Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα από τότε γιατί φύγαμε πριν κλείσω τα δύο. Μέσα στα χρόνια, όμως, είχε αποκτήσει σαφώς θετικό πρόσημο από τις νοσταλγικές αφηγήσεις των γονιών μου που είχαν περάσει εκεί τα χρόνια τους ως νιόπαντροι. Επανήλθα μεγάλος, συνήθως ως διαπιστευμένος δημοσιογράφος/τουρίστας σε διάφορα φεστιβάλ κινηματογράφου Νοέμβρη μήνα, όπου πάντα περνούσα τέλεια. Δεν μπορώ να φανταστώ τη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι, μου φαίνεται εντελώς οξύμωρο. Αντίθετα, η Αθήνα παραμένει αιωνίως καλοκαιρινή στο μυαλό μου, μάλλον επειδή μεγάλωσα στα νότια, συγκεκριμένα στο Άνω Παλαιό Φάληρο (Πικροδάφνη aka Κοψαχείλα), κοντά στα νεκροταφεία, αλλά κοντά σχετικά και στη θάλασσα, που κάποτε φαινόταν στο βάθος από το μπαλκόνι του πατρικού.
• Ακούγεται κλισέ και προϊστορικό, αλλά στην περιοχή όπου μεγάλωσα υπήρχαν όχι μόνο άπειρες αλάνες (οικόπεδα που περίμεναν τη σειρά τους για ανοικοδόμηση), αλλά ακόμα και πρόβατα (αλήθεια!), επικά χαλάσματα, η ρημαγμένη πρώην θερινή κατοικία του Ελ. Βενιζέλου, ένα ρέμα με βατράχια και ένα δασάκι γεμάτο φιστικιές. Ήταν δεδομένο για μένα και τον αδελφό μου ότι ήμασταν τυχεροί που είχαμε τόση απλά και τόσες πίστες εκτός σπιτιού. Στις αργίες, έφευγες μέρα από το σπίτι και επέστρεφες νύχτα, διαλυμένος και πλήρης, ακόμα και τα κορίτσια. Αυτό μοιάζει πλέον ασύλληπτο. Οι γονείς ή κάποιος εξουσιοδοτημένος ενήλικας είναι πάνω από τα παιδιά διαρκώς τη σημερινή εποχή. Έχει ξεφύγει το φοβικό κλίμα και συχνά μάλιστα ασχέτως των πραγματικών περιστάσεων.
• Ο Φλοίσβος, το Έδεμ, η Μαρίνα του Αλίμου, το Καλαμάκι (με το λούνα παρκ), ο Άγιος Κοσμάς, τα Αστέρια (η πλαζ) στη Γλυφάδα, ήταν πολύ οικεία μέρη από τα παιδικά χρόνια ακόμα, αλλά και όλη η παραλιακή γενικότερα, μέχρι Βάρκιζα και πιο πέρα. Πηγαίναμε συχνά βόλτες μέχρι εκεί με το οικογενειακό αυτοκίνητο τις Κυριακές. Έχω ακούσει κατά καιρούς πολλούς –και γυναίκες και άντρες– να δηλώνουν τραυματισμένοι ως παιδιά από το σήμα της «Αθλητικής Κυριακής» επειδή το εκλάμβαναν ως ξυπνητήρι και συναγερμό, ως ηχητική μπάντα των τίτλων τέλους του Σαββατοκύριακου, ενώ ακόμα δεν είχαν προλάβει να προετοιμαστούν για το σχολείο τη Δευτέρα. Το κατανοώ, αλλά εμένα η εκπομπή με το κλασικό σήμα μού φαινόταν σούπερ συναρπαστική κατάληξη της Κυριακής. Κατά τ' άλλα, θυμάμαι από πολύ παλιά να με πιάνει τακτικά μαύρη μελαγχολία τις Κυριακές (όχι τόσο για το σχολείο, αλλά γενικώς και αορίστως) και εξακολουθεί να με πιάνει ασχέτως των υποχρεώσεων της όποιας Δευτέρας. Καμία απολύτως εξέλιξις σ' αυτό το ζήτημα, και σε διάφορα άλλα, για να είμαστε ειλικρινείς.
Τώρα που θα γίνω πενήντα σε λιγότερο από δύο χρόνια –και σκοπεύω να εξαφανιστώ από προσώπου γης για την περίσταση εκείνη– δεν έχω ιδέα πώς να το πάρω. Όσο ψύχραιμα και να το πάρει κανείς, είναι βαρύ κι ασήκωτο. Είναι η πόρτα που οδηγεί σε αρρώστιες και γεράματα, τα οποία δεν είναι ηρωικός αγώνας, είναι μακελειό, που έλεγε κι ο Φίλιπ Ροθ, και το βλέπει κανείς και τριγύρω του μεγαλώνοντας.
• Με την εφηβεία, το κέντρο του ενδιαφέροντος στράφηκε στη Νέα Σμύρνη, όπου πήγαινα σχολείο (δυο βήματα από το σπίτι στην πραγματικότητα). Γυμνάσιο και λύκειο πήγα στην Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνης), ένα από τα επονομαζόμενα και πρότυπα σχολεία, που αποστολή είχαν (και έχουν, υποθέτω) να «ξεφορτώσουν» τη συντριπτική, αν όχι την απόλυτη, πλειονότητα των μαθητών τους στα AEI. Κάτι που ίσχυσε και στη δική μου τάξη, η οποία ήταν η δεύτερη μόλις που δέχτηκε κορίτσια, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να φτάσεις στο λύκειο για να σε προσέξει κάποια κοπέλα από μικρότερη τάξη. Το πεδίο εφηβικής ελευθερίας ήταν η Νέα Σμύρνη (η πλατεία και τα πέριξ αλλά και τα γήπεδα του Μίλωνα και του «Φάρου») που έμοιαζε πολύ πιο ζωντανή (με τα στέκια της, τα δισκάδικά της, τα φρικιά της, τα πανκιά της κ.ο.κ.) από το «γηριατρικό» Π. Φάληρο.
• Γενικά, αν μου ζητούσαν να προσδιοριστώ βάσει τοπικής καταγωγής, θα δήλωνα «από τη Νέα Σμύρνη» – παρότι γεννήθηκα αλλού, τεχνικά έμενα αλλού, ο μπαμπάς ήταν από την Κρήτη και η μαμά από την Κεφαλονιά, όπου έχω περάσει ατελείωτα καλοκαίρια.
• Η ιδέα της Αθήνας, του κέντρου δηλαδή, προκαλούσε δέος ακόμα στην τότε προαστιακή μας αντίληψη, αλλά με κάτι φροντιστήρια, με κάτι χορούς και με το ένα και με το άλλο σιγά-σιγά άρχιζε να ανοίγει κι αυτή η πόρτα, που ήταν και ο στόχος δηλαδή για τη μετα-εφηβική, μετα-σχολική ζωή: πανεπιστήμιο, ανεξαρτησία, αέναο «flâneurικό» και καλά κωλοβάρεμα και συγκλονιστικά ξενύχτια στο κέντρο της πόλης. Από Εξάρχεια μέχρι πλατεία Μαβίλη, από Λυκαβηττό ως Στρέφη, από Κολωνάκι μέχρι Πλάκα. Ακόμα και σήμερα αυτές οι περιοχές μού φαίνονται πιο οικείες απ' όλες τις υπόλοιπες και με διαφορά.
• Η αγαπημένη μου βόλτα είναι από την πλατεία Μαβίλη προς το κέντρο, μέσα από τις παρυφές του Λυκαβηττού, περιοχή που νομίζω ότι είναι από τις πιο ωραίες περιπτώσεις αστικού τοπίου παγκοσμίως. Με το downtown δεν το έχω και τόσο πολύ, παρότι κι αυτές οι «πρώην υποβαθμισμένες» περιοχές του ιστορικού κέντρου έχουν σαφώς πλέον τους δικούς του σύγχρονους αστικούς θρύλους και τα δικά τους σύγχρονα ορόσημα μετά τις διάφορες απόπειρες «εξευγενισμού» της τελευταίας εικοσαετίας. Η ζωή, με την έννοια της συγκέντρωσης όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων μέρα και νύχτα, μοιάζει να έχει επικεντρωθεί κάπου στη μέση τα τελευταία χρόνια, από το Σύνταγμα ως το Μοναστηράκι, εκεί όπου βολοδέρνει παράλληλα και ο σκληρός τουριστικός πυρήνας. Η Πανεπιστημίου είναι ο πιο θλιβερός μεγάλος δρόμος της πόλης.
