Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, όταν όμως τριγύρω λιώνουν τα μπετά και η πυκνή, ακίνητη ατμόσφαιρα κόβεται μόνο με μπαλτά, το έξω γίνεται αποπνικτικό μέσα, σαν νεκρή φύση που σε φέρνει αργά, αλλά σταθερά, σε κατάσταση παραλυτικής έκστασης. Το μυστικό στον καύσωνα είναι να λειτουργείς σαν να κάνεις τάι-τσι μαστουρωμένος: αργές, υπαινικτικές κινήσεις, υποψία ντάγκλας που έρχεται και φεύγει, διάλειμμα για κατάποση υγρών καύσιμων που μοιάζουν να φεύγουν αμέσως από τον οργανισμό σαν να έχεις τρύπες από σφαίρες στο κορμί, τακτικό τεστ αντανακλαστικών για να διαπιστώσεις αν ζεις και έχεις επαφή με τον περίγυρο ή έχεις περάσει σε άλλες διαστάσεις, εκτός βαρύτητας. Κάτω από αυτές τις ζόρικες, αλλά πάντα ιδιαίτερες (και ως εκ τούτου πολύτιμες) συνθήκες, πήγαμε την πιο καυτή μέχρι τώρα νύχτα του καλοκαιριού να δούμε τον Νέγρο του Μοριά κάτω από το άγαλμα του Κανάρη στην πλατεία Κυψέλης υπό την αιγίδα της documenta 14.
Πολιτισμικό μπάχαλο, θα σχολιάσει κανείς ίσως, πριν η ξινίλα του γίνει γκρίνια και οδοστρωτήρας που τα ισοπεδώνει όλα: «Έλα, μωρέ, χίπστερ είναι κι αυτός, τι, επειδή είναι μαύρος, νομίζεις ότι δεν είναι, που τον βρήκε η μηχανή πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της documenta και μας τον μοστράρει εκτός πλαισίου και όχι στο gentrification και ξέρω γω και μου έρχονται όλοι οι σκατόφλωροι να κάνουν τουρισμό στον multi-culti urban εξωτισμό» και άλλα τέτοια εσωστρεφή, στραβωμένα και κομπλεξικά ad infinitum. Χαλαρώστε λίγο, ρε παιδιά, εκεί έξω, στα μετερίζια της αέναης δράσης και της επιλεκτικής συλλογικότητας. Έτσι είναι ο κόσμος πια, καλώς ή κακώς. Τα κουτάκια και οι βολικοί διαχωρισμοί που ξέραμε πάνε, χάθηκαν, τα κλάψαμε αυτά, τέλος. Είναι πολύ σωστός και άξιος ο ΝτΜ για το χαρμάνι που εκπροσωπεί (ανακατεύοντας στις αναφορές του τον Σώτη Βολάνη και τη Δούκισσα Νομικού με τις βιωματικές εμπειρίες της νεανικής αληθινής ζωής στους Αμπελόκηπους, στην Κυψέλη και στους υπόγειους παραποτάμους του ευρύτερου κέντρου) και είναι σούπερ η εκλεκτική μπάντα του.
Με τις ταξικές ενοχές δεν βγαίνει άκρη: αν δεν μπορείς να αποβάλεις την προδιάθεση εξωτισμού, μη χαλιέσαι, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, χαλάρωσε και απόλαυσέ το. Τουρίστες είμαστε όλοι, δεν είμαστε ταξιδιώτες και περιηγητές, όπως ίσως νομίζουμε.
Και, ναι, γινόμαστε καμιά φορά τουρίστες στον urban εξωτισμό που αναδίδει στη σύγχρονη τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία η Κυψέλη (σαν να ακούμε εν μέσω κατασταλτικού καύσωνα ως μουρμουρητό το υπνωτικό ρεφρέν του «Tourist» των Radiohead: «Hey man, slow down, slow down/ Idiot, slow down, slow down»), αλλά τι να κάνουμε τώρα, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι αυτόχθονες στα νέα στέκια και στις νέες καταστάσεις. Τουλάχιστον είμαστε ντόπιοι και γλιτώνουμε τις ομαδικές ξεναγήσεις και τα «κοινωνικά σαφάρι» όπου συμμετέχουν τακτικά πια ξένοι καλλιτέχνες, επιμελητές και γραφιάδες, καθώς άγονται και φέρονται σε (πρώην και νυν) υποβαθμισμένα στέκια από την Πειραιώς και πέρα, από την Πατησίων και πέρα κ.ο.κ. Τέλος πάντων, με τις ταξικές ενοχές δεν βγαίνει άκρη: αν δεν μπορείς να αποβάλεις την προδιάθεση εξωτισμού, μη χαλιέσαι, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, χαλάρωσε και απόλαυσέ το. Τουρίστες είμαστε όλοι, δεν είμαστε ταξιδιώτες και περιηγητές, όπως ίσως νομίζουμε.
Η Κυψελάρα, πάντως, ζει και βασιλεύει, προσθέτοντας νέα κεφάλαια στον ένδοξο αστικό μύθο της. Η Κυψέλη κάποτε με το κοσμικό προφίλ, η Κυψέλη που θυμάμαι εγώ με τις νεανικές φυλές και τις υποκουλτούρες, η Κυψέλη τώρα με την πανσπερμία ηθών, εθίμων και εθνοτήτων, η Κυψέλη με τους Αφροέλληνες σαν τον «Νέγρο». Πολύ τεχνικό και correct μου μοιάζει το Αφροέλληνας, ο ίδιος πάντως δηλώνει «Ελληναράς» και είναι ο πρώτος Έλληνας που είχε το μυαλό και τη μαγκιά να οικειοποιηθεί, ευνουχίζοντάς τον, τον δυσφημιστικό αυτό όρο, τοποθετώντας του αν όχι θετικό, τουλάχιστον ουδέτερο πρόσημο, εξηγώντας ότι στο μυαλό του η λέξη σημαίνει πως «είμαι Έλληνας όσο πρέπει και όσο δεν πρέπει».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια