Κάθε τέτοια εποχή, τις πρώτες μέρες της άνοιξης, όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιές και αρχίζουν να γεμίζουν τα τραπεζάκια έξω, ξεκινά η συζήτηση στην πόλη για τις συναυλίες που έρχονται. Φέτος ειδικά, αυτή η κουβέντα έχει ξεφύγει από τα στενά πλαίσια κάποιων φανατικών «φεστιβαλιστών», καθώς, όπως φαίνεται, το καλοκαίρι θα μας τιμήσουν κάποια «βαριά χαρτιά» της μουσικής βιομηχανίας.
Ανάμεσα στους ήδη κλεισμένους είναι οι Muse, Sigur Ros, PJ Harvey, Last Shadow Puppets, Beirut, Parov Stelar, Dropkick Murphys, Editors, ενώ ακούγονται και άλλα ονόματα ακόμα. Το ελληνικό κοινό φαίνεται να ανταποκρίνεται, να υπάρχει ένα μαζικό ενδιαφέρον για τα εγχώρια συναυλιακά δρώμενα και ως εκ τούτου έρχεται στην επιφάνεια ένα μεγάλο ερώτημα, την ώρα μάλιστα που η τουριστική κίνηση στην Αθήνα αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια: γιατί δεν έχει και η πόλη μας ένα μεγάλο μουσικό φεστιβάλ, αντάξιο εκείνων του εξωτερικού;
Χωρίς διάθεση γκρίνιας, απευθυνθήκαμε σε μερικούς ανθρώπους του χώρου για να μας δώσουν εκείνοι, ως ειδικοί, μια απάντηση. Ο Στέφανος Παπαγκίκας, διοργανωτής του Plisskën, ενός μουσικού φεστιβάλ συνυφασμένο με την εναλλακτική κουλτούρα του κέντρου των Αθηνών, συνοψίζει πολύ περιεκτικά τα απαραίτητα για εκείνον βήματα: «Κρατική και φορολογική σταθερότητα, υποστήριξη και συμμετοχή δημοτικών φορέων και Αρχών, αντιστροφή της τουριστικής αντίληψης (να εξάγει και events η Ελλάδα, ώστε να φέρει τουρισμό που ταξιδεύει με αφορμή θεάματα και όχι μόνο τη θάλασσα, το ούζο, τον καιρό και την Επίδαυρο), φτηνές πτήσεις και τουριστικά πακέτα, ευφάνταστα line ups και παροχές υπηρεσιών, έξυπνη εκμετάλλευση εγκαταλελειμμένων χώρων. Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιοι χώροι στην Αθήνα που ανήκουν στο κράτος και αφήνονται στην τύχη τους αντί να δίνονται προς ενοικίαση ή εκμετάλλευση από ιδιώτες, είτε ντόπιους είτε ξένους. Δυστυχώς, δεν υπάρχει ένας φορέας πίσω από τη διαχείριση, την ενοικίαση, ή τηνπροώθηση αυτών, παρά μόνον σε περιπτώσεις πώλησης».
Αυτοί που διαμαρτύρονται για την απόσταση ως το Terra Vibe θα πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψιν τους ότι κανένα από τα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού δεν γίνεται μέσα στην πόλη, ούτε το Primavera, ούτε το Hellfest, ούτε το Coachella.