• Θυμάμαι καμιά φορά την περιοχή γύρω από το «01», τη Βαρβάκειο, την πλατεία Θεάτρου, την Κουμουνδούρου, τις παλαίμαχες Ελληνίδες σεξεργάτριες, τους Ρώσους με τα τσιγάρα, την κάτω από την Αθηνάς περιοχή γενικά μέσα της δεκαετίας του '90, που ήταν ακόμα «όπως παλιά» και μου φαινόταν απόκοσμη και εξωτική και αυθεντική και λούμπεν και τέτοια ωραία. Άλλος εντελώς κόσμος από τα χρόνια της Αγγλικής Φιλολογίας, όταν το περιβάλλον εναλλασσόταν μεταξύ Φιλοσοφικής Ζωγράφου και Σόλωνος & Μασσαλίας ή «Σόλωνος & Μαλακίας», όπως έλεγε την ευρύτερη περιοχή της Νομικής ένας φίλος τότε.
• Στο «01» με έφερε η Λένα Παπαδημητρίου, πιστεύοντας –ορθότατα, όπως απεδείχθη– ότι στη χειρότερη περίπτωση θα έβρισκα κάτι, προσωρινό έστω, να απασχοληθώ δημιουργικά, γράφοντας για ένα σωρό μουσικά, λογοτεχνικά, κινηματογραφικά, αισθητικά γενικώς κολλήματα, εν αναμονή μιας αλληλουχίας αναβολών από τον στρατό μετά από ένα ενδιαφέρον, περιπετειώδες αλλά επί της ουσίας άχρηστο επαγγελματικά μεταπτυχιακό στη θεωρία του κινηματόγραφου. To master το είχα κάνει στο Νόριτς, όπου έζησα έναν χρόνο, ερωτεύτηκα και ξε-ερωτεύτηκα τη σκληρή κριτική θεωρία και ακόμα προσπαθώ να αποτινάξω μια έλξη προς όλα τα καλά και τα κακά μιας βαθιάς «αγγλίλας».
• Το πρώιμο ΚΛΙΚ, πριν από την «ξεκωλίαση», ήταν ok για λίγο – ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο μέχρι τότε, ο «Ταχυδρόμος» έπαιζε ακόμα τον ρόλο ενός διστακτικού lifestyle με κάτι in και out, κάποιες πιο προχωρημένες στήλες και θεματολογία τύπου «Με τον Βλάσση στης Αλίκης». Για κάποιον σαν κι εμένα, όμως, που είχε αναλώσει πολύ από τον χρόνο του μπουκώνοντας αμάσητη την αισθητική και την κουλτούρα των βρετανικών κυρίως «ψαγμένων περιοδικών εναλλακτικού lifestyle», όπως το «Face» (εικονογραφήσεις του οποίου έκλεβε αυτούσιες ο «Σχολιαστής» και τις έβαζε ως αφηρημένο ντεκόρ στη δική του θεματολογία – respect!), το «01» ήταν το απολύτως ιδανικό: ένα ελληνικό περιοδικό παρουσίασης σύγχρονων τάσεων με πραγματικά ρεπορτάζ, νέα γλώσσα, επαφή με τις νεανικές (υπο)κουλτούρες, τις indie και τις rave φυλές, αλλά συγχρόνως ξεχωριστά ιδιοσυγκρασιακό –και περιέργως ελληνικό εν τέλει– στον τρόπο που συνδύαζε διαφορετικά ενδιαφέροντα περί τέχνης, ερωτισμού, πολιτικής, ποπ κουλτούρας και οτιδήποτε έμοιαζε καίριο, είτε προερχόταν από το mainstream είτε από το underground.
• Το «01» είχε συχνά τεταμένες σχέσεις με μεγαλοπαράγοντες και των δύο αυτών ευρύτερων χώρων, επειδή ακριβώς ζούσε στην αισθητική κοσμάρα του και λειτουργούσε με κριτήρια δημοσιογραφικής απόστασης από στρατευμένες και κορέκτ συμπεριφορές. Υπήρχε ελευθερία, δημιουργικότητα, αναρχία ώρες-ώρες αλλά και οργάνωση και δουλειά. Έχω σκεφτεί εκ των υστέρων τι τράβαγε κι ο Στάθης (Τσαγκαρουσιάνος) που έπρεπε, νεαρό άτομο ακόμα, να λειτουργεί ως κανονικός διευθυντής και να διαχειρίζεται ένα καθεστώς ημιάγριας δημιουργικότητας και συγχρόνως να πρέπει να ασχολείται και με τα τυπογραφεία, τον προϋπολογισμό, τις διαφημίσεις και ειδικά τους διαφημιστές. Βοηθούσε πολύ φυσικά το ότι βρισκόμαστε –από ευχαρίστηση και ενθουσιασμό, όχι από υποχρέωση– όλη τη μέρα (και κυρίως όλη τη νύχτα) είτε στο γραφείο είτε έξω στην πόλη για «έρευνα και ρεπορτάζ».
