Παίρνουμε τον σκελετό από την ομώνυμη ταινία του 1973 στην οποία βασίστηκε και στη συνέχεια προσθέτουμε κάτι από τη βασική εσάνς του Truman Show και του Blade Runner, μια γερή πρέζα «εδώ μπορεί να παίζεται οτιδήποτε, σιγά μη βγάλει κανείς ποτέ άκρη» από το «Lost», διάφορα άλλα αποκόμματα παλαιότερης και σύγχρονης δυστοπικής φαντασίας, και βουαλά! Ιδού το «Westworld», το οποίο εμφανίστηκε φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο και με τον Άντονι Χόπκινς στον ρόλο του ιδρυτή αυτού του ρετροφουτουριστικού «θεματικού» πάρκου στο οποίο διεξάγεται η σειρά. Δεν ξέρω αν τελικά αποδειχτεί και ο ίδιος ρομπότ, μοιάζει πάντως από το πρώτο επεισόδιο με προγραμματισμένη ρέπλικα του έγκριτου ηθοποιού που ανά πάσα στιγμή περιμένεις να τεθεί σε πλήρες Χάνιμπαλ Λέκτερ mode. Το παιχνίδι για τον θεατή είναι να καταλάβει ποιος χαρακτήρας είναι οικοδεσπότης-ρομπότ (host) και ποιος είναι φιλοξενούμενος-τουρίστας (guest), ποιος είναι αληθινός και ποιος όχι (όπως λέει, όμως, και μια γκαρσόνα με καλώδια στο αίμα, «αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις, τι σημασία έχει;»), ποια εμπειρία είναι αληθινή και ποια όχι. Αυτή η αναζήτηση, αυτή η διαρκής αμφιβολία, μπορεί θεωρητικά να συντηρήσει πολλούς κύκλους και αποτελεί ένα από τα βασικά οπιούχα συστατικά μιας σειράς που φέρει το άγχος να είναι «προχωρημένη» θεματικά αλλά και αρκετά mainstream, ώστε να κολλήσουν δυνητικά οι πάντες.
Σηκώνει μεγάλο κόλλημα ομολογουμένως το «Westworld» και μακάρι να πάει καλά και να γνωρίσει έστω και κλάσμα από το τεράστιο σουξέ του θηριώδους «Game of Thrones», έτσι ώστε να είναι λιγότερο ανασφαλές το μητρικό του κανάλι (HBO) σχετικά με τη χρηματοδότηση γενναίων, πολύτιμων και πραγματικά ξεχωριστών σειρών χαμηλότερου βεληνεκούς, αλλά υψηλότερης αισθητικής εμβέλειας και πολύ πιο καίριου χαρακτήρα. Όπως το «High Maintenance», που αγοράστηκε και ξεκίνησε πρόσφατα να προβάλλεται από το HBO μετά από πενταετή επιτυχημένη καριέρα ως web σειρά με κεντρικό άξονα έναν dealer φούντας που γυρίζει τη Νέα Υόρκη (το Μπρούκλιν κυρίως) με το ποδήλατο και το βαλιτσάκι του με τις διάφορες εκλεκτές ποικιλίες, ενώ γύρω του ξετυλίγονται οι καθημερινές ιστορίες ανθρώπων παγιδευμένων στον ιστό της μεγαλοπρεπούς αλλά και αμείλικτης μεγαλούπολης που τους στέλνει από την αγωνία στην έκσταση και πάλι πίσω.
Tο «High Maintenance» εστιάζει την τρυφερή και συμπονετική (δίχως σαχλούς συναισθηματισμούς) ματιά του στη βαθιά «ανθρωπίλα» που περιφέρεται γύρω μας και κυκλοφορεί σε κάθε απόχρωση, φύλο, φυλή, κοινωνική τάξη και σεξουαλική κατεύθυνση.
Ένα από τα «σλόγκαν» του «Westworld» είναι ότι «οι βίαιες απολαύσεις έχουν βίαιη κατάληξη». Στο «High Maintenance» οι απολαύσεις είναι ταπεινές (ειδικά αυτές που περιστρέφονται γύρω από τους μπάφους – τα πιο σκληρά ναρκωτικά, νόμιμα και μη, με συνταγή ή όχι, είναι μια άλλη ιστορία) και η κατάληξη σπανίως βίαιη, αλλά σχεδόν πάντα απρόβλεπτη και μάλλον πεζή, γιατί κάπως έτσι συμπεριφέρεται και η πραγματική ζωή. Ο ίδιος ο dealer είναι ένας cool, συμπαθής και ανώνυμος Τύπος (στη σειρά αναφέρεται απλά ως The Guy), ο οποίος σπανίως συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα, παραμένοντας (όπως και η φούντα που πουλάει) απλώς ένας αγωγός, ένας από μηχανής θεός περιορισμένης ισχύος που περνάει σαν κομπάρσος από τη ζωή ανθρώπων που υποφέρουν από μια ευρύτατη γκάμα σύγχρονων ασθενειών αστικού τύπου: κατάθλιψη, αγοραφοβία, εφηβική καθήλωση, συντριπτικά comedown μετά από άγριες διεγέρσεις, μοναξιά, σεξουαλική και συναισθηματική παράλυση, αποξένωση και ένα κάρο ανασφάλειες πάσης φύσεως. Εξαιρετικά γυρισμένο και φορτισμένο μ' ένα mood που θυμίζει το τσιμπημένο χιούμορ, την ήπια μελαγχολία και την αίσθηση ενός μόνιμου λυκόφωτος που κουβαλούσαν σειρές όπως το «Six Feet Under», το «High Maintenance» εστιάζει την τρυφερή και συμπονετική (δίχως σαχλούς συναισθηματισμούς) ματιά του στη βαθιά «ανθρωπίλα» που περιφέρεται γύρω μας και κυκλοφορεί σε κάθε απόχρωση, φύλο, φυλή, κοινωνική τάξη και σεξουαλική κατεύθυνση.
Όμως, όπως πολύ σωστά είδα να αναφέρεται κάπου, η σειρά δεν είναι πολυπολιτισμική αλλά αυθεντικά κοσμοπολίτικη. Δεν έχει ατζέντα, ούτε παίρνει θέση, πέρα από τη δεδομένη κανονικοποίηση της χρήσης κάνναβης, και αποτελεί το αποκορύφωμα μιας αλληλουχίας εξαιρετικών κωμικο-δραματικών σειρών ημίωρων (το πολύ) επεισοδίων που ξεχώρισαν φέτος, όπως το «Girlfriend Experience», το «Transparent» (3ος κύκλος), το «Casual» (2ος κύκλος), το «Bojack Horseman» (3ος κύκλος), τα επίσης ολοκαίνουρια «Atlanta» και «Better Things» και βέβαια το παρεξηγημένο από πολλούς «South Park» που μόλις μπήκε στον 20ό κύκλο του και κάθε χρόνο δαγκώνει όλο και βαθύτερα με τον αγρίως πολιτικοποιημένο σαρκασμό του.