Κάπου εκεί κοντά στον Ιλισσό, «το σημείο απ' όπου λένε πως άρπαξε ο Βοριάς την Ωρείθυια», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Φαίδρος στον Σωκράτη, λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη και με το δροσερό αεράκι να φτάνει από τη θάλασσα, νιώθεις να χτυπάει η καρδιά της Αθήνας. Εκεί, ανάμεσα στη Γαργαρέττα και το Ολυμπιείο έκοβε βόλτες μικρός και ο Νίκος Σκουτερόπουλος, ο σπουδαίος μεταφραστής της πλατωνικής Πολιτείας και της θουκυδίδειας Ιστορίας, αναπνέοντας κάτω «από τους αττικούς ουρανούς που σκαρφαλώνουν στο κεφάλι», όπως έγραφε κι ένας άλλος κάτοικος της περιοχής, ο Γιώργος Σεφέρης.
Γέννημα-θρέμμα Αθηναίος κι ο ίδιος ο μεταφραστής, φιλόλογος και πανεπιστημιακός Σκουτερόπουλος, είχε κάθε λόγο να αγαπήσει το αττικό φως, να νιώσει πώς ακριβώς κάρφωναν τότε τις ψυχές τα λόγια του Περικλή, πώς δρόσιζε το αττικό πλατάνι τους πρωταγωνιστές, πώς φυσούσαν, συνεπαίρνοντας τον νου του, τα δηκτικά, περιπαικτικά λόγια του Σωκράτη. «Όμορφο είναι το ποταμάκι, καθαρό και διάφανο, θα μπορούσαν εδώ δίπλα να παίζουν κορίτσια» είναι η χαρακτηριστική περιγραφή του Φαίδρου για την περιοχή στην πολύ όμορφη απόδοση του Σκουτερόπουλου και στην καλαίσθητη έκδοση του Φαίδρου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις (από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν, και πάλι από τον Σκουτερόπουλο, η Πολιτεία του Πλάτωνα και η βραβευμένη Ιστορία του Θουκυδίδη).
Εκεί, κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στον ποταμό με την οργιώδη φύση της Αττικής, μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε ένας από τους πιο όμορφους και καλοσκηνοθετημένους διαλόγους του Πλάτωνα, που με αυτήν τη σύγχρονη μετάφραση του Ν.Μ. Σκουτερόπουλου αποκτά άλλη ισχύ. Δεν μπορώ να μην επισημάνω στον μεταφραστή του τη φρεσκάδα που έχει η απόδοσή του – σε σημείο που κανείς να φαντάζεται ότι οι συνομιλητές δεν είναι φιλόσοφοι ή ρήτορες που έζησαν τόσους αιώνες πριν αλλά δυο σύγχρονοι Αθηναίοι. Αναρωτιέμαι αν είχε κάποιους αντίστοιχους αναγνώστες στο μυαλό του ή κάποιους νέους που συχνάζουν σήμερα στις ίδιες περιοχές όταν μετέφραζε: «Μεταφράζοντας έχω στον νου μου αποκλειστικά και μόνο το κείμενο και όχι μια ορισμένη κατηγορία αναγνωστών» ομολογεί. «Αν η μετάφραση είναι στρωτή και ρέει ανεμπόδιστα, ο όποιος αναγνώστης θα έχει την εντύπωση πως και ο ίδιος έτσι θα το είχε μεταφράσει».
Με τον Φαίδρο ο Πλάτωνας δείχνει ότι η ρητορική μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αληθινής επιστήμης με την προϋπόθεση ότι ο ρήτορας θα γνωρίζει την ουσία του αντικειμένου για το οποίο μιλάει και το αληθές σχετικά με αυτό.
Ωστόσο, ο Φαίδρος είναι ένας διάλογος που μιλάει για τον έρωτα, για την καλλιέργεια της ψυχής, για την ομορφιά, για τα ρητορικά και άλλα παιχνίδια. Είναι ίσως το πιο λυρικό έργο του Πλάτωνα, ή τουλάχιστον ένα έργο όπου οι διάλογοι είναι πιο χαλαροί και το κλίμα σαφώς πιο ερωτικό, ανάλαφρο και παιγνιώδες. Δεν μπορώ να μη ρωτήσω πώς αποφάσισε να μεταφράσει ένα τόσο όμορφο έργο σε καιρούς χαλεπούς: «Εντελώς συμπτωματικά, ο Φαίδρος συμβαίνει να παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αναφέρομαι ειδικά στο σημείο του διαλόγου, όπου ένας Αιγύπτιος θεός, ο Θαμούς, συζητάει με κάποιον Θευθ, ο οποίος, έχοντας εφεύρει τα γράμματα και τη γραφή, πίστευε πως με αυτό είχε κάνει τους Αιγυπτίους σοφότερους και με καλύτερο μνημονικό. Σε αυτόν ο Θαμούς αντιτείνει ότι η εφεύρεσή του θα φέρει λήθη, αφού το μνημονικό τους θα πάψει να ασκείται και οι άνθρωποι δεν θα ανακαλούν κάτι στη μνήμη τους από μέσα τους αλλά από κάποια ξένα σημάδια και ότι, επομένως, δεν βρήκε της μνήμης το φάρμακο (ούκουν μνήμης) αλλά της υπενθύμισης (αλλά υπομνήσεως). Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει σήμερα με την τεχνολογική επανάσταση του Διαδικτύου.
