείς, ως φωστήρες, θα αλλάξουμε το μέρος. Θα το ζωντανέψουμε όμως. Θέλουμε, όποιος φτάσει, να κάνει μια καινούργια εγγραφή πάνω σε μια ταινία που νομίζει ότι έχει γραφτεί για τα καλά. Δεν είναι θέμα trend. Έχουμε δει και πολλά συντηρητικά πράγματα σε πολύ προχωρημένα υπόγεια. Αυτό είναι κάτι παλιό και δεν σημαίνει τίποτα σήμερα. Δεν είναι μια παραξενιά μας. Γιατί αν κάνεις κάτι για την παραξενιά και μόνο, διαλύθηκες, απέτυχες, είναι τέχνασμα, δεν έχει ειλικρίνεια. Εγώ υποκλίνομαι στον επισκέπτη. Αν τον ξεγελάσω με το αμπαλάζ, την ώρα που θα δει το περιεχόμενο, μου έχει γυρίσει την πλάτη. Και δεν θέλω να κάνω καμία σχέση της χαμένης ευκαιρίας. Θέλω να είμαστε ίσοι. Αυτό περιέχει όλη τη σχέση μας: ίσοι».
Strange Cities: Athens
Παράξενες Πόλεις: Αθήνα
20 Απριλίου - 28 Ιουνίου 2015
Διπλάρειος Σχολή, Πλατεία Θεάτρου 3
Ώρες λειτουργίας: καθημερινά, 12:00-21:00
Είσοδος ελεύθερη
www.sgt.gr
σχόλια