Ο Σπύρος Σμυρνής από το γραφείο Τύπου του Rockwave, του μεγαλύτερου ελληνικού φεστιβάλ, που έκλεισε πέρσι τα είκοσι χρόνια του, είχε να πει τα εξής: «Όπως έχουμε πει, η γεωγραφική μας θέση δεν βοηθά πολύ στο κλείσιμο των μεγάλων ονομάτων. Δυστυχώς, πρέπει να προσαρμοστείς στις ημερομηνίες των tour τους. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να θυμόμαστε την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα μας. Τα συγκροτήματα δεν θα ρίξουν την αμοιβή τους επειδή η Ελλάδα περνά οικονομική κρίση. Εμείς, πέρσι, με τους Black Keys και τον Robbie Williams πήραμε τεράστιο ρίσκο και, ευτυχώς, μας βγήκε. Αυτοί που διαμαρτύρονται για την απόσταση ως το Terra Vibe θα πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψιν τους ότι κανένα από τα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού δεν γίνεται μέσα στην πόλη, ούτε το Primavera, ούτε το Hellfest, ούτε το Coachella. Καλό είναι, για τη μετακίνηση του κοινού, να προωθηθεί η λύση των λεωφορείων (ιδιωτικών και ΚΤΕΛ) που αφήνουν τον κόσμο έξω ακριβώς από την είσοδο και τον παραλαμβάνουν 200 μέτρα πιο δίπλα. Ταυτόχρονα, προσπαθούμε να εξυπηρετούμε και αυτούς που έρχονται με το αυτοκίνητο και επιχειρήσαμε να δώσουμε και μια λύση για το κόστος των διοδίων, αλλά δεν είχαμε την αρωγή της πολιτείας σε αυτό. Βέβαια, αυτό είναι το ελάχιστο, τη στιγμή που πέρσι αυξήθηκε το ΦΠΑ από 13% σε 23% και προστέθηκε απότομα μια μεγάλη επιβάρυνση της τάξεως του 10% στα έξοδα του κοινού».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιώργος Perot, ο άνθρωπος που έφερε την Ευρωπαϊκή Γιορτή της Μουσικής στην Ελλάδα και συντονίζει κάθε καλοκαίρι, στο πλαίσιο της διοργάνωσης, δεκάδες μικρά φεστιβάλ στους δρόμους της Αθήνας – και όχι μόνο. «Πάρα πολύ συνοπτικά, θα έλεγα ότι υπάρχουν 3 βασικοί άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με την τοπική διάσταση της διοργάνωσης. Για να έχει διεθνή απήχηση, πιστεύω ότι θα πρέπει, καταρχάς, να έχει την αποδοχή σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Επομένως, θα πρέπει να γίνει σε συνεργασία με την τοπική δημιουργική και επαγγελματική μουσική κοινότητα και να διαμορφώσει γέφυρες μέσα από μαζικές δράσεις και πιο ιδιαίτερες προτάσεις που θα αναδεικνύουν την τοπική ιδιαιτερότητα-μοναδικότητα. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη διαχείριση των θεατών-επισκεπτών. Πιστεύω ότι πέρα από τις κατάλληλες υποδομές των κεντρικών σημείων εκδηλώσεων-σκηνών, η επιτυχία ενός φεστιβάλ ορίζεται από την ποιότητα των παροχών σε θέματα μετακινήσεων, διαμονής, διατροφής και γενικότερα της παροχής υπηρεσιών για εύκολη πληροφορία ή/και πρόσβαση στις εκδηλώσεις. Συνεπώς, χρειάζεται άρτια συνεργασία ανάμεσα στους διοργανωτές, στους τουριστικούς φορείς, στους εκάστοτε κρατικούς μηχανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση. Ο τρίτος και τελευταίος άξονας σχετίζεται με την καλλιτεχνική πλευρά της διοργάνωσης, η οποία πιστεύω ότι πρέπει να συνδυάζει στην εποχή μας μεγάλα και ανερχόμενα ονόματα τόσο του εξωτερικού όσο και της χώρας, αλλά θα πρέπει επίσης να αναδεικνύει νέα και ανερχόμενα ταλέντα, τόσο από την τοπική κοινότητα όσο και από το εξωτερικό. Κλείνοντας, θα έλεγα ότι είναι εξίσου σημαντικό να γίνονται και πιο προσωπικές δράσεις που θα έφερναν πιο κοντά καλλιτέχνες και κοινό και οι οποίες θα συμπεριλάμβαναν βιωματικές και εκπαιδευτικές δράσεις (clinic, showcases κ.ά.)».