Οι αδιαμφισβήτητα τεράστιες δυνατότητές του, με το στο έπακρο διευρυμένο πεδίο των πληροφοριών, εμπεριέχουν και ορισμένους κινδύνους που αφορούν άμεσα την κριτική ικανότητα του ανθρώπου. Έχοντας απέναντί του ο άνθρωπος ένα απέραντο πλήθος πληροφοριών και απόψεων, εύκολα είναι δυνατόν η προσπάθειά του να κατασκευάσει ένα νοητικό σχήμα για την ερμηνεία του πραγματικού, να τον οδηγήσει σε ερμηνευτικά σχήματα που του προσφέρονται έτοιμα, σε εκτιμήσεις που δεν είναι σε θέση να τις συλλάβει και να τις κρίνει και, τελικά, σε έναν εντελώς μηχανικό τρόπο εργασίας. Η ικανότητά του να αξιολογεί σωστά μια άποψη μειώνεται: αντιθέτως, διευκολύνεται η άκριτη προσφυγή σε έτοιμες πληροφορίες, στην υιοθεσία ερμηνειών που του προσφέρονται έτοιμες, σε αποδοχή δάνειας γνώσης. Η πραγματικότητα συρρικνώνεται έτσι σε έτοιμα δεδομένα».
Κι αυτό σημαίνει ότι τελικά η πλειονότητα προτιμά να μην αναζητά τα δεδομένα και να δέχεται άκριτα οτιδήποτε της δίνεται και χωρίς την περιέργεια για το τι κρύβεται, τελικά, κάτω από τα πλατάνια και πίσω από τις λέξεις. Αντίστοιχα, πάλι, στην εποχή μας αφθονούν κι οι ψευδεπίγραφοι ρήτορες, εκείνοι που τους αρέσει να παραπλανούν με ωραίους λόγους – στους οποίους αναφέρεται εκτενώς ο Σωκράτης στον Φαίδρο. Οι Αττικοί ρήτορες και οι πολιτικοί αποδεικνύονται ιδιαίτερα ταλαντούχοι στο να κατασκευάζουν λόγους, κάτι που ο Σωκράτης απέδιδε στους «θεούς τούτου του τόπου. Ίσως ακόμη κι αυτά τα φερέφωνα των Μουσών, οι τραγουδιστές πάνω από τα κεφάλια μας, να έχουν εμπνεύσει και σε εμάς αυτό το χάρισμα» παραδέχεται με τον γνωστό ειρωνικό του τρόπο ο Σωκράτης και αυτομάτως η κουβέντα έρχεται στο κρίσιμο θέμα της πολιτικής και της ρητορικής. Περισσότερο, επομένως, από το θέμα του έρωτα –και ειδικά τη σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή που ήταν κυρίαρχη τα χρόνια του Σωκράτη (αυτή του εραστή και του ερωμένου)–, ο Σκουτερόπουλος επιμένει ότι στην καρδιά του Φαίδρου κρύβεται το θέμα της ρητορικής, του λόγου και της γραφής. Θεωρεί πως ο έρωτας είναι απλώς η αφορμή, ένα όμορφο τέχνασμα για να θιχτούν τα ουσιαστικά ζητήματα της γνώσης – σε αυτό το σημείο ο ίδιος φαίνεται να ασπάζεται τη γνώμη κι άλλων σπουδαίων φιλολόγων.
