Η Μαρία Ηλιού είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτις και παραγωγός.Tα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας. Είναι η δημιουργός των ντοκιμαντέρ Σμύρνη: H Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 και Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου: Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών, Τουρκία- Ελλάδα, 1922-1924.
— Ποια ήταν τα βασικά κίνητρα για να ασχοληθείτε με την ιστορία της Σμύρνης και να κάνετε το ντοκιμαντέρ «Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922»;
Ο πατέρας μου, ο Ανδρέας Ηλιού, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Έμαθε επτά γλώσσες και από μικρός ανακάλυψε τη χαρά της ζωής σ' αυτό το λιμάνι, όπου η Ανατολή και η Δύση διασταυρώνονταν με κάθε τρόπο. Το '22, μετά την Καταστροφή, παιδί ακόμη, ο Ανδρέας ήρθε στην Αθήνα. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου η Σμύρνη με στοίχειωνε. Υπήρχε παντού στη ζωή μας, στο διαμέρισμα της οδού Σόλωνος όπου μεγάλωνα. Υπήρχε στις κουβέντες μας, στα όνειρα και στους εφιάλτες μας. Η αποδοχή του διαφορετικού, οι καινούργιες ιδέες, η μουσική, τα γέλια αλλά και η νοσταλγία για τον μαγικό τόπο που περιέγραφε ο πατέρας μου υπήρχαν με κάθε τρόπο στην καθημερινότητά μας. Καμιά άλλη πόλη στη γη δεν ήταν τόσο μοναδική. Η φράση «τα δαχτυλίδια πέφτουν, τα δάχτυλα μένουν» επέστρεφε συχνά, όπως και η ιδέα ότι η πραγματική φιλία είναι πάνω απ' όλα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η δημιουργικότητα και όχι τα υλικά αγαθά που μπορούν να εξαφανιστούν σε ένα λεπτό. Στους εφιάλτες μου η Σμύρνη καιγόταν και η θάλασσα γέμιζε πτώματα, γινόταν κατακόκκινη κι εγώ προσπαθούσα να σωθώ στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου. Ήδη από τότε προσπαθούσα να φανταστώ τη ζωή της πόλης πριν από την Καταστροφή, αλλά οι φωτογραφίες είχαν χαθεί στην πυρκαγιά. Μέσα από μια κλειδαρότρυπα ή με έναν μαγικό φανό ή με τη χρονομηχανή του Μαγιακόφσκι ήθελα να δω την καθημερινή ζωή αλλά και τι ακριβώς συνέβη και φτάσαμε στην Καταστροφή. Στις ελπίδες μας η Σμύρνη ήταν πάντα εκεί, θυμίζοντάς μας πως οι κοσμοπολίτικες πόλεις δεν θα σταματούσαν ποτέ να υπάρχουν, και ας μετακόμιζαν αλλού. Όταν έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό και όταν έζησα αργότερα σε διαφορετικές χώρες, έμεινα έκπληκτη, ανακαλύπτοντας πως η δική μας Σμύρνη, του κοσμοπολιτισμού και της χαράς της ζωής, αλλά και η Σμύρνη της Καταστροφής, ήταν άγνωστη στην Ευρώπη και στην Αμερική. Και τότε διάβασα τη φράση του Mίλερ «Η Σμύρνη έχει σβηστεί από τη μνήμη της ανθρωπότητας». Η ιδέα να κάνω μια ταινία για τη Σμύρνη είχε αρχίσει να γίνεται εμμονή. Η ευκαιρία ήρθε πριν από λίγα χρόνια, όταν στην Αμερική, την ίδια περίοδο που δουλεύαμε για το ντοκιμαντέρ Το Ταξίδι. Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική, που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2007, ανακάλυψα άγνωστα φιλμάκια και φωτογραφίες από τη Σμύρνη. Ένιωσα τότε ότι είχε φτάσει η στιγμή να δω επιτέλους μέσα από πραγματικές εικόνες την πόλη της Σμύρνης. Συγχρόνως, ήδη από το Ταξίδι είχε ξεκινήσει μια ευτυχής συνεργασία με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ. Ξαναρχίσαμε να συνεργαζόμαστε μαζί για τη Σμύρνη και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ήταν σαν να σκάβαμε το ίδιο τούνελ από δύο διαφορετικές πλευρές. Εγώ από τη μεριά του κινηματογραφιστή, που οι εικόνες γίνονται μέσα του αφηγηματικό υλικό, ο Αλέξανδρος από τη μεριά του Ιστορικού. Κι έτσι έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη όσο και για την Καταστροφή, τιμώντας τις οικογένειές μας, τον κόσμο που χάθηκε αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2012 είχε μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και σήμερα το κοινό μπορεί να αγοράσει το DVD αποκλειστικά από τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη ή στην οδό Πειραιώς.