Ο Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος, ιδιοκτήτης του γνωστού πολυχώρου six d.o.g.s, της Μέκκας της αθηναϊκής εναλλακτικής σκηνής και διοργανωτής του ΕνTechno, ενός φεστιβάλ αφιερωμένου στην ηλεκτρονική μουσική, είναι πιο αυστηρός. «Είναι τόσο αυτονόητο το γιατί δεν έχει εδραιωθεί ακόμα ένα σοβαρό, ολοκληρωμένο, edgy και συνεπές μουσικό φεστιβάλ στην Ελλάδα, που δεν βρίσκω τον λόγο να τίθεται αυτό το ερώτημα. Η απάντηση είναι στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη του καθενός, όχι μόνο στον καθρέφτη των γνωστών σου που ασχολούνται "ενεργά" με τα μουσικά δρώμενα εντός και εκτός. Προφανώς και έχουν γίνει αξιοζήλευτες προσπάθειες στο παρελθόν, όπως το Synch, και τα τελευταία χρόνια ευτυχώς που υπάρχει το Plisskën, που δίνει νόημα στο συναυλιακό αθηναϊκό καλοκαίρι, αλλά χρειάζονται ακόμα πολλά, μεγάλα βήματα, όχι μόνο από τους διοργανωτές αλλά κυρίως από τους ανθρώπους. Χρειάζεται, σε πρώτη φάση, οι διοργανωτές που σερβίρουν κάθε χρόνο (ή ακόμα και δύο φορές τον χρόνο) το ίδιο βαρετό déjà vu να σταματήσουν να το κάνουν, και να ασχοληθούν με τίποτε άλλο (να γίνουν βοσκοί ίσως, έχουν μάθει να φέρονται στο κοινό σαν πρόβατα χρόνια τώρα, οπότε θα είναι εύκολη η μετάβαση), ώστε να μοιράσει τα λιγοστά του λεφτά ο κόσμος εκεί που πραγματικά αξίζει. Ίσως κάτι αλλάξει, ίσως αυτό να είναι το πρώτο βήμα προς μια σωστή μουσική εκπαίδευση. Σε δεύτερη φάση, θα πρέπει ο καθένας μας να γυρίσει το κεφάλι του προς τη κατεύθυνση. Αφήστε τις κουβέντες για στήριξη από θεσμούς, lobbying με οργανισμούς από το εξωτερικό, έλλειψη υποδομών, know how κ.λπ. και απλώς ανοίξτε τ' αυτιά σας εκεί που πρέπει πραγματικά να ανοίξουν και όχι όπου βλέπετε να τα ανοίγει ο διπλανός σας».
Ο Άγγελος Κλειτσίκας, μουσικός συντάκτης στο περιοδικό «Sonik» και στο site avopolis.gr. πιστεύει ότι το πιο σημαντικό σε ένα φεστιβάλ είναι η καθιέρωση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας και αναδεικνύει (και αυτός) την ευκαιρία που δίνει το τουριστικό ρεύμα: «Απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθεί ένα φεστιβάλ πόλης ή να εξελιχθεί κάποιο από τα υπάρχοντα σε τέτοιο, ισάξια ελκυστικό με αυτά του εξωτερικού, είναι να διαθέτει έναν σταθερό, ηχητικά και αισθητικά, χαρακτήρα μέσα στα χρόνια, συνδυάζοντας ευπώλητες στο ελληνικό κοινό προτάσεις, όσο και εναλλακτικές. Με αυτό τον τρόπο, το συναυλιακό τοπίο θα μετατραπεί από μια απρόσωπη συνάθροιση ονομάτων σε έναν θεσμό με διακριτή, νεανική ταυτότητα, που θα καταλάβει χώρο στη συνείδηση του μουσικόφιλου κοινού, εξελισσόμενο διεθνώς σε ένα ξεκάθαρο brand στην αγορά των φεστιβάλ. Η διοργάνωσή του σε συγκεκριμένο και κατάλληλο χώρο και χρόνο μπορεί να συνδυαστεί με τη σταδιακή ανάδειξη της πρωτεύουσας ως city break προορισμού αλλά και να ωφεληθεί από αυτή».
σχόλια