«Πιστεύω ότι στον Φαίδρο το κέντρο βάρους εντοπίζεται στη ρητορική και όχι στον εκτενή δεύτερο λόγο του Σωκράτη (243e-257b), ένα κείμενο υπερβατικό, μεταφυσικό. Στην Αθήνα των τελευταίων δεκαετιών του 5ου και των πρώτων του 4ου αι., όταν γραφόταν ο Φαίδρος, η ρητορική έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή. Από τη ρητορική δεν εξαρτιόταν μόνο η επιτυχία και η ανάδειξη ενός πολιτικού αλλά σε τελική ανάλυση ακόμα κι η ίδια η προσωπική του επιβίωση. Διότι η πολιτική δύναμη βρισκόταν στη συνέλευση του λαού (εκκλησία του δήμου) και η δικαιοσύνη απονεμόταν στα μεγάλα λαϊκά δικαστήρια, όπως η Ηλιαία, με κληρωτούς δικαστές. Η ρητορική είχε γίνει πια αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης από τους λεγόμενους ρητοροδιδασκάλους. Με τον Φαίδρο ο Πλάτωνας δείχνει ότι η ρητορική μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αληθινής επιστήμης με την προϋπόθεση ότι ο ρήτορας θα γνωρίζει την ουσία του αντικειμένου για το οποίο μιλάει και το αληθές σχετικά με αυτό».
Κι ίσως αυτή η οπτική για την αναζήτηση της ουσίας, της αλήθειας και της ομορφιάς να συνταιριάζεται με εκείνο το αιώνιο ρομαντικό ιδεώδες για τα απόλυτα κείμενα που έλεγαν πως μας φέρνουν σε επαφή με το χαμένο κέντρο της ψυχής μας. Τον ρωτάω αν είναι, επομένως, συνειδητή η απόφασή του να μεταφράζει κείμενα που αναζητούν την ουσία της αλήθειας, σπουδαία έργα πολιτισμού. Παραδέχεται πως όντως δεν έχει κάνει ποτέ «μεταφράσεις κατά παραγγελία». «Ευτύχησα ως πανεπιστημιακός βοηθός πριν από πολλά χρόνια να έχω τη δυνατότητα να διαλέγω εγώ τα κείμενα που μετέφραζα. Όταν έκρινα ότι κάποιο θα ήταν καλό να μεταφραστεί στη γλώσσα μας, το μετέφραζα». Ίσως γι' αυτό η μετάφραση να φαντάζει σε ανθρώπους σαν τον Σκουτερόπουλο ένα καθολικό έργο, κάτι σαν ένα αρκαδικό ιδεώδες, η ιερή αποστολή ενός ρομαντικού ανθρώπου. Τον ρωτάω τι από όλα αυτά είναι για εκείνον η μετάφραση. «Και αυτά που αναφέρετε, αλλά και πολλά άλλα» είναι η απάντησή του. «Χρέος του μεταφραστή είναι να προσπαθεί να υπηρετεί όσο καλύτερα μπορεί το πρωτότυπο» είναι η βασική αρχή του. «Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο. Όπως λέει κάπου ο Σοπενάουερ, σε κάθε μετάφραση το πνεύμα παίρνει ένα άλλο σώμα, "η μετάφραση είναι ένα είδος μετεμψύχωσης". Συγκεκριμένοι κανόνες εδώ δεν υπάρχουν ή, κι αν υπάρχουν, εγώ τουλάχιστον δεν τους ξέρω. Η μόνη αρχή την οποία φρόντισα πάντα να τηρώ απαρέγκλιτα είναι ότι η μετάφραση πρέπει να είναι "πιστή όσο αυτό είναι δυνατόν και ελεύθερη όσο αυτό είναι αναγκαίο"».
Ίσως, τελικά, αυτή να είναι και η ευτυχία – όπως και για τον Σωκράτη, που πρεσβεύει πως τίποτα δεν μπορεί να του δώσει μεγαλύτερη αγαλλίαση από το αέναο φύτεμα των λόγων σε ψυχές ικανές να το δεχτούν. Γι' αυτό ο φιλόσοφος γυροφέρνει στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, συχνάζει στις παλαίστρες, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να συνδιαλεχθεί. Φροντίζει, μάλιστα, να εξηγήσει στον Φαίδρο την εμμονή του με την Αθήνα και την απέχθειά του για την εξοχή και τη φύση, λέγοντας πως είναι φιλομαθής. Εδώ, στο κέντρο της πόλης, βρίσκονται οι άνθρωποι και όσα τους απασχολούν, στους δρόμους της πόλης προκύπτουν απαντήσεις και οι ερωτήσεις. Εύλογα αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο Σκουτερόπουλος ασπάζεται ως βέρος Αθηναίος αυτή τη θέση – ότι η πόλη μάς μαθαίνει και όχι η εξοχή. «Νομίζω ότι η εύλογη απάντηση του Σωκράτη στην παρατήρηση του φίλου του είναι συγκεκριμένη και σαφής» είναι η απόλυτα σωκρατική απάντησή του. Τι άλλο θα απαντούσε ένας βέρος Αθηναίος όπως ο Σκουτερόπουλος και τι άλλο θα μπορούσε να γίνει από ένας πούρος αναζητητής της φιλοσοφίας και της αλήθειας;
σχόλια