• Όταν έκλεισε πρόωρα το «01», ήταν σημαντικό το πλήγμα για μας που ζούσαμε κυριολεκτικά εκεί. Ξέραμε κατά βάθος ότι τέτοια φάση δεν ξαναγίνεται, αλλά δεν είχαμε άγχος επαγγελματικής αποκατάστασης, αφού τότε –στην αυγή της εποχής της μιντιακής παντοδυναμίας και της «επίπλαστης ευδαιμονίας»– έμοιαζε βέβαιη η εξαργύρωση της δουλειάς που είχε γίνει στο «01». Και όντως κάπως έτσι ήταν, με τη διαφορά ότι η ασφάλεια αυτή οδήγησε σε μια στασιμότητα κι ένα βόλεμα διαβρωτικό. Δυστυχώς, κακομαθαίνω πανεύκολα, και τότε και πάντα.
• Το [symbol] ήταν εντελώς άλλη περίπτωση, φαινομενικά κάργα mainstream στις τυπικές προδιαγραφές του ως ένθετου «lifestyle» εντύπου του «Επενδυτή», αλλά επίσης αγρίως ιδιοσυγκρασιακό και σαρδόνιο ως προς τον τρόπο που εξέθετε υπογείως την κουλτούρα του νεοπλουτισμού και της ασυγκράτητης χλίδας –ειδικά με τις εκπληκτικές φωτογραφίες του Στάβερη από κοσμικά και «υποκοσμικά» events– που επικρατούσαν τότε στο «ελληνικό μιλένιουμ». Το [symbol] είχε και στυλ και ουσία, η εποχή όμως εκείνη, από τη σφαγή του Χρηματιστηρίου μέχρι και τους Ολυμπιακούς, ήταν πραγματικά φριχτή. Μιλάμε για ξεφτιλισμένες συμπεριφορές, όχι αστεία. Γι' αυτό και με πιάνει μια αντανακλαστική δυσανεξία, ένα μάγκωμα, όταν ακούω να δοξολογείται ως τα ουράνια ο Σημίτης. Ειδικά η Μύκονος εκείνης της εποχής ήταν η κόλαση στη Γη.
• Δεν νομίζω ότι μικρός είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου για όταν μεγάλωνα. Ήλπιζα πάντα ότι τα πράγματα θα συμβούν και θα «κλείσουν» ως διά μαγείας επειδή το αξίζω, έχω ευαίσθητη και ρομαντική προδιάθεση και η μαμά μου πιστεύει ότι είμαι Θεός. Μέχρι ένα σημείο, πάντως, τα πράγματα έμοιαζαν όντως να λειτουργούν υπέρ μου νομοτελειακά σχεδόν, χωρίς κόπο και με τους δικούς μου όρους. Μέχρι που, φυσικά, κάποια στιγμή παύουν λειτουργούν έτσι πλέον και ευτυχώς δηλαδή, γιατί χωρίς προσπάθεια δεν έχει νόημα.
• Είχα πάντα μια αντιπάθεια προς τον χιπισμό, την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης με τις κομματικές νεολαίες (πώς δεχόντουσαν κατά τ' άλλα μια χαρά παιδιά να έχουν πάνω από το κεφάλι τους καθοδηγητές και ινστρούχτορες δεν μπορούσα να το καταλάβω) – ό,τι αγαπούσα ως έκφραση (ο Bowie και o Cohen που ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν ζουν πια ανάμεσά μας, ο κόσμος του David Lynch, τα γραπτά του Don DeLillo και της Joan Didion) έμοιαζε να βρίσκεται σε απόσταση από έναν ριζοσπαστικό κοινοτισμό, εξού και μια χρόνια δυσπιστία και καχυποψία απέναντι στα κελεύσματα της αριστεράς, κάποια από τα οποία πάντως μοιάζουν σαφώς να δικαιώνονται σ' αυτούς τους εξαχρειωμένους καιρούς.
• Η πλατεία Μαβίλη είναι μια νησίδα ξεκομμένη από τις πραγματικότητες της πόλης, γεγονός που την καθιστά αντικοινωνική σχεδόν και δημοσιογραφικά όχι και τόσο ενδιαφέρουσα, αλλά για μένα είναι ιδανικός τόπος κατοικίας. Ο διακριτικός βόμβος από το «ποτάμι» της Βασιλίσσης Σοφίας, οι ήχοι τη νύχτα από σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων μού δημιουργούν αίσθηση ασφάλειας και με νανουρίζουν. Βασικά, δεν είναι αυτό που λένε «γειτονιά», λέξη που ποτέ δεν μου καθόταν καλά και ήταν συνυφασμένη με συνωστισμό, κουτσομπολιό, ασφυξία, συντήρηση.