— Τι καινούργιο έφερε το ντοκιμαντέρ σας «Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922»;
Από τη μια έφερε πίσω τις ξεχασμένες σε κλειστά ντουλάπια ευρωπαϊκών και αμερικανικών αρχείων εικόνες, που θα καταστρέφονταν αν δεν τις συντηρούσαμε, και από την άλλη έδειξε την ιστορία της Σμύρνης από μια άλλη πλευρά. Μια ματιά που κρατά αποστάσεις τόσο από μια υπέρμετρα εθνικιστική αφήγηση όσο και από νεότερες απόπειρες που αποσιωπούν τα τραγικά γεγονότα της Καταστροφής, παραμορφώνοντας την αλήθεια.
Οι Σμυρνιοί ήταν διαφορετικοί γιατί ήταν κοσμοπολίτες, μιλούσαν πολλές γλώσσες, οι γυναίκες συχνά ήταν μορφωμένες και πιο ενεργές κοινωνικά. Άλλοι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία για άλλους λόγους.
— Πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη και πώς συμβίωναν οι Έλληνες με τις άλλες εθνότητες;
Αυτό που χαρακτήριζε τη Σμύρνη, και βγαίνει πολύ καθαρά από το άγνωστο φιλμικό και φωτογραφικό υλικό της ταινίας, ήταν ο κοσμοπολιτισμός της. Η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ σημαντική, αλλά αυτό που της έδινε δυναμισμό ήταν ότι είχε αναπτυχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο, γόνιμο περιβάλλον. Υπήρχαν διαφορετικές γειτονιές στην πόλη. Η μουσουλμανική πάνω στον λόφο, η εβραϊκή λίγο πιο κει και η ελληνική κοντά στo Quai, ενώ οι Λεβαντίνοι έμεναν κυρίως στα προάστια. Ο κόσμος που προερχόταν από διαφορετικές θρησκείες, παραδόσεις και γλώσσες συνεχώς διασταυρωνόταν. Μουσουλμάνοι και εβραίοι δούλευαν για τους Ρωμιούς και τους Λεβαντίνους και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές έρευνες που δείχνουν ότι συχνά στις γιορτές υπήρχαν ανταλλαγές δώρων και πολύ φιλικές σχέσεις. Όχι σπάνια, Σμυρνιοί από διαφορετικές κοινότητες ήταν συνεταίροι σε επιχειρήσεις. Ακόμη και στις σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας πριν από την Καταστροφή, για παράδειγμα το δύσκολο 1914, όταν οι ορθόδοξοι Μικρασιάτες και Έλληνες της Μικράς Ασίας έζησαν φριχτούς διωγμούς σε άλλες πόλεις της περιοχής, για παράδειγμα στη Φώκαια, απ' όπου εκδιώχτηκαν βίαια, ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης σώθηκε χάρη στον κοσμοπολίτη Οθωμανό διοικητή της πόλης, τον Ραχμή μπέη. Επίσης, σε γενικές γραμμές οι Σμυρνιοί δεν στάλθηκαν στα τάγματα εργασίας εκείνη την περίοδο. Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη το 1919 και έγιναν επεισόδια, η κοσμοπολίτικη και ελληνική κοινότητα προστάτεψε πολλούς μουσουλμάνους. Μία από τις μαρτυρίες στο ντοκιμαντέρ μας για τη Σμύρνη, της ιστορικού Leyla Neyzi, έχει να κάνει με το πώς σώθηκε ο πατέρας της Γιολφέμ Ιρέν το 1919 από τους Έλληνες φίλους του που τον έκρυψαν στη λέσχη του Κορδελιού και όταν γύρισε στο σπίτι του, του έδωσαν να φορέσει ένα ψαθάκι αντί για το τουρκικό φέσι, για να προστατευτεί από τον ελληνικό στρατό. Το 1922, αντίστοιχα, έχουμε μαρτυρίες πως μουσουλμάνοι της Σμύρνης προστάτεψαν Έλληνες. Μία από τις μαρτυρίες στην ταινία μας είναι της Ελένης Μπαστέα, που οι γονείς της σώθηκαν χάρη στον Τούρκο γείτονα. Στην Καταστροφή οι σφαγές σε γενικές γραμμές δεν έγιναν από τους μουσουλμάνους της κοσμοπολίτικης κοινότητας της Σμύρνης αλλά από τους Τσέτες και τον κεμαλικό στρατό, δηλαδή από στοιχεία που δεν είχαν σχέση με την παράδοση της πόλης, αλλά προέρχονταν από έναν άλλο τρόπο σκέψης, εθνικιστικό, σύμφωνα με τον οποίο οι μειονότητες δεν θα είχαν πια θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκείνα τα χρόνια μεταμορφωνόταν σε τουρκικό κράτος, ένα κράτος για τους Τούρκους μόνο. Το σύνθημα ήταν «η Τουρκία στους Τούρκους». Ενώ οι σχέσεις στην κοινότητα ήταν καλές, όλα κατέρρευσαν ξαφνικά γιατί η Σμύρνη ζούσε τις τελευταίες κοσμοπολίτικες μέρες της σε έναν κόσμο που άλλαζε δραματικά. Θα έλεγα πως στο τέλος το ρεύμα της Ιστορίας παρέσυρε τις ανθρώπινες σχέσεις. Στη Σμύρνη ζούσαν ακόμη την πολυπολιτισμικότητα, την ίδια ώρα που στην υπόλοιπη Τουρκία ζούσαν τον εθνικισμό.
— Ποιοι ήταν οι λόγοι που συντέλεσαν στη δημιουργία του δεύτερου ντοκιμαντέρ σας Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών; Υπήρχε και σε αυτό κάτι προσωπικό;
Είχαμε βρει πολύ ενδιαφέρον υλικό και για τον Διωγμό και για την Ανταλλαγή και σκεφτόμασταν να το ενσωματώσουμε στο ντοκιμαντέρ της Σμύρνης. Αλλά σε μια συνάντηση που κάναμε με τον Αλέξανδρο Κιτροέφ και τον Άγγελο Δεληβορριά την άνοιξη του 2010 στο Πρίνστον, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μάς ζήτησε δύο ντοκιμαντέρ αντί για ένα. Στην αρχή αντέδρασα, ήταν πολύ επικίνδυνο οικονομικά, αλλά ευτυχώς χορηγικοί οργανισμοί από την Αμερική και την Ελλάδα συμφώνησαν. Ωστόσο, υπήρξε και ένας πολύ προσωπικός λόγος που συμφώνησα με ενθουσιασμό να μπούμε σε αυτήν τη δεύτερη περιπέτεια. Εδώ υπεισέρχεται και πάλι ένα προσωπικό στοιχείο. Μεγάλωσα με δύο πατεράδες. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, του Σμυρνιού Ανδρέα, η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν επίσης καταπληκτικό άνθρωπο, τον γιατρό Τάκη Νασούφη από την Κερασούντα, από τον Πόντο, που στάθηκε καλός δεύτερος πατέρας για μένα. Όταν ήμουν επτά περίπου χρονών και τον ρωτούσα πώς μεγάλωσε στον Πόντο, μου διηγήθηκε πως, στην ηλικία των επτά ετών, είδε ξαφνικά τον δικό του πατέρα, Έλληνα προύχοντα του Πόντου, νεκρό, να αιωρείται κρεμασμένος από ένα δέντρο στην αυλή του Διοικητηρίου της Κερασούντας. Ακόμα θυμάμαι ότι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τη φρίκη. Και ύστερα ερχόταν η διήγηση του πώς ο μικρός τότε Τάκης κατάφερε να σωθεί και να φύγει κρυφά από τον Πόντο με τη βοήθεια ενός Τούρκου γείτονα. Για πολλά χρόνια, για τη δική μας οικογένεια υπήρχε μόνο η Καταστροφή και ο πόνος του διωγμού των δικών μας ανθρώπων. Η υπόσχεση στον Τάκη, όταν έφευγα για σπουδές κινηματογράφου στην Ιταλία, να κάνω κάποτε μια ταινία για τον Διωγμό, έμεινε για τρεις δεκαετίες ανεκπλήρωτη. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης μου, σε ένα ταξίδι στη Σμύρνη με αφορμή ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, άκουσα με έκπληξη τον οικονομολόγο Muffit Bodur να μου μιλάει για το πώς αναγκάστηκε η μουσουλμανική οικογένεια της γυναίκας του να φύγει από τη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923. Όταν άρχισα να ζω και να εργάζομαι πιο πολύ στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα, μετά από έρευνα σε διάφορα αρχεία, όπως το αρχείο του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, πολλές από τις βεβαιότητες που είχα από παλιά κατέρρευσαν. Σίγουρα οι διαδοχικοί διωγμοί των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία ήταν τρομακτικά τραγικοί και βίαιοι, με αποκορύφωμα τον μεγάλο διωγμό του 1922, που μόνο τότε οι πρόσφυγες ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Αλλά και η αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, τόσο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων όσο και κατά τη διάρκεια της Ανταλλαγής –κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε σε αυτή την πλευρά του Αιγαίου–, ήταν επίσης μια ιστορία ξεριζωμού. Η παλιά μου επιθυμία και υπόσχεση να κάνω μια ταινία για τον διωγμό των δικών μας ανθρώπων άρχισε να ολοκληρώνεται μέσα μου. Ναι, θα ήταν μια ταινία για τον Διωγμό, αλλά θα ήταν συγχρόνως και μια ταινία για την αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα. Κι έτσι, με το ντοκιμαντέρ Aπό τις δύο πλευρές του Αιγαίου έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για τον Διωγμό όσο και για την Ανταλλαγή, τιμώντας τον κόσμο που χάθηκε, τον κόσμο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του, αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ αυτό έχει να κάνει με την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, αλλά έγινε και με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει προνόμιο στον πόνο.
— Πώς σχολιάζετε το γεγονός πως όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκαν φιλικά;
Η Αθήνα σε σχέση με τη Σμύρνη ήταν μια πόλη όπου σε γενικές γραμμές ζούσαν μόνο Έλληνες, δεν είχε την πολυπολιτισμικότητα της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία γιατί ήταν διαφορετικοί. Πρόσφυγες ερχόντουσαν από διαφορετικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σμυρνιοί ήταν διαφορετικοί γιατί ήταν κοσμοπολίτες, μιλούσαν πολλές γλώσσες, οι γυναίκες συχνά ήταν μορφωμένες και πιο ενεργές κοινωνικά. Άλλοι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία για άλλους λόγους. Πολλοί από τους Καππαδόκες μιλούσαν τουρκικά ή καραμανλίδικα και αυτό τους έκανε επίσης να φαίνονται ξένοι. Αλλά ένα από τα μεγάλα προβλήματα ήταν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και ήρθαν όλοι μαζί σε λίγους μήνες. Η μικρή Ελλάδα τότε πλημμύρισε γιατί δέχτηκε περίπου 1.000.000 πρόσφυγες. Είναι πολύ γνωστό πως οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν άσχημα και σε πολλές περιπτώσεις με τρομακτική αδιαφορία ή και εχθρότητα. Αυτό που δεν είναι γνωστό στην Ελλάδα, όμως, είναι ότι με αντίστοιχη εχθρότητα αντιμετωπίστηκαν οι μουσουλμάνοι που έφυγαν με την Ανταλλαγή από την Ελλάδα. Όταν οι μουσουλμάνοι που είχαν φύγει από τη Μακεδονία έφτασαν στην Τουρκία, στην Καππαδοκία, στο Μουσταφά Πασά, οι Τούρκοι εκεί στην αρχή τούς πρόσφεραν φαγητό για να τους καλωσορίσουν, αλλά μόλις κατάλαβαν πως οι πρόσφυγες δεν μιλούσαν τουρκικά, τους πήραν πίσω το φαγητό, γιατί τους θεώρησαν γκιαούρηδες! Αυτή είναι η μαρτυρία της Sureyya Aytas από τη Δυτική Μακεδονία στο ντοκιμαντέρ μας. Στην Τουρκία εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε η ιδέα «Τούρκοι μιλάτε τουρκικά» και στην πραγματικότητα απαγορευόταν στους μουσουλμάνους που είχαν έρθει από την Ελλάδα στην Τουρκία να μιλούν ελληνικά και στους χριστιανούς ορθόδοξους που είχαν έρθει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα αντίστοιχα απαγορευόταν να μιλούν τουρκικά. Και οι μεν και οι δε έπρεπε να ξεχάσουν τις χαμένες πατρίδες, οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας έπρεπε να γίνουν γρήγορα μόνο Τούρκοι και οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας να ξεχάσουν αυτά που τους έδεναν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και να γίνουν στην Ελλάδα αμέσως μόνο Έλληνες. Πολύ αργότερα άρχισαν οι Μικρασιάτες Έλληνες να έχουν το δικαίωμα να νιώθουν ανοιχτά περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους.
— Επίσης, μιλάμε για ανθρώπους που με τον ερχομό τους άλλαξαν πολλά στις τέχνες, το εμπόριο, τη μουσική και τον πολιτισμό.
Πιστεύω ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τόσο άσχημα αντιμετωπίστηκαν από τους Έλληνες της Ελλάδας έφεραν πολύ σημαντικά δώρα στην καινούργια τους πατρίδα, παρόλο που οι περισσότεροι ήρθαν, έχοντας χάσει όλη τους την περιουσία. Όμως κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο να ζεις, κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά σου. Σε γενικές γραμμές, όντες κοσμοπολίτες, μορφωμένοι, άνθρωποι του εμπορίου και της ανάπτυξης, οι πρόσφυγες έφεραν μια νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα, που τα επόμενα χρόνια άνθησε. Άλλοι άνοιξαν επιχειρήσεις, άλλοι έγιναν εργάτες σε εργοστάσια, άλλοι έγιναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και ποιητές μας. Ας θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφεριάδη, τον Σεφέρη, τον μεγάλο μας ποιητή που έζησε στη Σμύρνη τα παιδικά του χρόνια και που στην ποίησή του κουβαλάει τη νοσταλγία για τη χαμένη του πατρίδα. Αυτός ο κοσμοπολίτης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του '30 αλλά και το πρώτο Νόμπελ για την Ελλάδα. Κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε από αυτή την πλευρά του Αιγαίου είναι πως ενώ για την Ελλάδα το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής ήταν ο κόσμος που ήρθε εδώ από τη Μικρά Ασία, για την Τουρκία, όπως λέει συχνά και ο Τούρκος ιστορικός Caglar Keyder, το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής δεν είναι τόσο οι μουσουλμάνοι που έφτασαν όσο οι Χριστιανοί ορθόδοξοι που έφυγαν. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν το εμπόριο στα χέρια τους, ήταν σε γενικές γραμμές οι αστοί τον τελευταίο αιώνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν εκδιώχθηκαν από την Τουρκία δημιουργήθηκε ένα κενό και τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1922 άρχισε να δημιουργείται μια νέα αστική τάξη στην Τουρκία από Τούρκους που είχαν πιο πολύ να κάνουν με την Άγκυρα και το νέο τουρκικό κεμαλικό κράτος.
— Στο ντοκιμαντέρ «Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου», οι διηγήσεις των ιστοριών γίνονται και από τις δύο πλευρές. Πιστεύετε ότι την εποχή μας μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες;
Ναι, μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες, όταν έχουμε να κάνουμε με προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που δεν έχουν πολιτικές σκοπιμότητες. Η κρατική Ιστορία είναι πολύ διαφορετική από τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Οι προσωπικές, μικρές ιστορίες είναι αυτές που μας δείχνουν πόσο σύνθετα είναι τα πράγματα. Όπως έχει πει ο Bruce Clark, ένας από τους βασικούς ομιλητές στην ταινία μας και συγγραφέας του υπέροχου βιβλίου Δυο φορές ξένος, «το διαβατήριο που κρατάμε συχνά δεν λέει πολλά για την προσωπική μας ιστορία, που μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκη». Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μιλήσουν για τις ιστορίες τους πραγματικά, όπως τις έζησαν. Και πάλι ο Caglar Keyder λέει στην ταινία μας πως για πολλές δεκαετίες στην τουρκική επίσημη Ιστορία ήταν σαν να μην υπήρχαν επί αιώνες Έλληνες και Αρμένιοι στη Μικρά Ασία και αυτό δημιουργούσε ένα τραύμα στους κατοίκους της Τουρκίας που είχαν συνυπάρξει παλιότερα με Έλληνες και Αρμένιους και σε πολλές περιπτώσεις ζούσαν μέσα στα σπίτια που έχτισαν και άφησαν πίσω τους οι Έλληνες. Επρόκειτο για τραύμα που γινόταν αντιληπτό σαν ψέμα. Εμείς πήραμε συνέντευξη από μουσουλμάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς που με μεγάλη ειλικρίνεια μίλησαν και για τη δική τους ιστορία αλλά και για τους Έλληνες που εκδιώχθηκαν. Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια και αν κανείς πλησιάσει τον κόσμο που έζησε τον Διωγμό και την Ανταλλαγή και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, θα μείνει κατάπληκτος διαπιστώνοντας πως όλοι θέλουν να μιλήσουν με μεγάλη ειλικρίνεια για το τι συνέβη. Από τις μικρές αυτές καθημερινές ιστορίες βγαίνουν οι μεγάλες αλήθειες της Ιστορίας.
— Υπάρχει κάποια εικόνα που να σας ακολουθεί και να έχει σχέση με την απέναντι πλευρά του Αιγαίου;
Βράδυ, στο Τσεσμέ, στον κεντρικό δρόμο, στο ρολογάδικο του Husnu Karaman, μια ανοιξιάτικη νύχτα του 2010. Ενώ μιλάμε για την προεργασία του ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και λέμε ότι τα γυρίσματα θα γίνουν μετά από έναν χρόνο στη Χάλκη, ο Husnu μας μιλάει για το Ηράκλειο της Κρήτης, τη χαμένη του πατρίδα, και ξαφνικά τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μια βδομάδα αργότερα, στη Βόρεια Ελλάδα, συναντώ την Καλλιόπη Γεωργιάδη με καταγωγή από την Καππαδοκία, που μόλις μας μιλάει για το Eski Memleket, την παλιά χαμένη πατρίδα της, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Πραγματικά, δεν υπάρχουν προνόμια στον πόνο της προσφυγιάς. Είναι ίδιος σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι μικρές διηγήσεις, οι μικρές ιστορίες είναι αυτές που δείχνουν τις αντιφάσεις και τις αλήθειες, αλήθειες περίπλοκες της Ιστορίας.