• Όταν ήμουν 20κάτι, το 40 (στους άντρες) μου φαινόταν πιο χάλια απ' ό,τι το 50, με την έννοια ότι οι σαραντάρηδες έμοιαζαν πιο επιρρεπείς σ' ένα ρεζιλίκι παρατεταμένης και ξεχειλωμένης νεότητας. Στα πενήντα θα είχε κατακτηθεί πλέον μια ωριμότητα κι ένας συμβιβασμός εξ ανάγκης. Τώρα που θα γίνω πενήντα σε λιγότερο από δύο χρόνια –και σκοπεύω να εξαφανιστώ από προσώπου γης για την περίσταση εκείνη– δεν έχω ιδέα πώς να το πάρω. Όσο ψύχραιμα και να το πάρει κανείς, είναι βαρύ κι ασήκωτο. Είναι η πόρτα που οδηγεί σε αρρώστιες και γεράματα, τα οποία δεν είναι ηρωικός αγώνας, είναι μακελειό, που έλεγε κι ο Φίλιπ Ροθ, και το βλέπει κανείς και τριγύρω του μεγαλώνοντας. Ειδικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ανασφάλειας, ανέχειας και συλλογικής μανιοκατάθλιψης σαν αυτές που βιώνουμε τόσα χρόνια. Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση, επειδή το έχω ακούσει από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετική διατύπωση, αλλά με την ίδια απογοήτευση στο ύφος είναι η αίσθηση ότι εδώ και πολύ καιρό είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος, αλλά εμείς συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε με όλο και πιο δυσανάλογο βάρος τους ώμους.
• Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι τόσο ξεχωριστή όσο πιστεύουν και οι ακραιφνείς πατριώτες και αυτοί που σιχτιρίζουν από το πρωί ως το βράδυ («δεν είμαστε λαός», «μόνο στην Ελλάδα...» κ.λπ.). Είναι μια χώρα με πολύ μικρή, σχετικά σύγχρονη ιστορία, που βρίσκεται στο παραθαλάσσιο μεσογειακό άκρο των Βαλκανίων (μεγάλη υπόθεση η Μεσόγειος), ανατολικά της Ιταλίας και δυτικά της Τουρκίας, οπότε δεν θα μπορούσε να είναι και πολύ διαφορετική. Διαθέτει, πάντως, μέσα στον πολιτισμικό αχταρμά της, πάρα πολλά ενδιαφέροντα και αγαπημένα στοιχεία, ειδικά στη μουσική, ειδικότερα στο λαϊκό τραγούδι. Από αφήγηση (σενάριο, λογοτεχνία) λίγα πράγματα συγκριτικά, αλλά εδώ είμαστε και όλα μπορούν να αλλάξουν από τις νεότερες γενιές.
• Όσον αφορά τα σχεσιακά/γκομενικά που λένε, αισθάνομαι «ατυχήσας» τελικά, αλλά δεν μου φταίει και κανείς (καμιά). Απεχθάνομαι τη μοιρολατρία, αλλά εκείνη με παίρνει από πίσω σαν χαμένο σκυλάκι. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχα ποτέ καμιά εξιδανικευμένη εικόνα για το εργενιλίκι/σακαταλίκι, απλώς προέκυψε φυσιολογικά – δεν μου αρέσει καθόλου όμως ως ταυτότητα. «Έρωτες και κουραφέξαλα» έλεγε ο Παπαγιώργης, αλλά για μένα υπήρξε πολύ καθοριστικό –και καταστροφικό, αλλά έτσι είναι αυτά– το ρομαντικό ιδεώδες και θα ήταν εντελώς υποκριτικό να το καταρρίψω ξαφνικά στην πορεία προς μια υποτιθέμενη συναισθηματική ωριμότητα.
• Με την έννοια της φιλίας έχω μια αμφίθυμη σχέση. Σε ένα πολύ σημαντικό και ευρύ επίπεδο οι φίλοι ήταν το παν στις πιο πολλές από τις ευτυχισμένες μέρες, ειδικά τις νεανικές. Από την άλλη, οι εμπειρίες μού έχουν εμφυσήσει και μια «μαφιόζικη», οικογενειακή αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, στα μεγάλα ζόρια, το «αίμα» θα σπεύσει να σε συνδράμει αποτελεσματικά και χωρίς ερωτήσεις, την ώρα που οι φίλοι ενδεχομένως να σφυρίζουν αδιάφορα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO